Ενα πολύ ωραίο έντεχνο λαϊκό άλμπουμ κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό σε στίχους του έμπειρου Κώστα Φασουλά και μελωδίες κορυφαίων συνθετών και τραγουδοποιών: Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης, Παντελής Θαλασσινός, Γιώργος Καζαντζής, Θέμης Καραμουρατίδης, Χρυσόστομος Καραντωνίου, Γιάννης Μήτσης, Χρήστος Νικολόπουλος, Νίκος Ξυδάκης. «Οι άνθρωποι μέσα μου» ο τίτλος του και πέραν της καλλιτεχνικής του αξίας ο δίσκος ξεχωρίζει και επειδή μας συστήνει πιο επίσημα δύο εξαιρετικές νέες φωνές: τη Μαρία Αλαμανή και τον Λάμπρο Βασιλείου. Μιλήσαμε μαζί τους για τη συνεργασία τους, τα μουσικά τους βιώματα και τα όνειρά τους.
Για τη νεαρή ερμηνεύτρια, «το ταξίδι της μουσικής ξεκίνησε όταν ήμουν 6 ετών. Τότε καταλάβαμε ότι είχα μια πολύ δυνατή φωνή, την οποία δεν μπορούσα να ελέγξω. Δηλαδή, ήμουν ένα παιδάκι το οποίο φώναζε συνεχώς. Με πήγε η μητέρα μου σε φωνιάτρους, σε λογοθεραπευτές, για να μάθω να ελέγχω την ένταση αυτών που έλεγα. Ετσι όμως συνειδητοποίησα ότι έχει μουσικότητα η φωνή μου και άρχισα να τραγουδάω.
Ακουγα και το περιβάλλον μου που μου έλεγε “συνέχισε, το ‘χεις”. Γύρω στα 10-11 θυμάμαι να λέω επιτακτικά ότι έχω ανάγκη το τραγούδι, σαν τρόπο έκφρασης. Πρώτα πήγα στη χορωδία Ροζάρτε, στην οποία έζησα έξι απίστευτα χρόνια.
«Ηταν ένας χείμαρρος»
Κάναμε ταξίδια, συναυλίες εντός και εκτός Ελλάδας. Μετά μπήκε στη ζωή το μουσικό σχολείο του Αλίμου, του οποίου είμαι απόφοιτη. Κατάλαβα εκεί ότι για εμένα το τραγούδι είναι μονόδρομος.
Ξέχασα να αναφέρω ότι έπαιζε μπουζούκι ο παππούς μου. Οπότε τον πρώτο Τσιτσάνη, τον πρώτο Ζαμπέτα, τον πρώτο Βαμβακάρη τους άκουσα από αυτόν. Λίγο πριν κλείσω τα 18, χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι και ήτανε ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος είχε δει ένα βίντεο όπου τραγουδούσα τη “Ρωμιοσύνη” προσκεκλημένη με το σχολείο στη Βουλή των Ελλήνων. Με κάλεσε σπίτι του. Περάσαμε ένα μαγικό απόγευμα με την αδερφή μου μαζί του. Ηταν ένας χείμαρρος, ό,τι μου είπε το κρατώ σαν φυλαχτό. Παίρνοντας και αυτή τη σφραγίδα, αποφάσισα ακόμη πιο συνειδητά να προχωρήσω και με έφερε σε επαφή με την κυρία Μαρία Φαραντούρη, την οποία συμβουλεύομαι όποτε χρειάζεται.
Η πρώτη μου δισκογραφική εμπειρία ήταν με το “Κι εγώ σαν πόλη”, που ήταν μια διασκευή που κάναμε με αφορμή τα 40 χρόνια από τον θάνατο του Μάνου Λοΐζου, σε ένα πολύ ωραίο άλμπουμ-αφιέρωμα. Εκτοτε έχω πάρει και το πτυχίο μου στα παιδαγωγικά και τώρα είμαι έτοιμη να βουτήξω στο τραγούδι πιο δυναμικά».
Οσον αφορά τον Λάμπρο, η πρώτη του επαφή με τη μουσική έγινε όταν ήταν παιδάκι. «Ξεκίνησα να παίζω μπουζούκι, άκουγα κυρίως ρεμπέτικα, προπολεμικά κομμάτια, τα πιο σκληροπυρηνικά. Με τα χρόνια άρχισαν να με ενδιαφέρουν και άλλα όργανα, ξεκίνησα να μαθαίνω κιθάρα και κάπου κοντά στην ενηλικίωση ανακάλυψα ότι μου αρέσει και να τραγουδάω. Οπότε πήρα στα πιο σοβαρά τη μουσική. Δούλευα σε μαγαζιά στην Πάτρα, γιατί εκεί ήμουν φοιτητης, στο Οικονομικό. Μετά ήρθα στην Αθήνα κυνηγώντας το όνειρο, που λένε όλοι. Αρχισα να παίζω σε μαγαζιά εδώ στην Αθήνα, σε κάποιες μουσικές σκηνές, να συνεργάζομαι με κάποιους συνθέτες όπως η Ζωή Τηγανούρια και ο Γιάννης Ταυλάς, με τον οποίο κάναμε ωραίες βραδιές στην μπουάτ Απανεμιά».
Η προσέγγιση
Και τους δύο τους προσέγγισε ο ίδιος ο Φασουλάς και άρχισε μια συναναστροφή των τριών τους προκειμένου να φανεί αν αυτή η συνεργασία θα μπορούσε να προχωρήσει ομαλά. Αφού εδραιώθηκε η καλλιτεχνική χημεία τους, έγιναν οι απαραίτητες δοκιμές με τα τραγούδια και είδαν ποιο ταίριαζε περισσότερο στον καθένα.
Ολα τα κομμάτια είναι αξιόλογα, όμως σίγουρα ξεχωρίζουν τα δύο που υπογράφει ο Θέμης Καραμουρατίδης, «Δυο κουβέντες» και «Στάχτη και φωτιά». Η Μαρία θέλει να τονίσει εδώ «ότι ο Θέμης είναι ένας μάγος. Δηλαδή στις πρόβες που κάναμε στο σπίτι του, όταν χτίζαμε το κομμάτι ακόμα και μου έλεγε πώς να το προσεγγίσω και με καθοδηγούσε, ένιωθα ότι αλλάζω πίστα. Δηλαδή έφευγα από εκεί και ένιωθα ότι έχω προχωρήσει. Και φωνητικά και σαν άνθρωπος. Αλλαζε όλο το mindset μου». Ομως και το ομώνυμο τραγούδι, σε μουσική του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη, διαθέτει όλα τα φόντα για να ακουστεί και να αγαπηθεί, το ίδιο και «Το δέντρο» (Γιάννης Μήτσης), οι «Αδειες κερκίδες» (Χρήστος Νικολόπουλος) και το «Αγκίστρι» (Χρυσόστομος Καραντωνίου).
Στα ακούσματα της Μαρίας συναντούμε μια ευρεία γκάμα: «Βίκυ Μοσχολιού, Μαρία Φαραντούρη, Φλέρυ Νταντωνάκη, Πόλυ Πάνου, Τζένη Βάνου· φυσικά Χάρις Αλεξίου και Δήμητρα Γαλάνη. Παράλληλα λατρεύω τη ραπ σκηνή – Bloody Hawk, ΛΕΞ, Λόγος Τιμής, Jamal, Δράμα Κωμικού. Τους θεωρώ σύγχρονους ποιητές και ονειρεύομαι κάποτε να βρεθεί η φωνή μου δίπλα τους». Ο Λάμπρος ξεχωρίζει τον Θανάση Παπακωνσταντίνου – «συμμετέχω μάλιστα στον επερχόμενο λαϊκό δίσκο του με δύο τραγούδια, είναι και υπέροχος άνθρωπος, αυτό που βγάζει στα τραγούδια του αυτό είναι και σαν προσωπικότητα» αποκαλύπτει. Θαυμάζει επίσης τον Σωκράτη Μάλαμα, έχει αδυναμία στον Νίκο Παπάζογλου, αγαπάει τον Μανώλη Λιδάκη, τον Ορφέα Περίδη, αλλά και κλασικές ανδρικές λαϊκές φωνές – Καζαντζίδη, Διονυσίου, Μπιθικώτση, Αγγελόπουλο.
Στην πρόσφατη ζωντανή παρουσίαση του άλμπουμ, η Αλαμανή και ο Βασιλείου έδειξαν ότι έχει γίνει μόνο η αρχή. Μένει να αποδειχθεί αν οι δύο νεαροί ερμηνευτές θα μπορέσουν να γίνουν και οι ίδιοι «οι άνθρωποι μέσα μας» τα επόμενα χρόνια· το πρώτο στοίχημα ωστόσο έχει ήδη κερδηθεί.



