Γνωστός για την ικανότητά του να «παίζει» με τις αφηγηματικές συμβάσεις ερευνώντας θέματα προσωπικής και συλλογικής μνήμης και ιστορίας με νοσταλγικό αλλά «λοξό» τόνο, ο πορτογάλος σκηνοθέτης Μιγκέλ Γκόμες («Tabu», «Χαμένος Παράδεισος», η τριλογία «Αραβικές νύχτες») παρουσιάζει την τελευταία μεγάλου μήκους ταινία του, «Γκραν Τουρ», η οποία έκανε πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό Τμήμα του περσινού Φεστιβάλ Καννών όπου κέρδισε το Bραβείο Σκηνοθεσίας.
Και μας καλεί σε μια γεωγραφική περιήγηση μέσα από τις εικόνες της σύγχρονης Ασίας, «παντρεύοντάς» την με την περιοδεία που ακολουθούν μια γυναίκα (Κρίστα Αλφαϊάτε) και ένας άντρας (Γκονσάλο Γουάντιγκτον) σε μια Ασία περασμένων εποχών (1918). Το αποτέλεσμα είναι χαοτικό, μυστηριώδες και πάρα πολύ ελκυστικό στην όψη.
Ας ξεκινήσουμε από την ιδέα του ταξιδιού – στην ιστορία αλλά και ως κινηματογραφική εμπειρία. Ποια ήταν η αφετηρία της ως ιστορίας και ποιοι ήταν για εσάς οι σημαντικότεροι σταθμοί της ως κινηματογραφικής εμπειρίας;
«Το να αποφασίσω να κάνω μια ταινία είναι για μένα σαν να ξεκινάω ένα ταξίδι. Κάθε ταινία είναι ένα ταξίδι. Αλλά ένα από εκείνα τα ταξίδια που ενώ αποφασίζεις πότε και πού ξεκινά, δεν μπορείς εκ των προτέρων να πεις πότε ή πού τελειώνει. Στην περίπτωση του “Γκραντ Τουρ” ξεκινήσαμε με μια κατάσταση – ένας γαμπρός έφυγε από τη νύφη του, η νύφη έτρεχε πίσω από τον γαμπρό της – και ξέραμε επίσης το δρομολόγιο που θα ακολουθούσαν σε όλη την Ασία. Ξεκινήσαμε τη διαδικασία κάνοντας μόνοι μας αυτό το δρομολόγιο πριν καν γράψουμε το σενάριο. Και γυρίσαμε σκηνές από αυτό το δρομολόγιο. Η ιδέα ήταν να συλλέξουμε εικόνες και ήχους από το ταξίδι μας που θα συμπεριλαμβάνονταν στην ταινία και θα σχετίζονταν με ό,τι θα συνέβαινε στην ιστορία. Οι σκηνές των χαρακτήρων θα γυρίζονταν αργότερα, στο στούντιο, και η ιστορία τους θα εξελισσόταν σε μια στυλιζαρισμένη και τεχνητή Ασία το έτος 1918. Αλλά τα πλάνα που τραβούσαμε στο ταξίδι μας ήταν από σήμερα, προφανώς».
Μιλήστε μας λίγο για τους σταθμούς αυτού του ταξιδιού.
«Κάναμε το ταξίδι τις πρώτες εβδομάδες του 2020, αλλά σταματήσαμε προτού ολοκληρώσουμε τη διαδρομή που είχαμε στο μυαλό μας. Εχουμε γυρίσει στη Μιανμάρ, στη Σιγκαπούρη, στην Ταϊλάνδη, στο Βιετνάμ, στις Φιλιππίνες και στην Ιαπωνία. Αλλά δεν μπορούσαμε να μπούμε στην Κίνα λόγω του κορωνοϊού. Επιστρέψαμε στη Λισαβόνα και γράψαμε το σενάριο ελπίζοντας να συνεχίσουμε το ταξίδι και τα γυρίσματά μας το συντομότερο δυνατόν. Ωστόσο, η άδεια για να τραβήξουμε πλάνα στην Κίνα θα μας δινόταν μόνο δύο χρόνια μετά, το 2022. Τα πλάνα στην Κίνα είναι γυρισμένα εξ αποστάσεως. Υπήρχε ένα κινεζικό συνεργείο το οποίο καθοδηγούσα από τη Λισαβόνα».

Ο Μιγκέλ Γκόμες.
Στο Φεστιβάλ των Καννών, πέρυσι, αναφέρατε ότι σε αυτή την ταινία έχετε εν μέρει επηρεαστεί από ένα ταξιδιωτικό βιβλίο του Σόμερσετ Μομ. Πώς θα περιγράφατε αυτή την επιρροή;
«Η ιδέα της ιστορίας και του δρομολογίου πάρθηκαν από το βιβλίο του Μομ “A Gentleman in the Parlour” και μάλιστα την παραμονή του γάμου μου, όταν η ταινία αυτή άρχισε να παίρνει μορφή μέσα μου. Το βιβλίο δεν είναι μυθιστόρημα, αλλά ένα ταξιδιωτικό βιβλίο της δεκαετίας του 1930. Υπάρχουν δύο σελίδες όπου λέει ότι γνώρισε έναν Βρετανό στη Βιρμανία που του είπε ότι ήταν ο πρωταγωνιστής μιας ιστορίας παρόμοιας με αυτήν που βλέπουμε στην ταινία. Αλλά, ακόμα κι αν στο βιβλίο φαίνεται να είναι αληθινή ιστορία, αφού κάναμε μια μικρή έρευνα, δεν την πιστεύουμε. Για μένα και τους σεναριογράφους της ταινίας φαίνεται ότι ήταν σαν ένα αστείο του συγγραφέα για τους άντρες και τις γυναίκες. Αντρες ίσον δειλοί, γυναίκες ίσον πεισματάρες».
Οταν συζητήσατε την ιδέα αυτής της ταινίας με τους βασικούς ηθοποιούς, πώς προτείνατε να προσεγγίσουν το θέμα (αν το κάνατε);
«Προσπάθησα να απαντήσω στις ερωτήσεις των ηθοποιών αλλά δεν με ρωτούσαν και τόσα πολλά… Ετσι κι αλλιώς θα είχα κάποιες δυσκολίες να τις απαντήσω. Τους μίλησα λίγο για τις αμερικανικές κωμωδίες screwball στις δεκαετίες του 1930 και του 1940. Για το πώς ο Κάρι Γκραντ και η Κάθριν Χέπμπορν παίζουν με τόσο αντινατουραλιστικό τρόπο σε αυτές τις κωμωδίες όπως το “Bringing Up Baby” του Χάουαρντ Χοκς».
Η έννοια της αέναης κίνησης είναι εμφανής στο «Γκραντ Τουρ». Θα λέγατε ότι παίζει ρόλο και στη συνολική φιλοσοφία σας στη ζωή;
«Νομίζω ότι ο κινηματογράφος δεν πρέπει να μοιάζει με τη ζωή. Ομως κάνοντας μια ταινία δεν μπορούμε να σταματήσουμε τη ζωή μας και έτσι εμφανίζεται ξανά στην ταινία. Η κίνηση στην οποία αναφέρεστε είναι η κίνηση της ζωής η οποία αναδιοργανώνεται από τον κινηματογράφο. Δεν ξέρω αν αυτό είναι φιλοσοφικό ή πρακτικό… Ισως και τα δύο».
Για πολλά χρόνια ο πορτογαλικός κινηματογράφος τέχνης συνδέθηκε βαθιά με το όνομα Μανοέλ ντε Ολιβέιρα. Πόσο έχει επηρεάσει αυτός ο δημιουργός τη δική σας κινηματογραφική άποψη, αν όντως το έκανε;
«Ο Ολιβέιρα ήταν ένας πολύ σημαντικός σκηνοθέτης για μένα αλλά όταν ήμουν νέος δεν το γνώριζα και τόσο πολύ προτιμώντας εκείνη την περίοδο έναν άλλο σπουδαίο πορτογάλο σκηνοθέτη, τον Ζοάο Σεζάρ Μοντέιρο. Στη δεκαετία του 1960, ο Ολιβέιρα με το αριστούργημα “Acto da Primavera” έκανε μια θεμελιώδη ταινία που συνδυάζει το φανταστικό με την πραγματικότητα. Είναι η παράσταση ενός πάθους του Χριστού από τους κατοίκους ενός μικρού χωριού στη Βόρεια Πορτογαλία.
Επηρέασε πολύ τη δουλειά μου. Και έκανε επίσης στη δεκαετία του 1970 μια άλλη ταινία, το “Amor de Perdição”, ίσως το αριστούργημα ολόκληρου του πορτογαλικού κινηματογράφου. Είναι η διασκευή ενός βιβλίου του ρομαντικού συγγραφέα Καμίλο Καστέλο Μπράνκο. Η χρήση της off αφήγησης που χρησιμοποιείται εκεί ήταν επίσης πολύ επιδραστική για μένα».
INFO Η ταινία «Γκραν Τουρ» προβάλλεται στις αθηναϊκές αίθουσες Αστορ, Newman, Ταινιοθήκη της Ελλάδας και Γαλαξίας.



