Το Μπαουμγκάρτνερ είναι το τελευταίο έργο του Πολ Οστερ, που κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2023, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του. Ο αμερικανός συγγραφέας, που πέθανε στα 77 του χρόνια, ήταν από τους πολυγραφότερους και διασημότερους της γενιάς του, τόσο στη χώρα του όσο και διεθνώς. Ολα σχεδόν τα μυθιστορήματά του κυκλοφόρησαν κι αγαπήθηκαν και στη χώρα μας. Αυτοβιογραφικά στοιχεία θα βρει και σε αυτό, όπως και στα υπόλοιπα, ο εξοικειωμένος με το έργο του αναγνώστης, μόνο που εδώ το αίσθημα της ζωής και του θανάτου και το πρόβλημα της ύπαρξης είναι πολύ πιο έντονα. Ισως δεν είναι συμπτωματικό που ο κεντρικός ήρωας, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, γράφει πριν συνταξιοδοτηθεί ένα βιβλίο για τον δανό θεολόγο και φιλόσοφο του 19ου αιώνα Σέρεν Κίρκεγκορ, τον πρώτο φιλόσοφο του υπαρξισμού.
Γερμανικό όνομα
Στον πρωταγωνιστή του βιβλίου του ο Οστερ δίνει το ονοματεπώνυμο Σάι Μπαουμγκάρτνερ. Το Σάι παραπέμπει στην αγγλική λέξη sigh, που σημαίνει αναστεναγμός, ενώ το επώνυμο είναι λέξη σύνθετη των γερμανικών baum (δέντρο) και gartner (κηπουρός). Τέτοια τα συνήθιζε και σε άλλα του βιβλία ο Οστερ, εξαιτίας των οποίων τον χαρακτήριζαν μεταμοντερνιστή – μια ετικέτα που θα μπορούσαμε να την «κολλήσουμε» ακόμη και στον Ομηρο, όπως έλεγε ειρωνικά ο Ουμπέρτο Εκο.
Μεταφορικά μιλώντας, θα μπορούσε κανείς να πει πως ένας αναστεναγμός είναι αυτό το μυθιστόρημα κι ο κήπος του ένας κήπος της μνήμης, όπου κρύβεται το νόημα της ζωής και του θανάτου. Δεν θα έκανα αυτή τη μεταφορά, αν δεν με παρακινούσε ο Οστερ που αφήνει ανοιχτό το τελευταίο κεφάλαιο άγραφο, είτε γιατί δεν πρόλαβε ή δεν μπόρεσε να το γράψει είτε γιατί θα ήθελε να το γράψει ο αναγνώστης.
Ο Μπαουμγκάρτνερ κάθεται στο γραφείο του σπιτιού του και γράφει μια μονογραφία πάνω στα ψευδώνυμα του Κίρκεγκορ. Το δωμάτιο αυτό το αποκαλεί cogitorium (από το καρτεσιανό cogito – σκέφτομαι). Ο καθηγητής όμως δεν σκέφτεται μόνο αλλά και αισθάνεται και θυμάται. Και τη μνήμη του την κινητοποιούν διάφορες μικροατυχίες (λ.χ., καίει το χέρι του στην κουζίνα και πέφτει από τη σκάλα τραυματίζοντας το γόνατό του).
Μιλώντας στη νεκρή
Θυμάται τη μέρα που νεαρός φοιτητής συνάντησε τη γυναίκα του, Αννα, η οποία δεν ζει πλέον. Η Αννα ήταν ταλαντούχα ποιήτρια και μεταφράστρια. (Θυμίζω πως ως ποιητής και μεταφραστής ξεκίνησε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία και ο Οστερ.) Ο δεσμός τους ήταν τόσο βαθύς που κάποια στιγμή διαβάζοντας κάτι στο περιοδικό «New York Review of Books» τη φωνάζει να έρθει να το διαβάσει ξεχνώντας ότι η Αννα είναι νεκρή. Η αγαπημένη του γυναίκα ήταν ο άλλος του εαυτός και η ανάμνησή της στοιχειώνει τη ζωή του. Δεν είναι ότι δεν ζει στο παρόν και αγνοεί το εφήμερο, αλλά γι’ αυτόν, που βρίσκεται στας δυσμάς του βίου του, το παρελθόν και το παρόν αλληλοτροφοδοτούνται. Η ζωή είναι ένα άθροισμα, όπως το οποιοδήποτε κείμενο δεν είναι παρά άθροισμα προτάσεων, επομένως η μνήμη αποτελεί την κινητήρια δύναμη μέσω της οποίας ανακαλύπτουμε τη διπλοσημία της ύπαρξης. Κι ωστόσο ο αναγνώστης στιγμές-στιγμές αναρωτιέται αν η μνήμη δεν εξαπατά τον Μπαουμγκάρτνερ, αν ο χρόνος δεν έχει αλλοιώσει τις αναμνήσεις του. Αλλά τότε, ποιο είναι το νόημα της ύπαρξης, η σημασία και η ματαιότητα των πραγμάτων και γιατί ο ίδιος πέφτει τόσο συχνά σε κατάσταση αθυμίας;
«Στην αφήγηση περιλαμβάνονται θαυμάσιες περιγραφές από την παιδική ηλικία του πρωταγωνιστή. Σύντομα αλλά θαυμάσια πορτρέτα των γονέων του και της αδερφής του.»
Στην αφήγηση περιλαμβάνονται θαυμάσιες περιγραφές από την παιδική ηλικία του πρωταγωνιστή. Σύντομα αλλά θαυμάσια πορτρέτα των γονέων του και της αδερφής του. Οι γονείς του Οστερ ήταν εβραίοι πολωνικής καταγωγής και είναι βέβαιο ότι πολλές από τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας σχετίζονται με τα οικογενειακά τους βιώματα από την Κεντρική Ευρώπη, ειδικότερα από τη Γαλικία, που ανήκει σήμερα στην Πολωνία. Ο ήρωας του Μπαουμγκάρτνερ τα βιώματα αυτά τα φαντάζεται και τα αποδίδει τόσο ποιητικά αλλά και με τέτοια πιστότητα που προκαλούν ένα αίσθημα πικρής νοσταλγίας στον αναγνώστη, έστω και αν αναφέρονται σε μια ζωή που ούτε την έζησε ούτε και πρόκειται να τη ζήσει. Εδώ το κέρδος (αν υπάρχει) είναι η αυτογνωσία και το δράμα η απώλεια.
Εμπειρία και πραγματικότητα
Πώς συνδέεται η σωματική εμπειρία με τον τρόπο με τον οποίον αφηγούμαστε τη ζωή μας; Και πώς μέσα στην αφήγηση αντιμετωπίζουμε το πέρασμα του χρόνου; Αυτά που ζήσαμε ήταν πραγματικά; Μα αν, όπως τα περιγράφουμε, φαίνονται πραγματικά; Αν συμβαίνει αυτό, είχε πει παλιότερα ο Οστερ, τότε θα πρέπει να ορίσουμε εκ νέου την πραγματικότητα. Κίρκεγκορ; Ναι, αλλά πόσο; Ο Οστερ είναι αγνωστικιστής και δεν έχει θεολογικά ενδιαφέροντα. Ο θεωρητικός Μπαουμγκάρτνερ θα πρέπει να συνδυάσει τις ιδέες με τα βιώματα – με κέντρο τον εαυτό του. Επιπλέον να φροντίσει – όπως και το κάνει – να εκδοθούν τα κείμενα και οι μεταφράσεις της Αννας, καθώς και τα γράμματα που είχαν ανταλλάξει όταν εκείνη βρισκόταν στην Ευρώπη κι αυτός στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Χωρίς να υπάρχουν στοιχεία χρονικού, το μυθιστόρημα μας δίνει την αίσθηση της εποχής, από το 1968 που πρωτοσυναντήθηκαν ο Σάι και η Αννα, ως τις μέρες μας. Δεν γερνάει όπως μόνον ο Σάι αλλά και η εποχή. Σχολιάζοντας τα συγγραφικά διλήμματα και προβλήματα του πρωταγωνιστή του ο Οστερ είναι σαν να σχολιάζει την ίδια τη δική του συγγραφική δουλειά – αλλά το κάνει με μεγάλη τέχνη. Σε κανένα σημείο δεν ξεστρατίζει από την αφήγηση, μολονότι αφήνει τον αναγνώστη να αναρωτιέται στο τέλος. Αλλά ίσως αυτή να είναι τελικά και η γοητεία του μυθιστορήματος.
Αισθαντικός και άμεσος
Η τοπογραφία παίζει σημαντικό ρόλο σε όλο το πεζογραφικό έργο του Οστερ. Το Νιου Τζέρσι κυριαρχεί, ακόμη και όταν ο συγγραφέας αναφέρεται στην Ευρώπη. Η ανθρωπολογία επίσης είναι μείζων συγγραφικός παράγοντας όχι μόνο στη δική του αλλά και σε όλη την αμερικανική πεζογραφία. Ο Οστερ έζησε χρόνια στο Παρίσι, όμως δεν ξέρεις αν στο έργο του οι ΗΠΑ είναι προβολή της Ευρώπης ή το αντίθετο. Συμβαίνουν και τα δύο – η γοητεία της συνύπαρξης είναι αυτονόητη. Σε αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας αποφεύγει τα μεταμοντερνιστικά τρικ. Είναι πιο αισθαντικός και άμεσος. Δεν θα έλεγα πως πρόκειται για το σημαντικότερο έργο του. Είναι όμως ένα πολύ ωραίο μυθιστόρημα.
Η μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη είναι αξιοπρεπέστατη. Θα τελειώσω με μια παρατήρηση: η λέξη «Αννα» παρουσιάζεται παντού άκλιτη (η Αννα, της Αννα). Το κάνουν πολλοί, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια: λ.χ., η Καλιφόρνια, της Καλιφόρνια, το Μεξικό, του Μεξικό και άλλα τέτοια. Αν η συνήθεια επικρατήσει, θα είναι κακά μαντάτα. Κι ακόμη: πολλοί εκδότες συνηθίζουν να γράφουν στο εξώφυλλο το όνομα του ξένου συγγραφέα με λατινικούς χαρακτήρες, διότι, λένε, έτσι γράφεται στη γλώσσα του. Κι αν ο συγγραφέας είναι Ιάπωνας, Κορεάτης ή Κινέζος πώς θα γράφεται; Με ιδεογράμματα;