Όταν τον Δεκέμβρη του 2024 η πρώην πρωθυπουργός της Εσθονίας, Κάγια Κάλας, αναλάμβανε καθήκοντα επικεφαλής της διπλωματίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) όλες οι αναγνώσεις συνέτειναν στο ότι η επιλογή της ήταν απολύτως σχετική με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ένα χρόνο αργότερα και με την προεδρία Τραμπ να έχει φέρει τα πάνω κάτω σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της «συλλογικής Δύσης» με τη Μόσχα και το Κίεβο η ίδια επικρίνεται για μονοθεματική ατζέντα.
Παράπονα
Πρόσφατο ρεπορτάζ του Foreign Policy είναι αποκαλυπτικό ως προς το κλίμα που επικρατεί στους διπλωματικούς κύκλους των Βρυξελλών για την Κάλας. «Αναμένουμε να είναι πιο διπλωματική», είπε συγκεκριμένα ένας διπλωμάτης της ΕΕ, εκφράζοντας την ευρύτερη δυσαρέσκεια που επικρατεί για το πρόσωπό της. Ένας άλλος διπλωμάτης την περιέγραψε ως «περισσότερο αστυνομικό παρά διπλωμάτη», τονίζοντας πως «η μέρα ξεκινά και τελειώνει με τη Ρωσία».
Προς επίρρωση των ανωτέρω θίγονται ζητήματα που άπτονται της αρμοδιότητας της εσθονής αξιωματούχου, και της επιρρίπτεται ασυμμετρία ενδιαφέροντος μεταξύ της ρωσοουκρανικής σύρραξης και της ανθρωπιστικής κρίσης στη Γάζα.
Η άρνησή της το 2021 – ενόσω ρωσικά στρατεύματα έκαναν όλο και πιο έντονη την παρουσία τους στα ουκρανικά σύνορα – απέναντι στην πρόταση της πρώην καγκελαρίου της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ, για σύγκλιση κοινής συνόδου ΕΕ-Ρωσίας αντιπαρατίθεται στην αποτυχία να βρεθεί έγκαιρα κοινός ευρωπαϊκός συντονισμός για το φλέγον ζήτημα της παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας στον δοκιμαζόμενο παλαιστινιακό θύλακα.
Πολλοί μάλιστα αντιπαραβάλλουν την ελαστική στάση του ίδιου προσώπου προς το Τελ Αβίβ με τα ευαίσθητα αντανακλαστικά που επιφυλάσσει στη Μόσχα, για την οποία υποστηρίζει διαρκώς, εντόνως και παντοιοτρόπως την ανάγκη διεύρυνσης των υφιστάμενων κυρώσεων.
Αναφορά γίνεται και σε χειρισμούς που οδήγησαν σε κρίση τις σχέσεις της Ένωσης με χώρες του ιστορικού και οικονομικού διαμετρήματος της Κίνας και της Ινδίας. Η όξυνση στις σχέσεις με την Κίνα, εξαιτίας της ιστορικής γκάφας (κατ’ άλλους σκοπιμότητα) που διέπραξε η Κάλας, αμφισβητώντας την συμβολή του Πεκίνου στη νίκη του φασισμού κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και η φορτισμένη παρέμβαση που προκάλεσε στο Νέο Δελχί η έκκληση για «αυτοσυγκράτηση» μετά από επιθέσεις ισλαμιστών σε ινδικό έδαφος, καταγράφονται στις «μεγάλες» στιγμές της θητεία της.
Μοχλεύσεις
Υφίστανται ασφαλώς και πιο δομικά ζητήματα εξουσίας και συσχετισμού δύναμης σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών. Το ότι η Κάλας συχνά χρειάζεται να αυτενεργεί, εκτειθέμενη τελικά είτε για τον αντιρωσικό ζήλο της είτε για παρεμβάσεις που υπερβαίνουν τις διπλωματικές δυνάμεις της, δεν προκύπτει ακριβώς ως αποτέλεσμα έλλειψης πολιτικής μαεστρίας.
Υποκρύπτει έναν βολικό διαμοιρασμό εντός του ενωσιακού πλαισίου, με την επικεφαλής της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τους ηγέτες των «μεγάλων» της ΕΕ να υποσκελίζουν την εσθονή πολιτικό.
Η πρόταση της φον ντερ Λάιεν για επιβολή κυρώσεων σε εξτρεμιστές υπουργούς της ισραηλινής κυβέρνησης και η οικειοποίηση της «συμμαχίας των προθύμων» – για την οποία η Κάλας είχε εργαστεί για μήνες – από τον Εμανουέλ Μακρόν αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα «αδειάσματος» που προκύπτουν από την ίδια την αδυναμία να επενδυθεί ο ρόλος της Κάλας με ουσιαστικές αρμοδιότητές.
Πιο πονηροί εγκέφαλοι, θα υποστήριζαν πως η εκλογή προσώπου μιας εκ των χωρών της Βαλτικής για μια υποτίθεται κορυφαία διπλωματική θέση, υποδείκνυε εξαρχής την πρόθεση ηγεσιών των μελών – κρατών να ισορροπούν ανάμεσα στις δικές τους προτεραιότητες, την φιλικότερη προς τη Μόσχα προεδρία Τραμπ και τον φόβο που προκαλεί το κομβικό γεγονός της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Με απλούστερα λόγια, ο ίδιος ο ρόλος της Κάλας εξαντλεί τη χρησιμότητά του, είτε ως αντιρωσικός κήρυκας είτε ως «έξαλλος» εταίρος, δίνοντας μεγάλο περιθώριο μόχλευσης και διαψευσιμότητας στους ισχυρούς της ΕΕ.
Υπάρχει ασφαλώς το ενδεχόμενο, με αυτές τις παραδοχές δεδομένες, η ίδια να έχει αποφασίσει να λειτουργεί περισσότερο ως επίμονος κήρυκας της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας παρά ως διπλωματικός εκπρόσωπος.
Πρόκειται για επιλογή ευεξήγητη όταν μιλάμε για ηγέτη χώρας που έχει δοκιμαστεί σκληρά από τον ρωσικό ιμπεριαλισμό. Αμφιλεγόμενη όμως, και υπό όρους επικίνδυνη, όταν σημείο αναφοράς είναι ο μέσος όρος συμφερόντων 27 πολιτειακών οντοτήτων.






