Είναι δύσκολο να συναντήσεις την Ξένια Καλογεροπούλου και να μη θαυμάσεις τη δύναμη, τη δημιουργικότητα και τη διάθεσή της για ζωή και θέατρο. Παρά το σοβαρό πρόβλημα με την όρασή της που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια, έχει βρει την ισορροπία της. Εχει άλλωστε τόσα ενδιαφέροντα, με πρώτο το θέατρο για παιδιά, στο οποίο υπήρξε πρωτοπόρος. Της χρωστάμε πολλά για αυτή τη μεγάλη Μικρή Πόρτα που άνοιξε. Γράφει, μεταφράζει, διαβάζει και παίζει. Στις 11 Οκτωβρίου την περιμένει μια ακόμα πρεμιέρα: Στο θέατρο Μουσούρη με το έργο «The Humans» του Στίβεν Καράμ, σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Πάμε λοιπόν…

Κυρία Καλογεροπούλου, γιατί επιλέξατε το «The Humans»; Είχατε κι άλλες προτάσεις νομίζω.

«Η αλήθεια είναι ότι όταν ήρθε ο Κωνσταντίνος (Μαρκουλάκης), με τον οποίο έπαιζα παλιά, τον είχα μικρό στην Πόρτα, χάρηκα πολύ. Πράγματι, μου είχε προτείνει η Γεωργία Μαυραγάνη να παίξω στον Στρίντμπεργκ που θα ανέβαζε στο Εθνικό, αλλά δεν ήξερε πότε ακριβώς – τελικά πάει τον Ιανουάριο του ΄24.

Μου αρέσει η δουλειά του Κωνσταντίνου. Οταν μου το πρότεινε, το δέχτηκα χωρίς να έχω διαβάσει το έργο. Χάρηκα και με όλη την παρέα – τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο τον είχα στην «Ελίζα», τη Θέμιδα Μπαζάκα, τα νεότερα παιδιά, εξαιρετικός θίασος».

Τι πραγματεύεται;

«Δεν είναι εύκολο να μιλήσω για το έργο – αφορά σχέσεις ανθρώπων μέσα σε μια οικογένεια, μισοευτυχισμένοι – μισοδυστυχισμένοι, όπως η ζωή μας. Ο συγκεκριμένος ρόλος είναι περίεργος, δύσκολος. Είμαι η γιαγιά της οικογένειας, που δεν καταλαβαίνει τίποτα – κάθομαι σε αναπηρική πολυθρόνα. Νιώθει αλλά δεν μπορεί να εκφρασθεί.

Μιλάω αλαμπουρνέζικα. Αλλά πώς είναι τα αλαμπουρνέζικα; Πώς είναι αυτή η γυναίκα όταν μιλάει; Την πρώτη μέρα με έπιασε απελπισία ότι δεν μπορώ να το κάνω. Μετά σκέφτηκα πώς μιλάνε τα παιδιά όταν είναι μικρά που δεν μπορούν αλλά θέλουν να σου τα πουν όλα. Αυτό είναι το κλειδί».

Γράφετε και καινούργιο βιβλίο;

«Ναι, το τελείωσα και το παρέδωσα. Ο τίτλος δηλώνει και το περιεχόμενό του: «Πριν τα ξεχάσω, μισός αιώνας θέατρο για παιδιά». Αρχίζει από το ΄72 που πρωτόκανα παράσταση για παιδιά – τον «Πινόκιο» – και αφορά τη Μικρή Πόρτα. Αλλά μέσα εκεί μπαίνουν και προσωπικά και άλλα. Γιατί ακολουθεί τη ζωή μου εδώ και πενήντα χρόνια.

Το βιβλίο μού το παρήγγειλε ο Γιάννης Μόσχος (καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου). Μου έδωσε μια συνεργάτιδα, την Τζούλια Διαμαντίδη, εξαιρετική, για να με βοηθήσει στο γράψιμο. Μόνη μου δεν θα μπορούσα. Μου πήρε δέκα μήνες. Θα το επιμεληθούν και θα βγει. Ηταν μια εντατική δουλειά. Κι είναι πολύ καλό το βιβλίο – ή είμαι ψωνάρα ή είναι πολύ καλό, ή «και τα δύο», όπως μου είπε ένας φίλος μου».

Το γράψιμο μοιάζει να είναι το πιο ισχυρό σας στοιχείο…

«Μου άρεσε από το σχολείο. Αισθανόμουν ωραία με τις εκθέσεις. Τότε έκανα παρέα με τη Μαρίνα την Καραγάτση και θυμάμαι να με ρωτάει ο μπαμπάς της, ο Καραγάτσης, «τι θες να κάνεις όταν μεγαλώσεις;», και να του λέω «δεν ξέρω ακόμα, αλλά μου αρέσει να γράφω». «Exεις κάτι να πεις;»; «Δεν ξέρω» του λέω. «Ε τότε μη γράψεις»…

Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γράψω τόσα πολλά, σύντομα θα βγει κι ένα παραμύθι. Το παιδικό θέατρο και το γράψιμο αποδείχτηκαν πολύ σημαντικά για μένα».

Πως ξεκινήσατε με το παιδικό;

«Από μια στεναχώρια, από ένα ψυχοπλάκωμα μέσα στη δικτατορία. Ηθελα να κάνω κάτι φρέσκο, αλλιώτικο. Και σκέφτηκα μήπως κάνω μια παράσταση για παιδιά, δεν είχα δει ποτέ ως τότε. Το συζήτησα μάλιστα με τον Σταμάτη (Φασουλή), τρώγαμε σε μια ταβέρνα, του φάνηκε ωραία ιδέα. Ούτε που φανταζόμουν πόση σημασία θα έπαιρνε στη ζωή μου. Είναι πιο σημαντικό από το τι έκανα σαν ηθοποιός. Κι είμαι αρκετά περήφανη που έγινε και συνεχίζεται. Δύο άνθρωποι έπαιξαν ρόλο σε σχέση με την Πόρτα, ο ένας ήταν ο Μικρούτσικος που μας έδωσε την οικονομική δυνατότητα και ο άλλος ο Λούκος με τον οποίο συνεργαστήκαμε.

Με την κρίση κλείσαμε το θέατρο, δεν είχαμε λεφτά. Οταν ξανάνοιξε έδωσα την ευθύνη στον Θωμά (Μοσχόπουλο). Με ανακούφισε. Είναι ένας νεότερος άνθρωπος με ιδέες, με φοβερό ταλέντο. Τώρα ανεβάζει το «Νησί των Θησαυρών»».

Είχατε καλή σχέση με τα παιδιά;

«Τα πήγαινα πολύ καλά γενικώς. Μου λένε μερικοί ότι το έκανα γιατί δεν έκανα παιδιά. Δεν είναι έτσι. Εγώ νόμιζα ότι θα κάνω παιδί και θα το έχω και στην πρόβα δίπλα μου. Δεν τα κατάφερα όμως. Κάποια στιγμή το αποδέχτηκα, αλλά για κάποια χρόνια ήταν το δράμα μου. Τώρα καμιά φορά λέω ίσως και καλύτερα…».

Γιατί θέλατε δικό σας θέατρο;

«Ηθελα την Πόρτα για να στεγάσω το παιδικό, να έχει ένα δικό του χώρο. Αλλά μετά, αφού είχα το θέατρο ξανάγινα θιασάρχης, μόνη μου πια. Αλλά δεν ήταν για μένα αυτό. Εγώ ήμουν φτιαγμένη για να δουλεύω ομαδικά. Για αυτά έχω χαρεί. Τα περισσότερα από αυτά που έχω κάνει στο θέατρο είναι πράγματα στα οποία δεν ήμουν πια θιασάρχης. Με τον Λευτέρη, με τον Χουβαρδά, με τον Θωμά στο Αμόρε… Αυτό μου πήγαινε».

Οχι θιασάρχης;

«Δεν ήταν καλή ιδέα να γίνω θιασάρχης – μπλέξαμε τότε με τον Γιάννη (Φέρτη), κάναμε θίασο, μας άρεσε. Επρεπε όμως αντί για αυτό να ψάξω τη δουλειά μου. Μέσα στην ομάδα αισθάνθηκα το είδος του ηθοποιού που ήθελα να είμαι. Πρωταγωνίστρια δεν μου πάει, εμένα μου πάει να χώνομαι μέσα στην παρέα και να γίνομαι ένα με όλους, να μην έχω τον νου μου στα υπόλοιπα, που μου προκαλούν άγχος. Πιο πολλά έμαθα αργότερα, με τον Σταμάτη, με τον Θωμά, τον Μίνω Βολανάκη, βέβαια, με τους σκηνοθέτες».

Οι σπουδές σας δεν έπαιξαν ρόλο;

«Αν και δεν έχει νόημα τώρα, πήγα σε μια πολύ κακή σχολή στο Λονδίνο γιατί δεν έμαθα τίποτα. Εγώ ήθελα να πάω στον Κουν αλλά ο μπαμπάς μου δεν με άφησε. Δυστυχώς δεν το σκέφτηκα επιστρέφοντας στην Ελλάδα. Είχα παίξει σε έναν γαλλικό θίασο και νόμιζα ότι ήμουν και γαλλίδα και πρωταγωνίστρια… Οπότε πίστευα ότι δεν το χρειαζόμουν. Λάθος μου. Γιατί τελικά έκανα πάρα πολλά χρόνια να μάθω όλα αυτά που έπρεπε σαν ηθοποιός. Στα γεράματα κατάλαβα πράγματα για το θέατρο».

Τώρα πηγαίνετε θέατρο;

«Λίγο, αλλά σπανίως ευχαριστιέμαι – άμα δεν βλέπεις…».

Πώς διαχειρίζεστε το πρόβλημα με την όρασή σας;

«Θυμάμαι προετοιμαζόμουν για μια παράσταση και ένα απόγευμα που πήγαινα στην πρόβα, βγαίνοντας από το ταξί, ήταν ξαφνικά νύχτα. Είχα στραβωθεί. Παλαιότερα είχα πάθει γλαύκωμα, χειρουργήθηκα στην Αγγλία. Μου είχε ήδη κάνει μια ζημιά, αλλά δεν με εμπόδιζε να διαβάζω, να βλέπω τηλεόραση. Τότε στις πρόβες είχα αρχίσει να έχω κάποιο πρόβλημα που τελικά αποδείχτηκε ωχρά κηλίδα. Και ξαφνικά σε μια μέρα δεν μπορούσα να δω. Μεγάλο σοκ.

Πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια για να προσαρμοστώ και να σε βλέπω τώρα απέναντί μου, σαν σιλουέτα, να βλέπω τη γάτα μου κι όταν μάλιστα βάζει το προσωπάκι της πολύ κοντά μου, να βλέπω και τα ματάκια της. Η μεγάλη διαφορά είναι στο διάβασμα, βασικό για μένα γιατί ζούσα με τα βιβλία. Νονός μου ήταν ο Κάουφμαν κι από μικρή πήγαινα στο βιβλιοπωλείο του και έπαιρνα βιβλία, γαλλικά κυρίως. Και ξαφνικά αυτό σταμάτησε. Είναι πολύ σημαντικό που μπορώ να ακούω τα βιβλία κι έτσι συνεχίζω».

Πώς καταφέρατε να προσαρμοστείτε;

«Πέρυσι είχα πάθει μεγάλο ψυχικό πρόβλημα. Ημουν ανυπόφορη, απελπισμένη. Αλλά φέτος είπα τι ωραία που βλέπω αυτά που βλέπω. Εχω αλλάξει πολύ και αρχίζω να χαίρομαι αυτά που μπορώ να χαίρομαι. Πάω για κολύμπι, προσπαθώ να κινούμαι, να περπατάω, αλλά βαριέμαι κιόλας. Οταν δεν βλέπεις δεν έχεις όρεξη να περπατάς. Μπορώ να κάθομαι πολλή ώρα με κλειστά μάτια, να σκέφτομαι».

Από πού αντλείτε αυτή τη δύναμη;

«Πιάνομαι από τα πράγματα που έχουν σημασία και που μπορώ να κάνω. Αναγκαστικά αντιμετώπισα τις δυσκολίες που ήρθαν: Τα χρόνια που προσπαθούσα να κάνω παιδί, τα προβλήματα με τη δουλειά, ο χωρισμός μου με τον Γιάννη. Αλλά μου έτυχε το καλό να γνωρίσω τον Κωστή (Σκαλιώρα) μετά. Ο καθένας έχει φουρτούνες στη ζωή του. Αλλά τελικά, δεν είμαι βράχος, όπως μου λένε μερικοί, είμαι ποτάμι.

Μια ρωσίδα συγγραφέας που αγαπάω πολύ, η Νίνα Μπερμπέροβα, γράφει «είμαι ποτάμι και προχωράω και μαζεύω στον δρόμο μου». Ετσι είμαι κι εγώ… Μαζεύω πράγματα που με ενδιαφέρουν και με βοηθάνε. Πέρυσι στον «Θείο Βάνια» μού  έλεγαν ότι δεν φαινόταν πως είμαι τυφλή. Εγώ έβλεπα τους ηθοποιούς σαν μια σκιά και φανταζόμουν την έκφρασή τους, τι παίρνουν από μένα, τι τους δίνω».

Σας λείπει ο Κωστής Σκαλιώρας;

«Ο Κωστής είναι πάντα δίπλα μου. Του μιλάω, μιλάω στο άδειο μαξιλάρι του. Ηταν κάτι πολύ σημαντικό και ήταν μεγάλη τύχη να βρεθούμε σε μια δεύτερη φάση της ζωής μας. Θυμάμαι μια φορά είχαμε πάει να φάμε στο σπίτι του Κωστή, εκείνος τότε παντρεμένος με την Κάτε κι εγώ με τον Φέρτη. Γυρίζοντας στο σπίτι ο Γιάννης μού λέει «ένας τέτοιος θα σου ταίριαζε καλύτερα»… Πού να φανταζόταν μετά. Με τον Γιάννη κρατήσαμε καλές σχέσεις. Οχι κακία, όχι μίσος, πόνος ναι».

Γυρίζετε πίσω στο παρελθόν;

«Είχα πάντα μια τεράστια νοσταλγία για τα παιδικά μου χρόνια. Τα θυμάμαι με λεπτομέρειες, ως τα δώδεκα. Στα δώδεκα ξαφνικά γκρεμίστηκε το σπίτι μου, χώρισαν οι γονείς μου, ενηλικιώθηκα σε μια μέρα. Ο Κλάιστ γράφει στο βιβλίο του «Μαριονέτες» ότι είναι ανώφελο να έχουμε νοσταλγία για την παιδική μας ηλικία, πάει αυτή, τέλειωσε, από τη στιγμή που φάγαμε έναν καρπό από το δένδρο της γνώσης. Μόνον αφού ζήσουμε, υποφέρουμε, αμαρτήσουμε, χαρούμε, λυπηθούμε, κάποια στιγμή μπορεί να μπαίνουμε από μια πίσω πόρτα λίγο στον παράδεισο. Το βρίσκω πολύ σωστό.

Θυμάμαι πάντα τη στιγμή που άλλαξε τη ζωή μου. Ηταν εντελώς ξαφνικό. Θυμάμαι τη μαμά μου που μου είπε την τρομερή φράση «Ο μπαμπάς σου δεν μας θέλει» – δεν ήταν και πολύ πετυχημένη. Είχε τον καημό της η μητέρα μου αλλά δεν μου είπε «ο μπαμπάς σου δεν με θέλει πια», αλλά «δεν μας θέλει». Κι αυτό το σπίτι που ήταν υπέροχο διαλύθηκε. Φύγαμε, περάσαμε πολύ δύσκολα.

Με τον πατέρα μου είχα καλές σχέσεις αλλά όχι εκείνες που θα ΄πρεπε. Απλώς τον είχα εκεί, τον θαύμαζα και έλεγα «όλα καλά». Η μαμά μου και το σπίτι ήταν τα βασικά. Αλλά φύγαμε. Στην αρχή μέναμε συγκατοικία με άλλους, σε ένα διαμέρισμα φρικτό, στην Κυψέλη – δεν είχαμε ούτε μπάνιο ούτε κουζίνα.

Ο μπαμπάς ήταν bon viveur, αγαπούσε τη ζωή, τα ωραία πράγματα, τις ωραίες γυναίκες. Δεν είναι ότι δεν του άρεσα, απλώς του ήμουν περιττή. Αργότερα άρχισε να καμαρώνει για μένα. Αλλά δεν είπαμε ποτέ κάτι προσωπικό και μου λείπει αυτό».

Παίζουν: Θέμις Μπαζάκα, Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Μαρία Πετεβή, Ειρήνη Μακρή και η Ξένια Καλογεροπούλου.