Ο μακαρίτης ο πατέρας μου τον αγαπούσε πολύ τον Διονύση Σαββόπουλο. Δεν είχαμε βέβαια ούτε έναν δίσκο του στο σπίτι γιατί κάποια στιγμή αποφάσισε να χαρίσει το πικάπ και όλα τα βινύλια του στη μικρότερη αδελφή του.

Δεν την κατάλαβα ποτέ αυτή του την κίνηση. Νομίζω πως θεωρούσε την ενασχόληση με την τέχνη (ακόμη και από τη θέση του απλού ακροατή) μη ταιριαστή με τον ρόλο του ώριμου, γεμάτου ευθύνες οικογενειάρχη.

Τον θυμάμαι πάντως να τον κοιτάζει και να τον ακούει με θαυμασμό κάθε φορά που βλέπαμε το «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι» και όποια άλλη εκπομπή της δημόσιας τηλεόρασης μπορεί να τον είχε καλεσμένο.

Η πρώτη συναυλία που παρακολουθήσαμε οικογενειακώς δεν θα μπορούσε λοιπόν να μην είναι δική του. Πρόκειται για ένα από τα live που έκανε ο Νιόνιος στα ακριτικά στρατόπεδα της Ελλάδας το 1991.

Εμείς είχαμε πάει στους Τοξότες του Νέστου και αυτό που έχει χαραχτεί πιο έντονα στη μνήμη μου είναι η εικόνα της, μάλλον εκκεντρικής για τα δεδομένα της επαρχίας, μητέρας ενός συμμαθητή μου που σηκώθηκε να χορέψει έξαλλα στο «Ας Κρατήσουν οι Χοροί». Στο δικό μας μικροαστικό σύμπαν τέτοιες κινήσεις γίνονταν αμέσως διακριτικά κατακριτέες.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος παίζει μπάσο σε παράσταση στη Θεσσαλονίκη το 1990.

Όταν πήγαινα στο Λύκειο ένας άλλος συμμαθητής μου απέκτησε πάθος με τον Σαββόπουλο και οι γονείς του του αγόρασαν μια έκδοση που είχε κυκλοφορήσει τότε με όλους τους δίσκους από τη Lyra. Ήταν ένα υπέροχο λεύκωμα που το ζήλευα τόσο πολύ.

Μου το δάνεισε για να αντιγράψω τα cd σε κασέτες και ήταν τότε που άρχισα να βυθίζομαι ουσιαστικά στο έργο του:  το «Περιβόλι του Τρελού», το «Βρώμικο Ψωμί», το «Δέκα Χρόνια Κομμάτια»,  τα «Τραπεζάκια Έξω» παραμένουν ακόμη οι αγαπημένοι μου δίσκοι του. Μου φαίνονταν αδιανόητα τα πράγματα που είχε γράψει τόσες δεκαετίες πριν.

Έγινα φαν όμως το έδαφος είχε προλειανθεί. Κάθε γιος που θέλει να συνδεθεί συναισθηματικά με έναν πατέρα που είναι εκεί με χίλιους τρόπους αλλά κρατάει και τις αποστάσεις του ψάχνει να βρει κάτι συγκινητικό που να τους ενώνει. Αυτά τα αριστουργήματα το έκαναν εύκολο.

Γυμναστικές επιδείξεις το 1956. Σε πρωτο πλάνο ο 12χρονος μαθητής Διονύσης Σαββόπουλος.

Εκείνο το διάστημα ο Σαββόπουλο ήρθε στην Ξάνθη για συναυλία στο Δημοτικό Αμφιθέατρο. Όταν τελείωσε πήγαμε με τον προαναφερθέντα συμμαθητή να του μιλήσουμε. Η συζήτηση πήγε καλά μέχρι τη στιγμή που ο Κυριάκος (έτσι τον λένε) του είπε ότι μαθαίνει βιολί και πως θέλει να γίνει μουσικός.

Ο κύριος Διονύσης μάς καληνύχτισε σχεδόν αυτομάτως, γύρισε επί τόπου την πλάτη κι έφυγε. Τον βρίζαμε μετά, όμως θυμάμαι να σκέφτομαι πως κι εμένα αν ερχόταν επί χρόνια ο καθένας να μου λέει τον πόνο του για το όργανο που του έχει πάρει το μυαλό θα είχα σίγουρα κουραστεί.

Η επόμενη φορά που τον είδα να παίζει λάιβ ήταν στη συνάντηση νέων Άρδα, στις Καστανιές του Έβρου. Θα μου μείνει αξέχαστη η βραδιά γιατί κάποιοι από τους θεατές, μεθυσμένα νεαρά αγόρια, άρχισαν να σκαρφαλώνουν στην σκηνή.

Φωτογραφία αρχείου: Ο Διονύσης Σαββόπουλος με τη σύζυγό του, Άσπα.

Υπάρχει πάντα κάτι απειλητικό στις αγέλες ανδρών στα ντουζένια τους που έχουν καταναλώσει πολύ αλκοόλ, νομίζω ότι την ένιωσε και ο Σαββόπουλος αυτή την απειλή, όμως κατάφερε να τους πείσει να καθίσουν μπροστά του στο πάλκο κοιτάζοντας το κοινό.

Τραγουδούσαν και κουνούσαν τα χέρια τους και έμοιαζαν χαρούμενοι που τους δόθηκε η ευκαιρία να ανέβουν λίγο ψηλότερα – κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Εκτοτε τον έχω δει άπειρες φορές. Ημουν παρών όταν η Καλομοίρα του τραγούδησε τα χρόνια πολλά στο Ηρώδειο – βούρκωσα τότε με του «’60 τους εκδρομείς». Τον έχω δει σε ανοιχτούς και κλειστούς χώρους, σε Μέγαρα και σε Άλση, όμως θα μου μείνει πραγματικά αλησμόνητη μία από τις συναυλίες του στον «Παρνασσό» το 2016 οι οποίες ήταν αφιερωμένες στο «Φορτηγό».

Ο πατέρας μου είχε πεθάνει λίγους μήνες νωρίτερα. Γενικώς έχω μια δυσκολία με την επεξεργασία των συναισθημάτων μου και κλαίω δύσκολα έτσι από μόνος μου, χωρίς εξωτερικό ερέθισμα.

Όταν μπουκώνω από λύπη χρειάζομαι κάτι να λειτουργήσει ως βαλβίδα εκτόνωσης. Τις φορές που ήθελα να κλάψω για την απώλεια του μπαμπά μου έβαζα συνήθως να παίξει το «Αμυγδαλάκι» του Σπύρου Γραμμένου και τα δάκρυα έτρεχαν σαν εξαρτημένο αντανακλαστικό.

Στον παλιομοδίτικη αυτή αίθουσα της Πλατείας Καρύτση πήγα μόνος μου λοιπόν και από το πρώτο τραγούδι άρχισα να σκέφτομαι τον γονιό που έχασα, τον νεαρό που ίσως άκουγε το «Φορτηγό» στο φοιτητικό του δωμάτιο, τον πατέρα που ήθελε να είναι ακόμη πιο τρυφερός και δεν το επέτρεπε στον εαυτό του γιατί δεν ταίριαζε στην εικόνα που είχε για την αρρενωπότητα, τον άνθρωπο με τις ματαιώσεις, τις πίκρες, τις ήττες και τα τραύματα του, τον άνδρα που αγαπούσε τη μουσική αλλά την αποστέρησε από τον εαυτό του.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος το 2019 σε πρόβα στον λόφο της Σάνης, για τη συναυλία-αφιέρωμα στα 50 χρόνια από το Γούντστοκ. Σμίγοντας «παλιές κι αναμμένες τροχιές με το ροκ του μέλλοντός μας».

Άρχισα να κλαίω με λυγμούς και αυτό συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Ήταν η ευκαιρία μου να θρηνήσω.

Χάρη στα τυχερά αυτής της δουλειάς έχω κάνει μια ωραία συνέντευξη με τον Σαββόπουλο. Ηταν ευφυής, καταπληκτικός, χαρισματικός αφηγητής αλλά και λίγο απόμακρος. Οσες φορές του έχω μιλήσει από κοντά την ίδια αίσθηση αποκομίζω.

Ποτέ δεν είσαι σίγουρος τι σκέφτεται, αν σε θεωρεί κάπως συμπαθή, αν αυτό που του λες του φαίνεται έστω και λίγο ενδιαφέρον. Ανήκει στη γενιά εκείνη, στα παιδιά που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’40 είτε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε στον Εμφύλιο, που ίσως να έχουν εσωτερικεύσει τη σύγκρουση, να την κουβαλούν μέσα τους, και οι περισσότεροι δεν μπόρεσαν να επεξεργαστούν αυτά που τους πόνεσαν πολύ κάτι το οποίο τους απομάκρυνε λίγο από τους άλλους.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος (αριστερά) και ο Μάνος Λοϊζος (δεξιά) με πλανόδιο φωτογράφο τη δεκαετία του ’60.

Αυτή είναι φυσικά μια αυθαίρετη ερμηνεία. Ίσως να είναι και προβολή. Διότι υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να είναι ο Νιόνιος απλώς ένας ιδιοφυής αλλά και λίγο στρυφνός, δύσκολος τύπος.

Την αυτοβιογραφία του που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες τη διάβασα σε μια μέρα σχεδόν. Είναι γραμμένη έτσι που αισθάνεσαι σαν να σου λέει τις ιστορίες του στο αυτί, πρόκειται για μεγάλο παραμυθά. Καταφέρνει στις σελίδες του βιβλίου του ωστόσο να γίνει και εξομολογητικός και να καταθέσει και την αυτοκριτική του.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος με τον Τζίμη Πανούλη.

Η περιγραφή της σκηνής που αυτός νομίζει ότι στέκεται επιτέλους στο ύψος του ως πατέρας και τελικά τα παιδιά του του επισημαίνουν με πόσο ναρκισσιστικό και εγωπαθή τρόπο τους απολογήθηκε είναι συγκλονιστική, το ίδιο και το κεφάλαιο όπου μιλάει με γενναιότητα για τον γάμο του, για τις απιστίες και τους καβγάδες, όλα τα δύσκολα και τα ωραία της κοινής ζωής ή οι σκέψεις που του προκάλεσε μια νοσηλεία σε κλινική όπου δεν ήταν πια ο διάσημος καλλιτέχνης αλλά ένα σαρκίο σαν όλα τα άλλα.

Ακόμη ωστόσο κι όταν γίνεται τόσο προσωπικός έχεις στο τέλος την αίσθηση ότι τα πιο πολύτιμα τα κρατάει για εκείνον. Ίσως να τα έχει βάλει στα τραγούδια του: για τα πάντα έχει μιλήσει εκεί – για την πολιτική, για τον έρωτα, για το σεξ, για τις ιδεολογίες και τις ιδεοληψίες, για τις κακοδαιμονίες και το μεγαλείο αυτής της χώρας.

Δεν μου αρέσει καθόλου βέβαια το ότι χρησιμοποιεί στα απομνημονεύματα του τόσο συχνά τη λέξη γεροντοπαλίκαρο, θα ήθελα να είναι κάπως πιο μποέμ στην κοσμοθεωρία του. Και για τον πατέρα μου το ήθελα αυτό, να μην ήταν τόσο αγκυλωμένος σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις κοινωνικές συμβάσεις.

Ζωντανή συναυλία του Διονύση Σαββόπουλου and Friends στη γενέθλια πόλη του με τίτλο Γεννήθηκα στη Σαλονίκη, στα πλαίσια την 79ης ΔΕΘ στη Θεσσαλονίκη, στις 10 Σεπτεμβρίου 2014.

Καθένας τους βέβαια έκανε το καλύτερο που μπορούσε. Ο ένας με την κιθάρα του, ο άλλος από το γραφείο της δημόσιας υπηρεσίας όπου δούλευε με συνέπεια και αίσθημα καθήκοντος με έναν ελαφρώς κιτρινισμένο χάρτη κρεμασμένο πίσω του στον τοίχο.

Αυτοί έχτισαν μεταπολεμικά την Ελλάδα. Τους αξίζει να τους αγαπάμε και να τους σεβόμαστε αλλά και να τους μαλώνουμε με τρυφερότητα όταν δυσκολεύονται να δουν τα πράγματα από τη δική μας σκοπιά.