Στις 14 Ιουνίου, ο Διονύσης Σαββόπουλος ανεβαίνει στη σκηνή του Rockwave Festival, φέρνοντας μαζί του όχι μόνο το μουσικό του παρόν, αλλά και τις μνήμες μιας διαδρομής γεμάτης τόλμη, αυτοσαρκασμό και τραγούδια-σχόλια μιας ολόκληρης εποχής.

Από τον νεαρό Θεσσαλονικιό που έφτασε το 1963 στην Αθήνα με 100 δραχμές και μια κιθάρα, μέχρι τη θρυλική φιγούρα της ελληνικής τραγουδοποιίας, ο Σαββόπουλος υπήρξε πάντοτε ένας απρόβλεπτος αφηγητής, συχνά αιρετικός, άλλοτε στοχαστικός, πάντα ειλικρινής.

Με αφορμή την εμφάνισή του στο φετινό Rockwave Festival, ανοίγουμε το ιστορικό μας αρχείο και ξαναδιαβάζουμε τον Σαββόπουλο μέσα από δικά του λόγια.

Από παλιές συνεντεύξεις και στιγμές χιούμορ, αυτοσαρκασμού και πολιτικού προβληματισμού, παρακολουθούμε τη διαδρομή ενός δημιουργού που δεν σταμάτησε ποτέ να αφηγείται και να αμφισβητεί μέσα από τη μουσική του.

Στις 7 Αυγούστου 1975, παραχωρεί συνέντευξη στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» και τον Γιώργο Κ. Πηλιχό, με αφορμή την επέτειο για τη δεκάχρονη (1965-1975) παρουσία του στο ελληνικό τραγούδι και την έκδοση του δίσκου «Δέκα χρόνια κομμάτια».

Ο Διονύσης Σαββόπουλος ανακαλεί στη μνήμη του τα πρώτα του βήματα στην Αθήνα του ’63, μια πόλη σκληρή, ξένη, αλλά και γεμάτη δυνατότητες για όποιον άντεχε να επιμείνει:

«Εμένα όπως ίσως ξέρεις μ’ έφερε εδώ ένα φορτηγό, από ένα μέρος τόσο μακρινό που μερικές φορές αμφιβάλλω αν υπάρχει καν! Το μέρος λέγεται Θεσσαλονίκη και εδώ λέγεται Αθήνα και είναι αίσχος!

Ο ρόλος των Μαμαγκάκη, Λοΐζου, Μαρκόπουλου

»Το ’63, λοιπόν, που έφτασα εδώ, δεν ήξερα κανένα. Είχα μόνο 100 δραχμές και πήγα το πρώτο βράδυ κι έφαγα στου Τσιτσάνη αλλά και κείνος μου είπε την “Αρχόντισσα” και καθόμουνα στο τραπεζάκι μόνος και άκουγα.

»Μετά πήγα στο “Παρκ” απ’ τα παρασκήνια να πιάσω θέση στη χορωδία – θυμάσαι: Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, “Μαγική πόλη” – και αποτάθηκα σ’ έναν με μεγάλο κεφάλι που ήταν υπεύθυνος εκεί, τον Μάνο Λοΐζο.

»Δεν μπόρεσε να μου εξασφαλίσει δουλειά αλλά το πήρε προσωπικά και με φιλοξένησε για καιρό στο σπίτι του, στον Ταύρο, και μου έδειχνε μάλιστα και κιθάρα.

»Δυστυχώς παρεξήγησε την εφηβική μου αθυροστομία και σε κάποια περίπτωση θεώρησε ότι πρόσβαλα τη γυναίκα του και μ’ έδιωξε.

»Μετά όμως διαλύθηκε η παρεξήγηση κι έκτοτε είμαστε πολύ φίλοι. Αξιοπρεπέστατος κύριος. Δουλέψαμε μετά μαζί στη “Στοά» του Γιώργου Κούνδουρου. Ο Μάνος συνόδευε στην κιθάρα τη Μαρία τη Φαραντούρη.

»Εγώ δεν είχα καμιά επιτυχία. […] Γενικά τραγουδούσα μη ακουόμενος και όταν έβγαινα ο κόσμος έλεγε “αχ πάλι αυτός;”».

Πώς όμως από το «αχ πάλι αυτός;» έφτασε στο δισκογραφικό του ντεμπούτο και στη δημιουργία ενός δίσκου που αποτελεί μέχρι σήμερα τομή για το ελληνικό τραγούδι;

«Με βοήθησε ο Νίκος Μαμαγκάκης. Αυτός μου είχε βρει και το κέντρο που σου έλεγα πριν – τη “Στοά”. Τον επισκεπτόμουν συχνά εκεί που καθόταν σε κείνο το καραβάν-σεράι στην πλατεία Δεξαμενής. Έφτιαχνε τότε τον “Ερωτόκριτό” του και με ετοίμαζε για να τραγουδήσω.

»Είχα πολύ ωραίο στυλ για παραμυθάς αλλά η φωνή μου ήταν από τότε χάλια κι έτσι δεν έγινε τίποτε. Μου βρήκε όμως δουλειά στη “Στοά” κι επίσης με πήγε στη “Λύρα”, την εταιρία δίσκων του Πατσιφά και επέμενε να γυρίσω δίσκο».

Άστεγος, μοντέλο, ρεπόρτερ

Για να τα βγάλει πέρα στην πρωτεύουσα, πριν βρει τον δρόμο του στη μουσική, αναφέρει με χιούμορ τις πιο απρόσμενες και διασκεδαστικές δουλειές που αναγκάστηκε να αναλάβει:

«Α, έκανα διάφορες δουλειές. Οι πιο διασκεδαστικές ήταν, δημοσιογράφος στον “Ελεύθερο Τύπο” του Καβαφάκη, όπου μια φορά αντί να τελειώνω το ρεπορτάζ μου έγραφα νότες σ’ ένα τεφτεράκι και μπήκε ξαφνικά ο αρχισυντάκτης Μάνος και μ’ έπιασε στα πράσα κι εγώ μπερδεύτηκα (επειδή μόλις είχα τελειώσει το γυμνάσιο) και είπα “συγγνώμη κύριε γυμνασιάρχα!”

»Μετά, γυμνό μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο μάθημα του καθηγητού Μαυροειδή. Συχνά όμως ξέμενα και τότε με συμμάζευε πότε ο Λοΐζος, πότε ο Μαμαγκάκης, α ναι και ο Γιάννης Μαρκόπουλος.

»Συγκεκριμένα, το καλοκαίρι του ’64 γύρναγα άστεγος και νηστικός και κάθε βράδυ διερρήγνυα τα γραφεία του “Συλλόγου Μπέρτραντ Ράσσελ για την ειρήνη”, έστρωνα κάτω αφίσες που έγραφαν “περπάτα κι εσύ!” ή κάτι τέτοιο και κοιμόμουν κι έφευγα σκαστός το πρωί.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.3.2000, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

»Για καλή μου τύχη βρέθηκε ο Μαρκόπουλος και με φιλοξένησε για μεγάλο διάστημα στο σπίτι του, στην Κυψέλη. Ως φιλοξενούμενος υπήρξα φορτικώτατος και ενοχλητικώτατος ώσπου είδε κι απόειδε ο άνθρωπος και μούπε μια μέρα ότι έρχεται η μαμά του απ’ την Κρήτη και δυστυχώς δεν μπορεί να με φιλοξενήσει άλλο».

«Δεν θα περάσει ο φασισμός»

Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, την ώρα που το ελληνικό τραγούδι διαμορφωνόταν κυρίως από τους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, μια νεότερη γενιά μουσικών αναζητούσε τον δικό της χώρο έκφρασης, εκεί όπου περίσσευε το κενό:

»Τρία χρόνια μετά, 19 Απριλίου ’67, γινόταν μια μεγάλη συναυλία με Φαραντούρη, Λοΐζο και μένα, όπου αγκαλιασμένοι μπροστά σε κατενθουσιασμένους φοιτητές τραγουδούσαμε: “Δεν θα περά, δεν θα περάσει ο φασισμός” – τι κωμωδία!

»Δυο μέρες μετά η χρυσή μποεμία 1962-67 τέλειωνε και οι νέοι μουσικοί συνειδητοποιούσαμε πόσο δύσκολο επάγγελμα διαλέξαμε».

H αυτοεξορία

Το επόμενο διάστημα ακολούθησαν τα χρόνια της αυτοεξορίας, όπως θα τα περιέγραφε ο ίδιος, με ταξίδια, δρόμους της Ευρώπης και μουσικές του πεζοδρομίου:

»Μετά σχεδόν τα παράτησα. Παντρεύτηκα, τριγύρναγα με τη γυναίκα μου στο εξωτερικό μέχρι το ’69.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 15.12.1983, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

[…] έπαιζα αυλό στους δρόμους. Συγκεκριμένα έξω από το καφέ Σαιντ – Κλωντ, στο Παρίσι και στην Πιάτσα Ντουόμο, στο Μιλάνο. Πήγα επίσης στο Ισραήλ και τους τραγουδούσα τραγούδια του Λοΐζου. Τους άρεσαν πάρα πολύ αν και Αιγύπτιου! (σ.σ. ο Λοΐζος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια). Το “Περιβόλι του τρελλού” το έγραψα στην Ιταλία, ’68 – ’69».

«Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα!»

Όσο κι αν αποτραβιόταν, όμως, η εποχή και οι συγκυρίες τον τραβούσαν ξανά στο προσκήνιο κι εκείνος δεν δίσταζε να τοποθετηθεί, με τον δικό του τρόπο.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.6.1983, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η σχέση του με την πολιτική υπήρξε από νωρίς προσωπική, φορτισμένη και γεμάτη αντιφάσεις, όχι όμως χωρίς συνέπεια:

«Είμαι ένα περίεργο είδος αριστερού που γεννήθηκε με τον εμφύλιο και που δεν δέχεται να εκλέξει με τους όρους που του θέτει αυτός ο εμφύλιος.

»Το 1962 σε ηλικία 18 ετών έγινα στέλεχος του κόμματος της Αριστεράς. Δεν ήταν για πολύ. Για καιρό έπειτα θεωρούσα ότι η αδυναμία για μονιμότερη ένταξή μου εκεί, οφείλονταν σε δικά μου προσωπικά αίτια, στην τρέλλα που είναι αποτέλεσμα μονισμού και αλληλεγγύης ταυτοχρόνως, και στο πάθος για ό,τι κάνει τα πράγματα να είναι συνεχώς καινούργια σπάνια και μοναδικά. Τώρα πια ξέρω ότι αυτή η αδυναμία ήταν αποκλειστικά του κόμματος, που δεν μπόρεσε να δεχθεί την μικρή παραγωγική φλόγα. […]

»Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα ή παράταξη. Νομίζω ότι όποιος προσχωρεί σε κόμμα, διαιωνίζει το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε και σαν άτομα και σαν λαός εδώ και δεκαετίες».

Ούτε Πασόκα ούτε ΚΚΕ

Το 1983 ο Διονύσης Σαββόπουλος τραγουδάει παθιασμένα στον δίσκο του «Τραπεζάκια έξω» και στις συναυλίες που δίνει «Δεν είμαι Πασόκα, δεν είμαι ούτε ΚΚΕ».

YouTube thumbnail

Στο «ΒΗΜΑ» της 19ης Ιουνίου 1983, ρωτάται ευθέως για τη στάση του απέναντι στα κυρίαρχα πολιτικά ρεύματα:

«Γιατί κοντράρεις τις πολιτικές προτιμήσεις του 60% σχεδόν του ελληνικού λαού; Γιατί δεν είσαι Πασόκα ούτε ΚΚΕ;»

»“Μα λέω παρακάτω και πως ‘είμαι ότι είμαι και ό,τι τραγουδώ για σε’. Δεν αρκεί αυτό;”

»Εμένα μ’ αρέσει να συναντιέμαι με ανθρώπους και όχι με κόπιες που απαγγέλλουν το ποίημά τους.

»Γενικά, βρίσκω την πολιτική ζωή του τόπου ανώριμη και αναγκασμένη συνεχώς να μας βλέπει σαν απλά όργανα που προκαθορίζονται, από διάφορες εξ ύψους αλήθειες…”

»… Δεν χρειάζεται να με ρωτάτε, νομίζω, αν είμαι ή όχι αριστερός και τι είδους. Με ξέρετε. Είμαι ο Διονύσης Σαββόπουλος και όπως κάθε άνθρωπος έτσι και εγώ πραγματοποιώ τη ζωή κατά τρόπο προσωπικό, μοναδικό και ανεπανάληπτο».

YouTube thumbnail

Η αμφισβήτηση

Με πηγαίο ξαφνιασμό αντιδρά στην ερώτηση, πώς τοποθετεί τον εαυτό του στον χώρο της «αμφισβήτησης» σε μια άλλη συνέντευξη που παραχώρησε στον Γιάννη Φλέσσα για «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 16ης Δεκεμβρίου 1979:

«Να πιω μια γουλιά νερό να συνέλθω!»

Για εκείνον, η αμφισβήτηση δεν ορίζεται από τους «θαυμαστές» ή τους «αντιθαυμαστές» του, αλλά είναι πρωτίστως ένας πολιτικός τόνος που κυριάρχησε στη δεκαετία του ’60, όπως λέει.

Ένας τρόπος σκέψης που προέβαλε την ανάγκη για φαντασία, χιούμορ, ειλικρίνεια και δημιουργικότητα, μακριά από τα κλισέ και τις κομματικές αγκυλώσεις. Ένα ρεύμα που αποδέχτηκε τη χρησιμότητα κάθε ανθρώπου — είτε ανήκε στον υπόκοσμο είτε ήταν μορφωμένος, ομοφυλόφιλος ή απλώς αλλιώτικος.

«Ήταν μια μόδα θαυμάσια», σημειώνει. «Δυστυχώς, η μόδα αυτή φαίνεται ότι περνάει».

Εξουσία και τέχνη

Μέσα στο πνεύμα της αμφισβήτησης που χαρακτήρισε τη γενιά του, ο Σαββόπουλος υπερασπίζεται με πάθος την αυτονομία της τέχνης απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας.

«Η πραγματική τέχνη δεν έχει καμία δουλειά ούτε με τη δύναμη ούτε με την εξουσία», λέει με έμφαση.

Για τον Σαββόπουλο, κάθε συμμετοχή του καλλιτέχνη στην εξουσία τον μετατρέπει σε «πληρωμένο κοντυλοφόρο».

Η πολιτική εξουσία στην Ελλάδα, όπως την περιγράφει, στερείται δημιουργίας, έμπνευσης και γενναιοδωρίας, άρα και τέχνης. Ο κόσμος την ανέχεται από σοφία και όχι από εμπιστοσύνη: η σοφία της επιβίωσης τον συγκρατεί από το να την ανατρέψει χωρίς να έχει έτοιμο υποκατάστατο.

Την «αμφισβήτηση, την ειρωνεία, την αμφιβολία» τις θεωρεί αξίες γόνιμες σε προσωπικό επίπεδο, αλλά ατελέσφορες για συλλογικές μεταβάσεις. Σε περιόδους χωρίς σαφή δημοκρατικά αιτήματα, ο ίδιος και οι συνοδοιπόροι του βρίσκονται σε αμηχανία:

«Είμαστε καλοί μόνο όταν υπάρχει ένα μεγάλο δημοκρατικό κίνημα, να λέμε τη γνώμη μας πάνω σε θέματα όπως η ελευθερία, η ηθική, η τέχνη, τέτοια».

«Τραπέζι, φως, μολύβι, χαρτί και μια κιθάρα… Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα κι εμείς τους δίνουμε το σχήμα»

«TA NEA» της 9ης Δεκεμβρίου 1999 καλύπτουν την παρουσίαση του νέου CD του Σαββόπουλου.

Η σχέση του Διονύση Σαββόπουλου με την τέχνη και τη δημιουργία αποκαλύπτεται μέσα από μια απλή, καθημερινή εικόνα: ένα τραπέζι, φως, μολύβι, χαρτί και μια κιθάρα, όπως ο ίδιος περιγράφει:

«Πάνω σ’ ένα τραπέζι και κάτω από τη δέσμη που κάνει το φως, αρχίζω να γράφω. Αυτή είναι (και ήταν) η ζωή μου. Τραπέζι, φως, μολύβι, χαρτί και μια κιθάρα. Όλα τα άλλα – η γυναίκα μου, τα παιδιά μου… – ήταν δώρα.

»Εδώ και 35 χρόνια εγώ αισθάνομαι ότι γράφω το ίδιο τραγούδι. Ασφαλώς είναι κάτι νέο ο καινούργιος δίσκος, μόνο που εγώ δεν είμαι ο πιο κατάλληλος να σας πω. Είναι, βλέπετε, όπως όταν ξυπνάτε το πρωί και κοιτάτε τον εαυτό σας στον καθρέφτη. Τον βλέπετε πάντα 7 χρόνων».

YouTube thumbnail