Στις 11 Ιανουαρίου του 1910, γεννήθηκε ο Νίκος Καββαδίας. Ένας σπάνιος ποιητής που αποτύπωσε με τις λέξεις του, όπως κανείς, τη ζωή των ανθρώπων της θάλασσας, των ποντοπόρων ταξιδιών και των λιμανιών.

Μέσα από τις μουσικές του Θάνου Μικρούτσικου και τη φωνή, κυρίως, του Γιάννη Κούτρα, τα λόγια του μπήκαν μέσα σε κάθε σχεδόν ελληνικό σπίτι.

Αφηγήθηκε στους στεριανούς, με λέξεις που πολλές φορές τους δυσκόλευαν αλλά ταυτόχρονα τους μαγνήτιζαν, θαλασσινές ιστορίες του φυσικού και του μεταφυσικού και τους μίλησε για φόβους, ελπίδες, αισθήσεις και παραισθήσεις ναυτικών που πέρασαν τις ζωές τους σε ανοιχτές θάλασσες, σε καταστρώματα, καμπίνες και αμπάρια. σε κακόφημα σπίτια και μπαρ.

Μπάρκο στα 19

Στις 20 Φεβρουαρίου 1975, λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του ποιητή  ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» γράφει για τον Καββαδία:

«Γεννημένος στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας το 1910, μεγαλωμένος στον Πειραιά, ένοιωσε να τον μαγνητίζη η θάλασσα.

»Έτσι από τα 19 του χρόνια, μπήκε στα ποντοπόρα φορτηγά ως ασυρματιστής και μ’ αυτά διέσχισε άπειρες φορές τις μεγάλες θάλασσες, ταξίδεψε σε χώρες μακρινές, γνώρισε λιμάνια κοσμοπολίτικα κι εξωτικά “πολλών ανθρώπων είδεν άστεα και νόον έγνω”.

»Ποιήματα άρχισε να γράφη από πολύ νέος και την πρώτη του ποιητική συλλογή την έβγαλε το 1933. Είχε τον τίτλο “Μαραμπού” κι ο τίτλος αυτός κόλλησε σαν παρανόμι στον ποιητή που με το προσωπικό του ύφος, πήρε αμέσως μια θέση ξεχωριστή στον κόσμο της ποίησης.

Ποίηση

»Ο Νίκος Καββαδίας τραγούδησε τις πίκρες και τις χαρές των ναυτικών των μεγάλων καραβιών, που ζουν εβδομάδες και μήνες ανάμεσα ουρανού και γης, που πίνουν σπίρτα, βλαστημούν και πλαγιάζουν με πόρνες, κάθε φυλής και χρώματος.

»Συχνά τα ποιήματά του είναι έμμετρες θλιβερές ιστορίες. Πότε μιλάει για τον ναυτικό, που μια μέρα ξαναβρήκε, σε κακόφημο σπίτι, ιέρεια του πληρωμένου έρωτα, το κορίτσι των ονείρων του.

»Πότε για το δόκιμο που μέσα στη φουρτούνα αναθυμιέται τις αμαρτίες που έχει κάνει και τρέμει μην πεθάνη πριν προφτάση να φορέση τα τέσσερα γαλόνια του “πρώτου”.

»Πότε για τις γάτες των φορτηγών, για στιλέτα με παράξενες ιστορίες, για το μαύρο θερμαστή που βρίσκει τον παράδεισο στην άσπρη σκόνη.

»Η θάλασσα τον θέλγει, τον εμπνέει, ζυμώνεται με τη ζωή του, κι αυτήν αναζητάει για στερνό τάφο:

Από ένα θάνατο σε κάμαρα – κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα – δε θάναι ποιητικώτερο και πιο όμορφο – ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;

»Γράφει σε ποίημα αφιερωμένο στον φίλο του ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ. Αλλά πολύ φοβάται πως αυτό δεν πραγματοποιηθή».

«Βαθιά ανθρώπινος»

Στο ίδιο τεύχος του «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ» γράφει ο Νικήτας Ορφανίδης:

«Ο Νίκος Καββαδίας, ο βαθιά ανθρώπινος “Μαραμπού”, δεν ήταν απλώς ο ποιητής που ξεχώρισε και πήρε μόνος σεμνά κι αθόρυβα μια θέση στο στερέωμα του λυρικού μας κόσμου.

»Ήταν μιας από τις σπάνιες “περιπτώσεις” των δημιουργών, που με τη μεγάλη τους ευαισθησία και με την πηγαία τέχνη τους, μπόρεσαν να εισχωρήσουν βαθιά στην ψυχή του συνανθρώπου τους κι από κει μέσα να αντλήσουν τα στοιχεία της δημιουργίας τους. (…)

»Ζούσαμε στην Αλεξάνδρεια (…). Όταν το πλοίο – σπίτι του, έδενε στο λιμάνι μας, ο Νίκος ήταν μαζί μας. Είχε πάντα τον τρόπο να χαρίζη συντροφιά του σ’ όσους αγαπούσε. Κι αγαπούσε τους ανθρώπους και τη ζωή τόσο πολύ.

»Αργόσυρτοι περίπατοι στα στενά του λιμανιού, στην παραλιακή οδό, στους πολύβουους δρόμους, κουβέντα ατελείωτη για το κάθε ανθρώπινο, αφηγήσεις από τα μακρινά ταξίδια σε χώρες παράξενες και λιμάνια – σειρήνες, γύρω από κάποιο τραπέζι ελληνικού μαγαζιού, πάνω από κάποιο ποτήρι που μας έδενε πιότερο μαζί του.

Απλότητα

»Η απλότητα του “Μαραμπού”, ήταν από τα μεγάλα χαρίσματά του. Η έπαρση ήταν κάτι άγνωστο σ’ αυτόν. Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, είχε να μεταδώση, με τον ασύρματό της, στην ψυχή του ποιητή – αιώνιου ταξιδευτή, ένα μήνυμα που το κρατούσε για να το μετουσιώση, ίσως, κάποτε, σε τραγούδι.

»Η απέραντη καλωσύνη του χάδευε σαν τα κυματάκια τα βότσαλα της ακτής, το γέλιο του ανάβρυζε παιδική αθωότητα, ήταν καθρέφτισμα της μεγάλης καρδιάς, που σταμάτησε πρόωρα, ενώ είχε να δώση πολλά ακόμα από τους συγκλονιστικού παλμούς της.

»Μιλούσε ήρεμα, δεν θυμάμαι να τον έζησα ποτέ σε έκρηξη θυμού. Αγαπούσε τις “καλές στιγμές” κάθε ώρας, ήξερε να μην αφήνη κενά. Διάβαζε, διάβαζε αδιάκοπα και ήταν ενημερωμένος για ό,τι συνέβαινε σε πλείστους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας

Θαλασσινός

»Στα ταξίδια του, στα μακρινά ταξίδια, (που ένα τέτοιο είχα την τύχη να κάνω μαζί του), ο ασυρματιστής Καββαδίας ήταν η ψυχή και η όαση για κάθε πνευματικό επιβάτη. Στην δουλειά του ήσαν μοναδικός, στις ελεύθερες ώρες του, υπέροχος. Η σεμνότητά του ακτινοβολούσε, η μικρόσωμη ύπαρξή του γέμιζε τον χώρο. Και τα λαμπερά μάτια του εισχωρούσαν βαθιά στην ψυχή.

»Έγινε θαλασσινός, γιατί όταν, μικρό παιδί, μπήκε κάποτε σε καράβι, γοητεύτηκε από την παράξενη μυρωδιά του πλοίου, την “καραβίλα”…Αυτό τόλεγε και το ξανάλεγε ο ίδιος. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν η απεραντοσύνη των πελάγων, η ελευθερία του ανοικτού ορίζοντα που είχαν κερδίσει την ωραία ψυχή του και στην απεραντοσύνη αυτή θα εξακολουθήση και τώρα να πλανιέται…».