Το εφιαλτικό σύμπαν με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή στη μυθιστοριογραφία του Αλέξανδρου Κοτζιά (1926-1992) μέχρι και τα χρόνια της δικτατορίας, από την Πολιορκία (1953), το Μια σκοτεινή υπόθεση (1954) και τον Εωσφόρο (1959) ως την Απόπειρα (1964) και τον Γενναίο Τηλέμαχο (1972), δεν καταλήγει ομαλά και ανεμπόδιστα στη συνείδησή μας: για να καταλάβουμε τη σήψη, την παρακμή και τη σύγχυση που βασανίζουν τους πρωταγωνιστές του θα χρειαστεί να συνθέσουμε ένα παζλ του οποίου τα κομμάτια βρίσκονται διασκορπισμένα στα πιο διαφορετικά σημεία.
Οταν, παρ’ όλα αυτά, τα κομμάτια μπουν στη σωστή τους θέση, η εικόνα τους θα αποδώσει τα μάλα: το δράμα της Κατοχής και του Εμφυλίου, τα αθεράπευτα τραύματα που άφησαν στο μυαλό και στην καρδιά οι πολιτικές και οι κοινωνικές συγκρούσεις των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών στην Ελλάδα, όπως και η ελαστική ηθική της οικονομικής και ταξικής ανόδου, η οποία φτάνει μέχρι την καρδιά της πολιτικής διαπάλης και δεν διστάζει μπροστά σε κανένα εμπόδιο, περνούν μπροστά από τα μάτια μας με την ακρίβεια που μόνο ένας ορκισμένος ρεαλιστής διαθέτει και μπορεί να βάλει σε ενέργεια. Κι όμως, ο Κοτζιάς ούτε ορκισμένος ρεαλιστής είναι ούτε επακριβώς τον ρεαλισμό υπηρετεί. Η μέθοδός του ως προς τον ρεαλισμό θυμίζει περισσότερο τη μαιευτική. Χωρίς να προκαταλαμβάνει, να προϊδεάζει ή να χειραγωγεί τον αναγνώστη, περιορίζεται απλώς στο να του προσφέρει όλα τα δεδομένα, αφού τα έχει αποσπάσει προσεκτικά από το πολιτικό ή το κοινωνικό τους πλαίσιο, έτσι ώστε να αποφασίσει εν συνεχεία μόνος του για τη διαπλοκή του καλού με το κακό, του ένοχου με τον αθώο και του θύματος με τον θύτη.
Στην Πολιορκία, το πρώτο μυθιστόρημα του Κοτζιά, το μέγα διακύβευμα είναι ο Εμφύλιος στις αθηναϊκές συνοικίες και όσα τον έχουν προετοιμάσει από την Κατοχή. Κεντρικό πρόσωπο, που θα πάρει επάνω το όλο το βάρος της σωματικής, ψυχολογικής και ηθικής σύγκρουσης, είναι ο Μηνάς Παπαθανάσης, αρχηγός μιας ομάδας ταγματασφαλιτών, την όποια ανδρώνουν ποικίλοι τοπικοί παλικαράδες – μια σειρά από λούμπεν στοιχεία που φιλοδοξούν να βγάλουν το κεφάλι τους έξω από τον κατοχικό βούρκο, σκοτώνοντας, βιάζοντας και ασελγώντας με κάθε πιθανό τρόπο.
Δεν είναι τυχαίο πως στην εποχή της η Πολιορκία προκάλεσε την έντονη αντίδραση τόσο της δεξιάς όσο και της αριστερής κριτικής: καμία παράταξη δεν ήθελε να αναγνωρίσει ίχνη του εαυτού της στον θανάσιμα διχασμένο κόσμο που έβγαινε από το μυθιστόρημα και στο καθ’ ολοκληρίαν πολιτικό αδιέξοδο το οποίο αντιπροσώπευε.
Σήμερα ξέρουμε πως ο Κοτζιάς δεν υπερασπίστηκε με την Πολιορκία καμία παράταξη και πως η δύσκολη, κάθε άλλο ευθεία γραμμή της σύνθεσής του, είναι σαν να έχει χαραχτεί από την ιστορική απόσταση των ημερών μας. Αυτό ακριβώς αποδεικνύει άλλωστε η επανέκδοση του βιβλίου (αναπαραγωγή της έκδοσης του 1976 βασισμένη στις υποδείξεις του συγγραφέα). Οπως εύλογα και εύστοχα σημειώνει η επιμελήτρια Ελένη Κεχαγιόγλου, ο Κοτζιάς υπερέβη με το πρώτο του βιβλίο τον ορίζοντα προσδοκιών του Μεσοπολέμου. Αξιομνημόνευτη η φιλολογική, ερμηνευτική και ιστορική πληρότητα του υπομνήματος που έχει συντάξει ο Μιχαήλ Σ. Καλαβρός.




