Η Λυδία Κονιόρδου επιστρέφει στο αρχαίο δράμα, που έχει υπηρετήσει με αφοσίωση και επιτυχία, μέσω ενός σύγχρονου κειμένου: Ερμηνεύει την Ωραία Ελένη στον μονόλογο «Ελένη, η δίκη μιας πόρνης» του Μιγκέλ Ντελ’ Αγκο, σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη. Και επιχειρεί να αποκαταστήσει την τιμή της. Εμπνευσμένος από τα «Ελένης Εγκώμιον» του Γοργία, «Ελένη» του Ευριπίδη και «Ιλιάδα» του Ομήρου, ο ισπανός συγγραφέας τη μεταφέρει ενώπιον ενόρκων. Στην περιοδεία (από 10/7) τη Λυδία Κονιόρδου συνοδεύει ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, ο κιθαρίστας του ροκ συγκροτήματος Τρύπες.
Για την τιμή της Ωραίας Ελένης λοιπόν…
«Ναι. Και έχει ενδιαφέρον γιατί αφορά το ποιος γράφει την ιστορία. Γιατί τη διδασκόμαστε όπως τη θέλουν οι νικητές, οι ισχυροί. Συχνά καταντάει προπαγάνδα, όχι αλήθεια. Δημιουργεί φανατισμό, παρωπίδες, μίσος. Η ιστορία θα έπρεπε να αποκαλύπτει τα πράγματα, να ενώνει – όπως στον Θουκυδίδη. Να μην είναι μονόπλευρη. Ο συγγραφέας έχει μελετήσει τον μύθο της Ελένης, τις διαφορετικές προσεγγίσεις και έχει βρει τα στοιχεία εκείνα που στηρίζουν αυτό που λέει ο Σεφέρης – «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη». Οτι δηλαδή χρησιμοποίησαν την Ελένη και την ομορφιά της για τους ληστρικούς τους στόχους. Οτι η Ελένη ήταν άλλοθι».
Τι δεν γνωρίζουμε για εκείνη;
«Οτι βιάστηκε 9 χρόνων από τον Θησέα, ότι στα 14 την πάντρεψαν με το ζόρι με τον Μενέλαο. Οτι το πρώτο παιδί που έκανε με τον Θησέα της το άρπαξαν και το παρουσίασαν ως παιδί της Κλυταιμνήστρας. Υπάρχει η εκδοχή ότι η Ιφιγένεια μπορεί να είναι κόρη της Ελένης. Οτι το παιδί της με τον Μενέλαο, η Ερμιόνη, στην ουσία ήταν και αυτό μέσω βιασμού. Η ίδια δεν ήθελε τον Μενέλαο, δεν τον αγαπούσε. Και έτσι επιβεβαιώθηκε η βία πάνω στο σώμα της για δεύτερη φορά. Το μεγάλο της σφάλμα ήταν ότι ερωτεύτηκε και ακολούθησε έναν άνδρα που της φάνηκε ο πιο όμορφος του κόσμου. Αυτό δεν της το συγχώρησε η Ιστορία, ενώ συγχώρησε τον Αγαμέμνονα που έσφαξε τον πρώτο άνδρα της Κλυταιμνήστρας και θυσίασε το πρώτο της παιδί. Δεν είναι μόνο το μίσος της Κλυταιμνήστρας για τη θυσία της Ιφιγένειας, υπάρχει και κάτι βαθύτερο. Αρα, το ποιος γράφει την Ιστορία έρχεται και ξανάρχεται».
Η Ελένη όμως δεν έχει καταγραφεί ως θύμα. Λόγω ομορφιάς;
«Η Ελένη είναι ένα αρχέτυπο που έφτιαξαν, βεβαίως, οι άνδρες και είναι πίσω απ’ όλες τις όμορφες γυναίκες. Ενα στερεότυπο αιώνων. Οτι η όμορφη γυναίκα θα σε προδώσει, θα σε πουλήσει, θα πάει με τον ένα και τον άλλον, ότι είναι απορροφημένη από την ομορφιά της, ότι δεν έχει και πολύ μυαλό. Βλέπουν με καχυποψία μια όμορφη γυναίκα όταν πρόκειται να αναλάβει υπεύθυνα πόστα. Ενώ όλος ο πολιτισμός είναι φτιαγμένος ώστε να ωθεί τις γυναίκες να είναι όμορφες, να είναι αρεστές στο ανδρικό φύλο. Ολόκληρη βιομηχανία στηρίζεται πάνω σε αυτό, ώστε οι γυναίκες να είναι Ελένες. Ταυτόχρονα υπάρχει μεγάλη υποτίμηση στη γυναίκα που ακολουθεί αυτές τις συντεταγμένες. Δεν είναι παράνοια και υποκρισία; Η σημερινή παράνοια είναι ότι βλέπουμε κοριτσάκια να εξελίσσονται σε Bimbo, να μιμούνται λόγω/μέσω Ιντερνετ. Το σύστημα τις ωθεί να μπουν σε αυτή την κρεατομηχανή αναπαραγωγής προτύπων. Ταυτόχρονα τις πουλάει, τις υποτιμά. Δυστυχώς είναι και οι άνδρες εγκλωβισμένοι σε αυτό».
Ζήτημα πολιτισμού;
«Πράγματι, το έργο πιάνει αυτά τα καίρια θέματα του πολιτισμού μας, καθώς και το πώς οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το θείο για να ερμηνεύσουν τις δικές τους φρικτές πράξεις, όπως με τον χριστιανισμό, τον Μωάμεθ ή τον Δία. Ο πολιτισμός αυτός έχει χτιστεί πάνω στο μίσος, τη λεηλασία, την υποκρισία. Εγώ αυτό το λέω και το νιώθω κάθε φορά που πηγαίνω στα μεγάλα μουσεία του κόσμου. Ταυτόχρονα με τη λαχτάρα μου να δω τα σπουδαία εκθέματα, αισθάνομαι ότι πολλά είναι αποτέλεσμα αρπαγής. Τα έχουν αφαιρέσει από τον οργανικό τους χώρο. Πιστεύω ότι τα αρχαία μας θα επιστραφούν. Είναι τόσο εξόφθαλμα άδικο. Θα έρθει μια ευνοϊκή στιγμή μεταξύ των κυβερνήσεων Ελλάδας – Αγγλίας. Γιατί είναι καθαρά πολιτική απόφαση».
Ποια Ελένη βλέπουμε στη σκηνή;
«Μια Ελένη μετά από χρόνια, τιμωρημένη με την αιώνια φθορά. Αναρωτιέται αν την αναγνωρίζουν. Δεν είναι η Ωραία Ελένη της Τροίας. Και αυτή είναι η τιμωρία της. Τόλμησε να αγγίξει τη θεία ομορφιά, και αυτό αντανακλά στη σύγχρονη γυναίκα. Σε πολλές περιπτώσεις, ελπίζω όχι τόσο συχνά πια, η γυναίκα δεν επιλέγει τον άνδρα της, αλλά πουλιέται. Οπότε το θέμα του νόμιμου βιασμού το κουβαλάνε πολλές σαν μνήμη – κάποιες υποκρίνονται πως απολαμβάνουν τον έρωτα με τον άνδρα τους για να μην του κλονίσουν την αυτοπεποίθηση. Ολα αυτά θίγονται στο έργο».
Γιατί «Η δίκη μιας πόρνης»;
«Η Ελένη επιθυμεί να δημιουργήσει τις συνθήκες ενός δικαστηρίου όπου θα πει την ιστορία της μπροστά στο κοινό – τους ενόρκους. Αν την αθωώσουν, θέλει να ζητήσει αντάλλαγμα».
Εχετε μεγαλώσει, νομίζω, σε μητριαρχική οικογένεια…
«Πράγματι. Δεν αισθάνθηκα ποτέ υποδεέστερη των ανδρών όταν ανέλαβα διοικητικές-διευθυντικές θέσεις, σκηνοθέτησα, δίδαξα ή στο υπουργείο. Θεωρώ τον εαυτό μου ο/η άνθρωπος, όπως λέει και η ποιήτρια. Και επειδή το εκπέμπω ουδέποτε αισθάνθηκα ότι πρέπει να το αποδείξω. Ωστόσο, και σήμερα, για να αναλάβουν θέσεις ισχύος οι γυναίκες, πρέπει να γίνουν τραβεστί, να μεταμορφωθούν σε άνδρες – για να επιβιώσουν και να τις δεχτεί το ανδρικό κατεστημένο. Είναι πολύ βαθιά ριζωμένη η υποτίμηση της γυναίκας».
Δύσκολο να αλλάξει;
«Η δύναμη της βαρύτητας, η δύναμη του θανάτου, δηλαδή, είναι τόσο δυνατή. Χρειάζεται να καταβάλεις μεγάλη προσπάθεια για να πετάξεις πάνω από τη βαρύτητα στην οποία σε ωθεί ένα ολόκληρο σύστημα. Αυτή είναι η πρόκληση της εποχής μας. Οσα συμβαίνουν είναι δείγματα φθοράς του πολιτισμού μας, ο οποίος μπορεί να έχει ήδη τελειώσει και να μην το ξέρουμε – να εξωραΐζουμε ένα πτώμα. Είναι δυνατόν να βλέπουμε αυτό που συμβαίνει στη Γάζα, στα Τέμπη ή αυτό που έγινε στην Πύλο με το ναυάγιο;».
Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο;
«Από τις πρώτες μας συναντήσεις με τον Χρήστο Σουγάρη φάνηκε η επιθυμία συνομιλίας με έναν μουσικό επί σκηνής. Ο Μπάμπης είναι ένας σπουδαίος μουσικός, ένας ιδιαίτερος συνθέτης και ένας πολύ σεμνός άνθρωπος».
Διατηρείτε έναν ρομαντισμό γύρω από το θέατρο;
«Οχι. Δεν είναι ρομαντισμός πια. Είναι σαν το θέατρο να είναι η καταφυγή της απελπισίας – η τέχνη γενικότερα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι το θέατρο θα περάσει διάφορες φάσεις, αλλά δεν θα πεθάνει ποτέ. Αν το θέατρο τελειώσει, θεωρώ ότι θα τελειώσει και ο άνθρωπος».
«Η Γη της Ελιάς» και στην Κρήτη
«Ο ρόλος της Μαργαρίτας λες και ήταν παραγγελία για εμένα – η μεγάλη μου αγάπη είναι να ασχολούμαι με τη φύση. Αισθανόμουν ότι είχα κάνει έναν μεγάλο κύκλο στο θέατρο κι ότι ήμουν έτοιμη να ασχοληθώ με την κάμερα. Αυτό μεταφέρθηκε στον Αντρέα (σ.σ.: Γεωργίου) και όταν μου έκανε την πρόταση, πριν μου πει τι θα παίξω, δέχτηκα. Περνάω καλά στη σειρά, δεν με έχει κουράσει. Θα συνεχίσω για 5η σεζόν. Τώρα θα πάρουμε και ελαιώνες στην Κρήτη… Με τα χρόνια έχουμε γίνει όλοι μια οικογένεια – τεχνικοί, ηθοποιοί. Το νιώσαμε έντονα όταν χάθηκε ο Νίκος Γαλανός, πόσο δεμένοι ήμασταν».