Λάθος του Πρωθυπουργού να μιλήσει για «απομυκονοποίηση» της Μυκόνου με πρόσχημα την κρουαζιέρα.

Νεολογισμός κακόηχος, παραπέμπει σε αποχουντοποίηση της χούντας από τον εαυτό της.

Οι Μυκονιάτες σώζουν και καταστρέφουν το νησί από μόνοι τους και δεν χρειάζεται ο Μητσοτάκης να τους αποπάρει, διότι αυτό που συνέβη στη Μύκονο σήμερα, γίνεται σε όλη την Ελλάδα με τις ευλογίες των αρμοδίων του.

«Αποελληνοποίηση» γίνεται, και το θέλει. Και θα συνεχίζει στο όνομα της ανάπτυξής του, α-λα Ντουμπάι. Κι όταν λέω «ανάπτυξη», εννοώ το σύστημα. Όλους μαζί: ολιγάρχες, διευθυντές πολεοδομιών, αστυνομικούς, πράκτορες και πράκτορες, consierges, πεντάστερα, μαρίνες, funds, άντε και κανέναν βιολογικό βόθρο για την ανάγκη τους.

Τώρα, αν θα δοθεί στους Κινέζους (ο βόθρος), ή αν θα τον πάρει η Κίμπερλι, θα κριθεί το καλοκαίρι στην Ψαρού με σαμπάνιες στο κύμα.

Οι Ρώσοι, έτσι κι αλλιώς, προς το παρόν, αποκλείονται.

«Αλί καημένη Μύκονο τα τέκνα σου ξορίζεις, τον ξένο κανείς εδικό κι’ εμέ δε με γνωρίζεις».

Άκουγα παιδί, τον παππού μου να σιγομουρμουρίζει τον αλλοτινό αυτόν σκοπό όταν αριβάραμε χαράματα με το «Αιγαίον» από τον Πειραιά.

Τώρα, η Μύκονος ξορίζει τα παιδιά της αλλά στη «μέσα» Μύκονο, της Μαούς και του Ξυδάκη που αντέχει. Αφήνει για την «έξω» τους τουρίστες και τα λαμόγια.

Αν η Μύκονος χαθεί οριστικά, (ας) το κάνει μόνη της. Η αυτοκτονία άλλωστε, δεν θέλει δύο.

Credits: Fred Boissonnas

Υ. Γ.

Σκέφτομαι αν η σημερινή Μύκονος έγινε ένα φαντασμαγορικό λουνα-παρκ για μεγάλα παιδιά, ή μιά «δομή» πλούσιων, ένα πολυτελές στρατόπεδο.

Στη δεύτερη περίπτωση ο Αγκάμπεν μου δίνει την δική του,σκληρή απάντηση:

«Στρατόπεδο είναι ο τόπος στον οποίο δεν είναι ευπρεπές να παραμείνουμε ευπρεπείς. Ο τόπος στον οποίο εκείνοι που πίστεψαν ότι θα διατηρήσουν την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό τους νιώθουν ντροπή απέναντι σε εκείνους που τα έχασαν»(*).

Να κρύψω (απο τον εαυτό μου;) ότι νιώθω ντροπή όταν ο «φουσκωτός» στον «Σκορπιό» απαγορεύει να περάσω από το δοβλέτι του αφεντικού του – γερμανικής προέλευσης;

Να πω πως σ’ εκείνα τα βράχια το ’80 διάβαζα φωναχτά Ελύτη;

Έχουν καμιά αξία οι εμμονές κάποιου που προσθέτει τη δική του ακαμψία και τα δικά του συνοφρυωμένα κείμενα στις κρουαζιέρες φερειπείν που αποφέρουν 201 εκατομμύρια ευρώ ετησίως σε πλήθος επαγγέλματα με πρώτο καί καλύτερο ασφαλώς τους εφοπλιστές;

Έχει. Αλλά αυτό είναι μιά άλλη μελαγχολική ιστορία που θα γραφεί μετά- όπως η ιστορία των ερειπίων της γειτονικής Δήλου.

(*) Giorgio Agamben, «Αυτό που μένει από το Άουσβιτς – Το αρχείο και ο μάρτυρας», εκδ. Εξάρχεια.