Η νέα πραγματικότητα στη Μέση Ανατολή δημιουργεί ένα εύθραυστο αλλά κρίσιμο γεωπολιτικό περιβάλλον. Η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο πυλώνων σταθερότητας, εφόσον κινηθούν με διορατικότητα, και σχέδιο, κτίζοντας σχέσεις αμοιβαίου συμφέροντος με τις δυνάμεις της περιοχής και ευθυγραμμιζόμενες στρατηγικά με τις ΗΠΑ και ευρύτερα με τη Δύση.

Μια μικρή χώρα γίνεται σημαντική, όχι μέσω επικοινωνιακών φωτοβολίδων, αλλά όταν μπορεί να αξιοποιεί τις ευκαιρίες που δημιουργούνται σε περιφερειακό επίπεδο προς το εθνικό της συμφέρον.

Οφείλει να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, να δημιουργεί σχέσεις και συμμαχίες με τους γείτονές της, να είναι ευέλικτη και να βρίσκει τρόπους να εκμεταλλεύεται τις συγκυρίες που παρουσιάζονται γύρω της — ακόμη κι αν δεν τις έχει προκαλέσει η ίδια.

Αν ανατρέξουμε μόλις τρία χρόνια πίσω, η εικόνα στη Μέση Ανατολή ήταν εντελώς διαφορετική. Το Ιράν, αν και απομονωμένο από τη Δύση, διατηρούσε ισχύ τόσο στρατιωτικά όσο και διπλωματικά. Είχε ενεργή παρουσία μέσω αντιπροσώπων: στη Γάζα με τη Χαμάς, στον Λίβανο με τη Χεζμπολάχ, στη Συρία στο πλευρό του Άσαντ και στο Ιράκ μέσω σιιτικών πολιτοφυλακών. Ήταν επίσης ο βασικός χρηματοδότης και υποστηρικτής των Χούθι στην Υεμένη.

Όλο αυτό το πλέγμα δημιούργησε έναν κλοιό επιρροής γύρω από το Ισραήλ, μετατρέποντας το Ιράν σε έναν περιφερειακό παράγοντα αστάθειας με διεθνή βεληνεκές.

Σήμερα η εικόνα αυτή έχει αλλάξει ριζικά. Η Χαμάς έχει αποδεκατιστεί, η Χεζμπολάχ έχει χάσει τη δυναμική της και δεν διαθέτει πια το βάρος που είχε στις κυβερνητικές ισορροπίες του Λιβάνου.

Το καθεστώς Άσαντ στη Συρία έχει καταρρεύσει, ενώ η χώρα βρίσκεται σε φάση μετεξέλιξης με εύθραυστη ισορροπία. Οι Χούθι στην Υεμένη έχουν αποδυναμωθεί, ενώ το Ιράν, μετά τον 12ήμερο πόλεμο με το Ισραήλ, έχει βγει τραυματισμένο: η αεράμυνά του έχει καταρρεύσει, το πυρηνικό του πρόγραμμα έχει δεχθεί πλήγμα, και η διεθνής του απομόνωση έχει ενταθεί.
Στην πράξη, η Μέση Ανατολή βιώνει ένα κενό εξουσίας. Οι δυνάμεις που θα το καλύψουν θα καθορίσουν τη νέα γεωπολιτική αρχιτεκτονική της περιοχής. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, Ελλάδα και Κύπρος μπορούν να αναδειχθούν ως πυλώνες σταθερότητας, εφόσον κινηθούν με σύνεση και διορατικότητα: μέσα από περιφερειακές συμμαχίες με χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος και ο Λίβανος, και με σαφή ευθυγράμμιση προς τα στρατηγικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή.

Τουρκία – Ισραήλ – Συρία

Τη δεκαετία του 1990, Τουρκία και Ισραήλ συντόνιζαν τις κινήσεις τους απέναντι σε κοινούς αντιπάλους όπως το Ιράν και η Συρία. Οι δύο χώρες, τότε στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, διατηρούσαν στρατιωτική συνεργασία, κοινές ασκήσεις και στρατηγικό διάλογο.

Μετά όμως από δύο δεκαετίες με εσωστρεφείς, συντηρητικές κυβερνήσεις και στις δύο πλευρές, η σχέση τους μετατράπηκε σε αντιπαλότητα. Ο ρόλος της Τουρκίας ως υπέρμαχου της παλαιστινιακής υπόθεσης και η φιλοδοξία του Ερντογάν να αναδείξει την Τουρκία σε περιφερειακή υπερδύναμη βάθυναν το ρήγμα.

Η αντιπαλότητα οξύνθηκε ακόμα περισσότερο μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ το 2024. Η Άγκυρα υποστήριξε το νέο συριακό καθεστώς του Αχμέντ ελ-Σαάρα, ελπίζοντας να καταστήσει τη Συρία πεδίο διεύρυνσης της οικονομικής και στρατιωτικής της επιρροής. Το Ισραήλ, αντιθέτως, αντιμετώπισε τη νέα κατάσταση με καχυποψία, ανησυχώντας για τον ρόλο πρώην τζιχαντιστών στη νέα πολιτική τάξη.

Παρά τις επιφυλάξεις, η σχέση Συρίας και Ισραήλ δεν εξελίχθηκε σε ανοιχτή αντιπαράθεση: αντίθετα, βρήκαν τρόπο να ρυθμίσουν ειρηνικά τα ζητήματα που αφορούν τα Υψώματα του Γκολάν και τις γειτνιάζουσες περιοχές, περιορίζοντας τις πιθανότητες στρατιωτικής έντασης.

Όσο για τη Συρία, αν και η Τουρκία φαίνεται να βγήκε κερδισμένη από την πτώση Άσαντ, δεν πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η χώρα θα παραμείνει τουρκικός δορυφόρος. Η νέα συριακή ηγεσία προσπαθεί, προσεκτικά και χωρίς μετωπική σύγκρουση, να απογαλακτιστεί σταδιακά από την υπερβολική τουρκική επιρροή, επιδιώκοντας πιο ισορροπημένες σχέσεις με άλλες δυνάμεις της περιοχής.

Τουρκία – Ιράν

Η Τουρκία και το Ιράν, αν και ιστορικοί ανταγωνιστές, διατηρούν μια εύθραυστη ισορροπία που στηρίζεται στη μη επέμβαση στα εσωτερικά του άλλου. Παρά τις αντίθετες θέσεις που πήραν στον συριακό εμφύλιο, απέφυγαν την άμεση στρατιωτική σύγκρουση. Σήμερα, με την Τουρκία να επιδιώκει ρόλο κεντρικής δύναμης και το Ιράν αποδυναμωμένο, η Άγκυρα ενισχύει τη θέση της σε όλη τη ΝΑ Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.

Ωστόσο, η αυξανόμενη στρατιωτική αυτοπεποίθηση του Ισραήλ αναγκάζει όλες τις περιφερειακές δυνάμεις — και ιδιαίτερα την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία — να επαναπροσδιορίσουν τη στρατηγική τους.

Η Τουρκία, που έχει χτίσει μια σφαίρα επιρροής από τη Συρία έως τη Σομαλία, βλέπει την ανάδειξη του Ισραήλ σε στρατιωτική υπερδύναμη ως απειλή για τα μακροπρόθεσμα σχέδιά της. Είναι επομένως απίθανο οι σχέσεις Άγκυρας–Ιερουσαλήμ να βελτιωθούν σύντομα.

Ρωσία – Ιράν

Η πτώση του ιρανικού καθεστώτος θα ήταν ισχυρό πλήγμα για τη Μόσχα, καθώς θα αποσταθεροποιούσε τη ρωσική επιρροή στον Νότιο Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Η Ρωσία, ήδη πιεσμένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία, έχει συμφέρον να διατηρήσει ένα αποδυναμωμένο αλλά ελεγχόμενο Ιράν, μακριά από τη δυτική σφαίρα επιρροής.

Η πιο πιθανή στρατηγική του Κρεμλίνου είναι να λειτουργεί ως «ρυθμιστής κρίσεων» ανάμεσα στο Ιράν, το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, προσφέροντας στο Ιράν μικρά ανταλλάγματα — στρατιωτική τεχνολογία ή ενεργειακή συνεργασία — για να διατηρεί την επιρροή του.

Ο ρόλος της Ελλάδας και της Κύπρου

Ο σχεδιασμός για την ασφάλεια της περιοχής θα καθοδηγηθεί, όπως πάντα, από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο πλαίσιο αυτό, Κύπρος και Ελλάδα οφείλουν να κινηθούν συντονισμένα και διορατικά.

Να ενισχύσουν τη διπλωματική τους παρουσία, να αξιοποιήσουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τον Λίβανο, και να ευθυγραμμίσουν τα συμφέροντά τους με εκείνα των χωρών του Αραβικού Κόλπου – Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Τα λιμάνια και οι υποδομές της Κύπρου μπορούν να αποτελέσουν σημαντικά σημεία στήριξης για ναυτικές δυνάμεις της Δύσης και των συμμάχων τους στην περιοχή. Παράλληλα, η ιδιότητα της Κύπρου ως κράτους-μέλους της Ε.Ε. και η παρουσία των βρετανικών βάσεων αποτελούν πρόσθετα στρατηγικά πλεονεκτήματα που μπορούν να αξιοποιηθούν.

Πρέπει να καταφέρουμε να γίνουμε μέρος του νέου γεωστρατηγικού σχεδιασμού. Αυτό, βέβαια, δεν γίνεται αν συνεχίσουμε να μιλάμε πολύ, αλλά να κάνουμε ελάχιστα και να αυτοδιαφημιζόμαστε στο εσωτερικό ως δήθεν πυλώνας σταθερότητας στην περιοχή, την ώρα που συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές γύρω μας. Σ’ αυτές τις αλλαγές, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, συμμετέχουν όλες οι χώρες της περιοχής. Αυτή είναι η πραγματικότητα που πρέπει να αλλάξουμε, με σχέδιο και σοβαρότητα.

Ας το συνειδητοποιήσουμε, όσο υπάρχει ακόμα χρόνος: χωρίς λύση του Κυπριακού και χωρίς ουσιαστική βελτίωση στις σχέσεις Τουρκίας–Ισραήλ, υπάρχει ο κίνδυνος η Κύπρος να εξελιχθεί σε πεδίο όπου οι δύο αυτές περιφερειακές δυνάμεις θα επιδιώξουν να αυξήσουν την επιρροή τους. Η Κύπρος έχει μπροστά της δύο δρόμους: να εξελιχθεί σε πυλώνα συνεργασίας και ασφάλειας ή να καταστεί σημείο τριβής ανάμεσα σε δυνάμεις που επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν την επιρροή τους στην περιοχή.

Επίλογος

Τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων στη Μέση Ανατολή καταδεικνύουν πόσο εύθραυστη είναι η ειρήνη και πόσο ευάλωτη μπορεί να γίνει μια χώρα χωρίς μακροπρόθεσμη στρατηγική. Από την Ουκρανία έως τη Συρία και από τη Λιβύη έως την Υεμένη, είδαμε πώς οι αδυναμίες, οι άλυτες διενέξεις και οι συγκυριακοί συσχετισμοί μετατράπηκαν σε εστίες αστάθειας.

Η Κύπρος δεν έχει την πολυτέλεια να μείνει παρατηρητής. Οφείλουμε να κινηθούμε με διορατικότητα, να επενδύσουμε στη διπλωματία, στις στρατηγικές συμμαχίες και στην ενεργό συμμετοχή μας στη νέα περιφερειακή αρχιτεκτονική. Μόνο έτσι θα διασφαλίσουμε ότι η θέση μας στην Ανατολική Μεσόγειο θα είναι αυτή του σταθερού, αξιόπιστου και δημιουργικού παίκτη – και όχι του πεδίου όπου άλλοι θα μετρούν τις δικές τους ισορροπίες ισχύος.

Σε τελική ανάλυση, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική πρόκληση: να μετατρέψουμε αυτή την πολύπλοκη γεωπολιτική συγκυρία σε ευκαιρία για λύση του Κυπριακού και να προχωρήσουμε με τόλμη, απαλλάσσοντας την πατρίδα μας από επιρροές τρίτων χωρών, από εγγυητές και από εγγυήσεις. Αν τα καταφέρουμε, θα έχουμε δημιουργήσει την προοπτική μιας χωρίς προηγούμενο αναβάθμισης της Κύπρου στη νέα τάξη πραγμάτων της περιοχής μας.

Υ.Γ. – Εύχομαι μετά τις εκλογές στα κατεχόμενα, με την θετική αύρα από τη συμφωνία για την Γάζα να προχωρήσει το Κυπριακό με αίσιο τέλος για το καλό όλων των Κύπριων. Εάν, ω μη γένοιτο βαλτώσει και πάλι, ίσως χρειαστεί μια πιο ενεργή εμπλοκή ΗΠΑ και Ε.Ε. στο ανώτατο επίπεδο.