Ευαισθησία, τρυφερότητα, αυστηρότητα, χιούμορ, αξιοπρέπεια, ευθύτητα, ακρίβεια, οξυδέρκεια κι απέραντη αγάπη για τη μουσική. Φτάνουν αυτά για να πουν για τον μύθο του ασυμβίβαστου Μάνου Χατζιδάκι που μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη αναμόρφωσαν και διαμόρφωσαν το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι με τον ήχο τους, το στήριξαν ανθεκτικά και σηματοδότησαν και φώτισαν τον αιώνα μας; Η πολυσήμαντη και φωτεινή πορεία του Μάνου Χατζιδάκι έσκαψε το πιο βαθύ της χνάρι στην πολιτιστική και κοινωνική ζωή. Μέσα από τη μουσική του, τον λόγο και τη στάση ζωής του, ανακαλύψαμε την ομορφιά, τα προτερήματα αλλά και τα προβλήματα του τόπου μας, μιας και τα φώτισε μ’ ένα ιδιαίτερο φως που συμβαδίζει με την ίδια τη χώρα. Βαθιά συγκίνηση, υψηλά νοήματα κι ένα τραγούδι που μας ενώνει σε έναν κοινό μύθο. Σκηνοθέτης όχι εικόνων αλλά λέξεων, ήχων και οργάνων. Ο ιδιοφυής συνθέτης-εφευρέτης, ο σπάνιος πολίτης με την αντισυμβατική σκέψη, το ελεύθερο, ακόμη και αιρετικό πνεύμα. Στιβαρή φωνή, θαρραλέος, αιχμηρός, ουσιαστικός, πνευματώδης, λυρικός, ένας «αριστερός της δεξιάς», όπως αυτοαποκαλούνταν. Δεν λερώθηκε ποτέ από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, από τον συρμό, από την απρέπεια και την αμάθεια. Η επικοινωνία του λόγιου και του λαϊκού ύφους στο έργο του είναι ξεχωριστή. Τη σχέση του με την εξουσία δεν τη λες καλή και όποτε ένιωθε πως έπρεπε να φύγει έφευγε κλείνοντας βαριά την πόρτα πίσω του. Αγάπησε το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι αλλά θεώρησε τη λαϊκότητα κι ακόμη χειρότερα τον λαϊκισμό απολύτως ανεπιθύμητο. Αυτός ήταν ο Χατζιδάκις.

Του πιστώνουμε τον επαναπροσδιορισμό της αξίας του ρεμπέτικου. Ενα είδος κυνηγημένο από την εξουσία και απολύτως περιφρονημένο από την αστική τάξη και από τους περισσότερους διανοούμενους της εποχής. Εκείνος, νέος συνθέτης, τόλμησε να δώσει μία σπουδαία διάλεξη σχετικά με την ανάδειξη του ρεμπέτικου ως θεμέλιου λίθου της ελληνικής μουσικής. Και παρουσίασε τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κοινού του Θεάτρου Τέχνης… Αποτέλεσμα; Οι συμβουλές της Αστυνομίας, λόγω απειλών, να προσέχει στις γειτονιές του Παγκρατίου που κυκλοφορούσε. Εκείνη η διάλεξη δεν ήταν μόνο για το προσωπικό του κέφι ή από πείσμα απέναντι στους «υγιείς ηθικολόγους» αλλά ήταν η συνειδητή επιλογή ενός μουσικού απέναντι στην ιστορία της μουσικής μας.

Συνομιλητής του Ελύτη, του Γκάτσου, του Κουν, του Τσαρούχη, του Μπεζάρ και του Πιοβάνι, είχε μέσα του την Ελλάδα των ωραίων αλλά και των πιο άγριων ονείρων. Η προσωπικότητά του σφυρηλατήθηκε κυριολεκτικά στη λαβωμένη Ελλάδα της δεκαετίας του ’40 και η εκκίνηση της πορείας του πήρε ουσία στη φτώχεια και στη μιζέρια της Ελλάδας μετά τον Εμφύλιο.

Το «Τρίτο Πρόγραμμα» του Μάνου Χατζιδάκι ήταν σημείο αναφοράς για το ελληνικό ραδιόφωνο και υπόδειγμα χρηστής και δίκαιης θητείας. Τα ραδιοφωνικά του σχόλια αποτέλεσαν κοινωνικές και αισθητικές αναλύσεις που αποκάλυπταν την αγωνία και την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας σε όλους τους καιρούς και σε όλες τις εκφάνσεις.

Ηταν οι συχνές αναφορές του πάνω σε γεγονότα της καθημερινότητας και η απουσία δισταγμού στο να παρατηρεί και να απομονώνει τα στρεβλά και τα ανούσια.

Ηταν η απέχθειά του για τον φασισμό και η πρόταση «αντιβίωσης» με φάρμακο την Παιδεία. Ηταν η πίστη του σε «εκείνη την ελληνικότητα που εξαφανίζει τις διαφορές».

Ηταν οι εκδόσεις, βιβλία και περιοδικά όπως το «Τέταρτο», καθώς και η αγάπη και η επιμονή του για τη δημιουργία και τη διατήρηση της Ορχήστρας των Χρωμάτων. Οι δισκογραφικές παραγωγές νέων μουσικών και η διοργάνωση των αγώνων του τραγουδιού στην Κέρκυρα και στο Ηράκλειο με τη συμμετοχή νέων και ταλαντούχων καλλιτεχνών έμειναν ιστορικές.

Συναντηθήκαμε πρώτη φορά στον «Μαγεμένο Αυλό» το 1972 κι από τότε θυμάμαι την αγάπη του για το ρεμπέτικο, το λαϊκό τραγούδι και τα μαγνητόφωνα. Του άρεσε πολύ η τεχνολογία. Συνομιλήσαμε αρκετά, συνεργαστήκαμε λιγότερο αλλά πολύ ουσιαστικά. Στη «Λαϊκή Αγορά» σε ενορχήστρωση του Νίκου Κυπουργού και στον Σείριο στην Πλάκα. Ο δίσκος «Το ελληνικό πρόσωπο του Γιώργου Νταλάρα», αποτέλεσμα εκείνων των εμφανίσεων, είναι ένα ήσυχο και σπάνιο κομμάτι της δισκογραφίας μου. Με κάλεσε τον Οκτώβριο του 1987 αμέσως μετά την τρίτη συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο, συνοδευόμενος όχι από μία πλήρη ορχήστρα αλλά από τρεις μουσικούς. Καμία διαφήμιση, καμία αφίσα. Με αντιμετώπισε κυρίως ως μουσικό κι αυτό το θεώρησα πολύ τιμητικό. Ο Χατζιδάκις ήταν κάθε βράδυ εκεί, αρκετές φορές παρέα με τον Νίκο Γκάτσο, παρατηρούσε κάθε λεπτομέρεια του προγράμματος και ήταν ευτυχής για τον θρίαμβο της απλότητας.

Τους λιγοστούς ανθρώπους σαν τον Χατζιδάκι τους κουβαλάμε σε όλη μας τη ζωή. Γιατί το έργο του Χατζιδάκι παραμένει ολοζώντανο και νέο σε πείσμα του χρόνου, βαθιά χαραγμένο στο παρόν μας και αιώνιος οδηγός στο αβέβαιο μέλλον μας.

«Δίχως την δική σου αγάπη γρήγορα περνάει ο καιρός

δίχως την δική σου αγάπη είναι ο κόσμος πιο μικρός».

Είναι η βαθιά αγάπη, είναι η ουσία της ύπαρξης, είναι η μοναξιά που τα εκφράζει όλα με την πιο αποστομωτική ευαισθησία.

Κλείνοντας, του οφείλω δημόσια ένα μεγάλο ευχαριστώ. Πρώτα, για τα υπέροχα λόγια με τα οποία με τίμησε στο σημείωμά του στον Σείριο, αλλά πολύ περισσότερο, για την ουσιαστική στήριξή του στο ρεμπέτικο που ήταν, για μουσικούς όπως εγώ, μια ανεκτίμητη και γενναιόδωρη παρακαταθήκη.

«Λοιπόν, δεν νομίζω πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατόν να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν’ αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχομε νομίζω σήμερα τίποτ’ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο». (Απόσπασμα από τη διάλεξή του για το ρεμπέτικο τραγούδι στο Θέατρο Τέχνης.)

Εμείς οι λαϊκοί μουσικοί, σας είμαστε αιωνίως υπόχρεοι!