Το καλοκαίρι του 2015, όταν έγινε το δημοψήφισμα, επιβίωνα χάρη σε μια υποτροφία του ΕΚΠΑ. Το ενοίκιο που εισέπρατε μέσω του κληροδοτήματος το Πανεπιστήμιο χρηματοδοτούσε τις σπουδές μου. Ήταν ένα κτήριο στο κέντρο της πόλης που φιλοξενούσε ένα video club που πουλούσε dvd β’ διαλογής και ερωτικές ταινίες. Το ύψος της υποτροφίας αρκούσε για «μια ζωή χωρίς ζωή», παρόλα αυτά ήταν πολύτιμη και λίγο πιο μεγάλη από το μισθό των 600 ευρώ που λάμβανα πριν ξεκινήσω τη διατριβή μου.
Διδακτορικός φοιτητής σε ένα κορυφαίο δημόσιο Πανεπιστήμιο της Ισπανίας, η έρευνά μου προχωρούσε, παρουσίαζα κομμάτια της σε συνέδρια, τα πρώτα papers δημοσιεύονταν, το προφίλ μου στο Academia με ενημέρωνε για τις παραπομπές σε εργασίες μου. Δεν ήταν τόσο ευοίωνο όσο ακούγεται.
Δίχως να παραγνωρίζω το προνόμιο της μόρφωσης και της πρόσβασης σε αυτή, όσο πηγαινοερχόμουν Αθήνα-Βαρκελώνη, γινόμουν σταδιακά κομμάτι του ακαδημαϊκού πρεκαριάτου (όρος από τις λέξεις precarious, δηλ. επισφαλής, και προλεταριάτο). Οι μηχανές ζεσταίνονταν για το επίπονο και δύσκολο ταξίδι στην επικράτεια της νεοφιλελεύθερης ακαδημίας, εκεί όπου η έρευνα και η γνώση υποβαθμίζονται σε μετρήσιμους δείκτες αποδοτικότητας και κρίνουν πότε και πού θα βρεις ένα post doc. κάπου στην Ευρώπη και μετά ένα tenure κάπου άλλου και μετά, με μεγαλύτερο άγχος, ένα ακόμα σε άλλη χώρα και ύστερα ένα ακόμα -γιατί πάντα θα υπάρχει κάποιος με περισσότερα προσόντα- σε μια τρίτη χώρα.
Κάποια στιγμή θα κοιταχτείς ένα πρωινό στο καθρέφτη και θα διαπιστώσεις ότι έχουν κυλήσει δέκα χρόνια που τα έχεις περάσει μέσα σε τρένα που διασχίζουν τα πιο απίθανα χωριά της Ευρώπης, με προσωπική ζωή διαλυμένη και σχέσεις ξεχαρβαλωμένες. Η έλλειψη οποιασδήποτε προοπτικής για αξιοπρεπή επιβίωση στην Ελλάδα έκανε τα παραπάνω να μοιάζουν με μονόδρομο.
Ήμουν 31, ήμουν άτρωτος.
Κανένα σημάδι, καμία πληγή δεν μπορούσε να είναι τόσο βαθιά.
Δημοψήφισμα 2015: Από την «κατάσταση εξαίρεσης» στη «νέα κανονικότητα»
Είναι δύσκολο να μιλήσεις για το δημοψήφισμα του 2015 χωρίς το προνόμιο της μεταγενέστερης γνώσης. Η εποχή αυτή μοιάζει πολύ μακρινή, ξεχασμένη και ξεπερασμένη, όχι μόνο διότι το «Όχι» διαψεύστηκε στην πράξη μέσα σε λίγα 24ωρα από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, μετατρέποντας τον ΣΥΡΙΖΑ σε αντιπαράδειγμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς, αλλά και επειδή όσα συγκροτούσαν τότε μια «κατάσταση εξαίρεσης» έχουν σήμερα μεταβολιστεί σε ένα δόγμα «νέας κανονικότητας», αυτής των πολυκρίσεων.
Αντίθετα -και καθόλου παράδοξα- είναι πολύ εύκολο να μιλήσεις για τους λόγους που επέλεξες το «Όχι». Όσο κι αν φθίνει το αποτύπωμά του και οι μετέπειτα πολιτικοί χειρισμοί επέβαλλαν συγκεκριμένες ερμηνείες στο αποτέλεσμά του, το δημοψήφισμα διαθέτει ως γεγονός τη δική του αυταξία. Στέκει αυτόνομα στο χρόνο και αποτελεί μια ορατή τομή στο σώμα της μεταπολίτευσης.

Φωτό: Νίκος Παλαιολόγος/SOOC
Η επιλογή του «Όχι» δεν ήταν μόνομια πράξη πολιτικής ανυπακοής και αντίστασης, ήταν ένας φορέας προσδοκίας για την ανατροπή της λιτότητας, για μια πιο δημοκρατική Ευρώπη -ακόμα και εκτός ΕΕ- η οποία δεν θα λειτουργούσε με όρους της cosa nostra, και για μια πιο δίκαιη κοινωνία, η οποία τότε βυθιζόταν σε ένα καθοδικό σπιράλ εσωτερικής υποτίμησης,
Δέκα χρόνια μετά, τα παραπάνω αιτήματα ακούγονται αδιανόητα μέσα στο τρέχον περιβάλλον της ΕΕ, πάρα τις επανειλημμένες δημόσιες παραδοχές για την λανθασμένη διαχείριση του ελληνικού προγράμματος διάσωσης και παρά τη σιωπηρή αποδοχή της ηγεσίας της ΕΕ ότι σε περιόδους κρίσεων απαιτείται χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, όπως δηλαδή συνέβη στην πανδημική κρίση.
Ένα «Όχι» που ισοδυναμούσε με κατάφαση
Η ανακοίνωση του δημοψηφίσματος, Παρασκευή βράδυ, μας βρήκε στο κέντρο της πόλης, σε μια στοά στου Ψυρρή, που εκείνα τα χρόνια ήταν ένας ανοιχτός ερειπιώνας της μείνστριμ διασκέδασης των 90s.
Η Αθήνα του 2015 δεν είχε παραδοθεί ακόμα στους τουρίστες και στα ροδάκια των αποσκευών τους. Η πόλη διατηρούσε μετά βίας σφυγμό. Οι ξένοι ήταν δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες που αναζητούσαν στην Αθήνα το «νέο Βερολίνο». Οι Έλληνες fixers ήταν πολύτιμοι και δυσεύρετοι – και πολύ καλά αμειβόμενοι.
Στα «βράδια της κρίσης» κάναμε όσα κάναμε και τα «κανονικά βράδια», πριν δηλαδή ο Γιώργος Παπανδρέου σταθεί στο λιμάνι του Καστελόριζου το 2010. Ερωτευόμασταν, τσακωνόμασταν, χωρίζαμε, γελούσαμε, μεθούσαμε και δεν θυμόμασταν τίποτα την επόμενη μέρα.

Φωτό: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ ΑΠΕ-ΜΠΕ/ ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Με μία όμως διαφορά: Θα αποχαιρετούσαμε φίλους που φεύγανε για το εξωτερικό, θα γινόμασταν μάρτυρες μιας ιστορίας που θα είχε στο επίκεντρό της τηλέφωνα από εισπρακτικές, θα κάναμε ταχύρρυθμα στην μπακάλικη της απλήρωτης και κακοπληρωμένης εργασίας: «Λίγο υπομονή, πάρε κάτι για να κινείσαι και τα υπόλοιπα τα βρίσκουμε», θα θυμόμασταν τότε που χρειάστηκε να ξημεροβραδιαστούμε στο ρημαγμένο Ε.Σ.Υ.
Δεν ζούσαμε μέσα στην κρίση. Ήμασταν η κρίση.
Μοιάζαμε κάπως έτσι: Επιπλέαμε ανάσκελα στο νερό, ο ήλιος έκαιγε το πρόσωπό μας. Ήταν ενοχλητικό και ανυπόφορο, αλλά όταν κλείναμε τα μάτια αυτή η πορτοκαλί σφαίρα που σχηματιζόταν κάτω από τα βλέφαρά μας ήταν όλη η κατάφαση για ζωή -αυτό μας κράτησε.
Συζητούσαμε για το Game of Thrones, υπογραμμίζαμε τις σελίδες από τα βιβλία του Χρήστου Οικονόμου και τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας κάνοντας κάποιο ευφυολόγημα με όλη αυτή την τεχνοκρατική jargon που φούλαρε την καθημερινότητά μας με φράσεις όπως «δημιουργική ασάφεια», «αμοιβαία επωφελής συμφωνία» και «IOU». Τα live blogs για το «Greek Drama» ήταν οι δικές μας καλοκαιρίνες επαναλήψεις του «Ρετιρέ».
«Όχι»: Η τελευταία έκλαμψη ελπίδας
Προφανώς υπήρχε και φόβος.
Οι τράπεζες κλειστές, οι ουρές στα ATM, μια καθολική αβεβαιότητα η οποία συνδυαζόταν με μια παράταιρη ελαφρότητα από πολλά κυβερνητικά στελέχη. Δεν ήταν βόλτα στην παιδική χαρά όλο αυτό.
Το δημοψήφισμα, άλλωστε, ήρθε ως ένας ακόμα τακτικισμός μιας κυβέρνησης που είχε ήδη αποδείξει πόσο απελπιστικά απροετοίμαστη ήταν για αυτό που αποκαλούσε «διαπραγμάτευση με τους θεσμούς». Ήταν μια ολιγοήμερη παύση της λογικής της ανάθεσης την οποία μεθοδικά είχε επιβάλει ήδη από το 2012 όταν βρέθηκε σε κυβερνητική τροχιά. Αντίστοιχα δραματικά απροετοίμαστη ήταν για και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όποιο κι αν ήταν.
Από σπόντα λοιπόν δόθηκε η ευκαιρία στο εκλογικό σώμα να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του απέναντι στους δανειστές της χώρας. Δεδομένου ότι ήταν μια δυσαρέσκεια που εκκινούσε από διαφορετικές καταβολές, υπήρξαν αναπόφευκτα υπερβολές, βολικές γενικεύσεις, μίσος, ανεδαφικές συλλογιστικές και απλουστεύσεις που δεν άντεχαν ούτε μερικά δευτερόλεπτα κριτικής. Δεν ήταν όμως μεγαλύτερης έντασης και τοξικής σφοδρότητας συγκριτικά με την πλευρά του «Ναι», η οποία έχει την ανερυθρίαστη υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας του μιντιακού μηχανισμού της χώρας.

Φωτό: Νίκος Παλαιολόγος/SOOC
Παρόλα αυτά, την εβδομάδα πριν το Δημοψήφισμα, με αποκορύφωση τη συγκέντρωση του «Όχι» στις 3/7, υπήρχε η αίσθηση ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν κι αλλιώς, ότι το δίκαιο είναι με την πλευρά μας, ότι υπάρχει και ένας άλλος εναλλακτικός δρόμος που μπορούμε να βαδίσουμε με αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια. Το «Όχι» ερχόταν ως απάντηση σε όλες εκείνες τις ομιλούσες κεφάλες που φτυάριζαν φτηνή λοιδορία απέναντι σε κάθε συλλογική έκφραση, σε κάθε συλλογική διεκδίκηση, σε κάθε κοινό πρόταγμα.
Το «Όχι» δεν γεννήθηκε σε ιστορικό κενό. Είχαν προηγηθεί οι φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2007, ο Δεκέμβρης του 2008, οι πρώτες αντιμνημονιακές διαδηλώσεις του 2010 και οι πλατείες του 2011.
Ήταν ίσως η τελευταία έκλαμψη ελπίδας μέσα σε ένα ολοένα και πιο ασφυκτικό περιβάλλον αλλεπάλληλων κρίσεων που κάθε φορά φανερώνουν με μεγαλύτερη ένταση την γύμνια και την ανεπάρκεια της Ευρωπαϊκής ηγεσίας. Βαφτίστηκε «πλάνη», «αυταπάτη», «πολιτική ανωριμότητα», ωστόσο η προσδοκία της αλλαγής είναι αυτή που απουσιάζει πλήρως από το δημόσιο διάλογο και τις ζωές μας.
Μια χαμένη νεότητα
Την Παρασκευή της συγκέντρωσης με το που άνοιξαν οι πόρτες του μετρό στο σταθμό του Συντάγματος οι δύο συλλαβές του «Ό-ΧΙ» δονούσαν το χώρο. Σαν ωστικό κύμα σε έπαιρναν και σε οδηγούσαν στο επίπεδο της Πλατείας. Εκείνο το βράδυ περισσότεροι από 100.000 πολίτες συγκεντρώθηκαν υπέρ του «Όχι» μόνο στην Αθήνα.

Φωτό: ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ/ ΑΠΕ-ΜΠΕ/ ΑΠΕ-ΜΠΕ/
Θυμάμαι ότι τα κινητά δεν λειτουργούσαν, με πολλούς που είχαμε κανονίσει να βρεθούμε δεν συναντηθήκαμε ποτέ. Η ζέστη ήταν αφόρητη, τα μάρμαρα έβραζαν, η άσφαλτος μπροστά από το Κοινοβούλιο έκαιγε. Είχε νυχτώσει για τα καλά, κοίταξα προς τον ουρανό, έκλεισα τα μάτια κι όμως κάτω από τα βλέφαρα σχηματίστηκε αυτή η πορτοκαλί σφαίρα.
Σήμερα έχω συμβιβαστεί με τη συνειδητοποίηση ότι για πολλούς από εμάς, που τότε ήμασταν στα 30 και σήμερα στα 40, μερικά από τα πιο παραγωγικά μας χρόνια χάθηκαν μέσα στην ιλιγγιώδη καθοδική δίνη των οικονομικών δεικτών. Ο Έλβις έχει φύγει από το κτήριο -λυπούμαστε πολύ κι αντίο σας. Ταξιδέψαμε, άλλα όχι όσο θα επιθυμούσαμε. Πιθανόν να συντηρούμε ένα σπίτι, όχι όμως αυτό που κάποτε είχαμε ή θα θέλαμε να έχουμε.
Το «Όχι» ήταν η αυτονόητη υπεράσπιση μιας χαμένης πια νεότητας.
Το «δέκα χρόνια πριν» είναι πριν από πόλλά καθοριστικά που μου συνέβησαν. Είναι πριν τη γονοεϊκόητα, πριν τις μεγάλες απώλειες. Δέκα χρόνια πριν πίστευα ότι αυτή θα ήταν μια τομή που θα άφηνε ένα πολυ βαθύ σημαδί στην ελληνική κοινωνία, θα ήταν καίρια για τη συνειδητοποίηση της ταξικής διαστρωμάτωσής της. Θα έκανα σήμερα το ίδιο; Σε αυτή την ερώτηση υπάρχει ο μοναδικός χώρος για ένα «Ναι».
Δέκα χρόνια μετά κανείς δεν νοσταλγεί αυτή την Κυριακή, που έχουμε αρχίσει να αμφιβάλλουμε αν όντως ποτέ υπήρξε.