Νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο Lancet για τη Δημόσια Υγεία στην Ελλάδα, διαπιστώνει για ακόμη μία φορά πως, ενώ όλοι γνωρίζουμε τα προβλήματα και τις προκλήσεις, εδώ και δύο δεκαετίες, αδυνατούμε να τα αντιμετωπίζουμε, παρά τις όποιες μεταρρυθμίσεις.
Η μελέτη, η οποία φέρει την υπογραφή των ελλήνων καθηγητών στον τομέα Πολιτικής και Οικονομικών της Υγείας, Ηλία Μόσιαλου, Ηλία Κυριόπουλου, Κώστα Αθανασάκη, Στεργιανής Τσόλη και Ειρήνης Παπανικόλα, παρακολουθεί το 15ετές ταξίδι της Ελλάδας μέσα από αλληλεπικαλυπτόμενες κρίσεις, διαπιστώνοντας τις προκλήσεις που παραμένουν εδώ και χρόνια.
Ειδικότερα, όσον αφορά τις «επίμονες» προκλήσεις παρατηρεί ότι:
- Μέχρι το 2050, πάνω από το 33% των Ελλήνων θα είναι άνω των 65 ετών. Ένας πληθυσμός ο οποίος θα παρουσιάζει πολυνοσηρότητα πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ
- Η χώρα μας διαθέτει το 2ο υψηλότερο ποσοστό καπνίσματος στην ΕΕ, ενώ σημειώνει αύξηση της παχυσαρκίας και μείωση της υιοθέτησης της μεσογειακής διατροφής
- Η Ελλάδα καταγράφει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μικροβιακής αντοχής στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει σημαντικές κλιματικές προκλήσεις και μεταναστευτικές πιέσεις
Οι οικονομικές πιέσεις
Την ίδια στιγμή, παραμένουν και οι οικονομικές πιέσεις. Στην Ελλάδα, οι δαπάνες για την υγεία αποτελούν το 8,6% του ΑΕΠ, ποσοστό που υπολείπεται του μέσου όρο του ΟΟΣΑ. Την ίδια στιγμή, με βάση και τα τελευταία στοιχεία, οι Έλληνες καλούμαστε να καταβάλουμε από την τσέπη μας ποσά που αντιστοιχούν στο 34% των συνολικών δαπανών για την υγεία, όταν στην ΕΕ ο μέσος όρος είναι 15%.
Επίσης, σχεδόν 1 στα 10 νοικοκυριά αντιμετωπίζει τεράστιες δαπάνες για την υγεία, δηλαδή «θυσιάζει» άλλες σημαντικές δαπάνες, προκειμένου να εξασφαλίσει τα χρήματα για την υγειονομική του περίθαλψη.
Οι ανισότητες
Σημαντική είναι η αναφορά της μελέτης και στις ανισότητες μεταξύ των πολιτών. Διαπιστώνει ότι οι Έλληνες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, στο 64% είναι παχύσαρκοι, όταν στην ΕΕ, κατά μέσο όρο, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 54%. Επίσης, το 14% του πληθυσμού αντιμετωπίζει σοβαρές στερήσεις σε υλικά αγαθά, αλλά και κοινωνική περιθωριοποίηση. Επιπρόσθετα, η μακροχρόνια φροντίδα είναι σε μεγάλο βαθμό απρόσιτη, καθώς το 55% των ατόμων που την έχουν ανάγκη, δυσκολεύεται, έναντι μέσου όρου 12% στην ΕΕ.
Τα συμπεράσματα
Η μελέτη καταλήγει στα εξής διδάγματα: Από τη μια, θεωρείται πρόοδος η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων με τη δημιουργία του ΕΟΠΥΥ, αν και αυτή η μεταρρύθμιση παραμένει μη αξιοποιήσιμη σε σημαντικό βαθμό, καθώς στερείται στρατηγικής αγοραστικής δυνατότητας. Επιπλέον, διαπιστώνεται αποτελεσματικός ο αρχικός συντονισμός κατά της πανδημίας COVID-19.
Από την άλλη, έχουμε και κάποιες σταθερές αποτυχίες. Ο ΕΟΠΥΥ λειτουργεί ως εκτελών την επεξεργασία απαιτήσεων και όχι ως στρατηγικός αγοραστής. Παράλληλα, υπάρχει μια κατακερματισμένη εφαρμογή στις πολιτικές παρεμβάσεις στην υγειονομική περίθαλψη, η οποία επιβαρύνεται και από τα αδύναμα συστήματα παρακολούθησης της υλοποίησης των εφαρμοστικών μέτρων.
Σύμφωνα με τη μελέτη, έρευνα, ήδη από το 2005-2007, είχε εντοπίσει αυτά ακριβώς τα προβλήματα: κατακερματισμένη κάλυψη, φθίνουσα χρηματοδότηση, άτυπες πληρωμές, υπερπροσφορά ειδικών και ανεπαρκή προσφορά νοσηλευτών και κατανομή πόρων, που καθοδηγείται από την πολιτική και όχι από την απόδοση. Πολλαπλές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες απέτυχαν, λόγω της αντίθεσης των ομάδων συμφερόντων και της θεσμικής αδράνειας, που έχει τις ρίζες της στις πελατειακές σχέσεις και την αδύναμη διοικητική ικανότητα.
Τα διδάγματα
Η μελέτη καταλήγει στο ότι η ανθεκτικότητα ενός συστήματος υγείας εξαρτάται, όχι μόνο από την υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων, αλλά και από τους θεσμούς, τους πόρους και τη λογοδοσία που μετουσιώνουν την πολιτική σε διαρκή δράση.
Η ελληνική εμπειρία δείχνει αξιοσημείωτη στασιμότητα – τα ίδια διαρθρωτικά προβλήματα εξακολουθούν να υπάρχουν εδώ και δεκαετίες – δείχνοντας ότι ο επιτυχής μετασχηματισμός του συστήματος υγείας απαιτεί την αντιμετώπιση βαθιών θεσμικών και πολιτικών παραγόντων της οικονομίας και όχι μόνο την εφαρμογή τεχνικών μεταρρυθμίσεων.





