Ο Αύγουστος αποτελεί πια παρελθόν, αλλά το μακρύ ελληνικό καλοκαίρι δεν λέει να τελειώσει. Παρά το γεγονός ότι σιγά σιγά αρχίζει η υπαρξιακή διερώτηση κοντά στο «Δαχτυλίδι» ή στο «Ποτάμι», τα παραδοσιακά σημεία όπου ο μέσος Αθηναίος πολίτης «κολλάει» στην κίνηση και αναρωτιέται βλαστημώντας για το νόημα της ζωής, οι παραλίες δεν έχουν ερημώσει. Η βαριά βιομηχανία της χώρας συνεχίζει να ρίχνει κάρβουνο στις μηχανές, με μόνη ίσως αλλαγή αυτή στον ρυθμό: λιγότερες ξαπλώστρες στα beach bar, λίγο πιο προσιτές τιμές στα δωμάτια (η χωριάτικη παραμένει σε διψήφιο νούμερο), μειωμένος συνωστισμός στα λιμάνια.

Τα μεγάλα αστικά κέντρα ακολουθούν αυτόν τον ρυθμό. Μια ματιά στη νυχτερινή ζωή της πόλης εμφανίζει ράθυμα κορμιά να λικνίζονται συνοδεία κοκτέιλ και απαλής (ή και όχι τόσο απαλής) μουσικής. Τα σημεία βραχυχρόνιας μίσθωσης φιλοξενούν κάθε δύο μέρες και διαφορετικούς τουρίστες και τα (προσεχώς εξοπλισμένα και με απινιδωτές) ταξί διασχίζουν ασταμάτητα την απόσταση ανάμεσα στο κέντρο και το αεροδρόμιο ή το λιμάνι.

Την ίδια στιγμή η πολιτική ζωή συνεχίζεται σε ένα φαινομενικά παράλληλο σύμπαν. Ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου συνεχίζει τον αγώνα του ενάντια στη μετανάστευση και το άσυλο, τα πρώτα ιδιωτικά πανεπιστήμια παίρνουν άδεια λειτουργίας παρά την έλλειψη εγκεκριμένου προγράμματος σπουδών, η εργάσιμη μέρα μεγαλώνει περισσότερο και με τον νόμο, το πειθαρχικό των δημοσίων υπαλλήλων ψηφίστηκε κ.λπ. κ.λπ.

Μοιάζει η χώρα να κινείται σε δύο ταχύτητες, που εκπροσωπούν δύο διακριτούς κόσμους: η μία ταχύτητα αφορά αυτούς που τη βλέπουν σαν καρτ ποστάλ και η δεύτερη αυτούς και αυτές που έχουν την ατυχία να απεικονίζονται σ’ αυτή την καρτ ποστάλ ως αναπόσπαστο κομμάτι του φόντου.

H εικόνα θυμίζει εκείνο τον μυστήριο πλανήτη που επισκέπτεται το πλήρωμα του Εντερπράιζ στο επεισόδιο-πιλότο της κλασικής σειράς Star Trek. Έχοντας λάβει σήμα από διαστημικούς ναυαγούς, το Εντερπράιζ προσεγγίζει έναν άγονο πλανήτη, για να διαπιστώσει πικρά ότι έχει εξαπατηθεί από μια περίεργη διαστημική φυλή με υπερμεγέθεις εγκεφάλους, η οποία και συλλαμβάνει τον κυβερνήτη Πάικ (που στην κανονική ροή της σειράς γίνεται ο Κερκ).

Σταδιακά, μέσα από το κελί του ο κυβερνήτης μαθαίνει την ιστορία του πλανήτη: συνεχείς αιματηροί πόλεμοι κατέστησαν τον πλανήτη άγονο, αναγκάζοντας τους επιζήσαντες να καταφύγουν σε σπηλιές κάτω από το έδαφος. Εκεί, σταδιακά ανέπτυξαν την ικανότητα να ζουν και να απολαμβάνουν φαντασιώσεις που βιώνονται ως πραγματικότητα. Και έπειτα κατάφεραν να μεταδίδουν και στους άλλους αυτές τις φαντασιώσεις. Μπερδεύοντας τα θύματά τους, κάνοντάς τα να νομίζουν ότι ζουν αυτό που οι ίδιοι έχουν κατασκευάσει ως σενάριο, επιβίωσαν ανά τους αιώνες.

Οι ίδιοι μοιάζει να ζουν ευτυχισμένοι, έχοντας την ευκαιρία να επιλέγουν κάθε μέρα και μια διαφορετική φαντασίωση. Πού είναι ωστόσο το πρόβλημα; Και γιατί χρειάζονται αιχμαλώτους; Η απάντηση ξαφνιάζει: παραδομένοι στον κόσμο της φαντασίωσης, απώλεσαν σταδιακά την ικανότητα της πρακτικής εργασίας. Τυφλωμένοι από την αφηρημένη απόλαυση, στέκουν ανίκανοι μπροστά στις μηχανές τους, οι οποίες καταστρέφονται, ο τεχνικός πολιτισμός τους καταρρέει.

Πάνω σ’ αυτή τη βάση καταστρώνουν το σχέδιο της δημιουργίας μιας ανθρώπινης αποικίας δούλων, οι οποίοι και θα αναλάβουν, έναντι φυσικά της αφειδούς παροχέτευσης φαντασιώσεων, όλη τη «βρόμικη» δουλειά.

Λέγεται, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ότι ο πιο εύκολος τρόπος να «καλύψεις» μια αληθινή ιστορία είναι το να δηλώσεις ρητά πως κάθε πρόσωπο και κατάσταση που αναφέρονται σε αυτή είναι φανταστικά. Αν η πραγματικότητα είναι αβίωτη, τότε ίσως ο μόνος τρόπος ανοχής για όσους και όσες την υφίστανται είναι να αφεθούν σε μια φανταστική, παράλληλη πραγματικότητα. Κοινώς, εκεί, κατά τη δωδέκατη ώρα εργασίας να ρίχνει κανείς και καμιά ματιά στα στόρι παραλίας κάποιου ινφλουένσερ στο Instagram ή, γιατί όχι, ενός στελέχους της κυβέρνησης.