Βαθμολογία
- 5: εξαιρετική
- 4: πολύ καλή
- 3: καλή
- 2: ενδιαφέρουσα
- 1: μέτρια
- 0: απαράδεκτη
Κιούκα – πριν το τέλος του καλοκαιριού
Παραγωγή: Ελλάδα, 2024
Σκηνοθεσία: Κωστής Χαραμουντάνης
Ηθοποιοί: Σιμεών Τσακίρης, Ελσα Λεκάκου, Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, Ελενα Τοπαλίδου κ.α.
Τα όσα παρακολουθούμε στην ταινία – ντεμπούτο στην σκηνοθεσία μεγάλου μήκους μυθοπλασίας του μουσικού Κωστή Χαραμουντάνη (αυτοδίδακτος σκηνοθέτης και πριν την δημιουργία της είχε παρουσιάσει αρκετές μικρού μήκους) αφορούν έναν πατέρα και τα δύο παιδιά του (Σιμεών Τσακίρης, Ελσα Λεκάκου, Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος) που κάνουν μαζί διακοπές πάνω στο σκάφος τους σε κάποιο ειδυλλιακό σημείο της Ελλάδας. Ο πατέρας είναι παθιασμένος με το ψάρεμα, τα παιδιά δείχνουν να βαριούνται και να μην ξέρουν τι να κάνουν.
Όλα κινούνται σε εντελώς χαλαρούς ρυθμούς, αν και δεν λείπουν οι εντάσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει στις διακοπές. Κάποια στιγμή θα εμφανιστεί μια γυναίκα (Ελενα Τοπαλίδου), η οποία θα συναντήσει τόσο τα παιδιά όσο και τον άντρα. Ενας άλλος άντρας (Στάθης Αποστόλου) με τα δύο παιδιά του (Αφροδίτη Καποκάκη, Ιόλη Καλαϊτζή) θα βρεθεί επίσης στο προσκήνιο.
Το σενάριο της ταινίας, είναι μάλλον σχηματικό γιατί ο Χαραμουντάνης δείχνει να ενδιαφέρεται για την δημιουργία ενός έργου «αισθαντικού», όπου μουσική, εικόνα, off αφήγηση και διάλογοι δημιουργούν έναν κόσμο πολύ ιδιαίτερο και μοναδικό. Aκόμα και τα διάφορα «παιχνίδια» που ο σκηνοθέτης κάνει με την εικόνα, τόσο στην κινηματογράφηση (π.χ. κάποιες σκηνές επαναλαμβάνονται), όσο και στο μοντάζ (το οποίο έχει κάνει ο ίδιος ο Χαραμουντάνης) προσθέτουν γοητεία στην όλη προσπάθεια.
Οι φυσικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών, είναι επίσης ένα από τα δυνατά σημεία της ταινίας την οποία παρακολουθεί κανείς χαλαρά, βουτώντας σε ένα σύμπαν αναμνήσεων, εμπνευσμένο εν μέρει (ίσως) από τον κόσμο που είχε πλάσει η Σαρλότ Γουέλς στο «Aftersun».
Βαθμολογία: 3
Λαμπυρίσματα (Los destellos)
Παραγωγή: Ισπανία, 2024
Σκηνοθεσία: Πιλάρ Παλομέρο
Ηθοποιοί: Αντόνιο ντε λα Τόρε, Μαρίνα Γκουερόλα, Πατρίτσια Λόπεζ Αρναίζ
Τα δρώμενα που λαμβάνουν χώρα στους κόλπους μιας σύγχρονης οικογένειας, άσχημα κτυπημένης από την μοίρα μπαίνουν κάτω από το κινηματογραφικό μικροσκόπιο της Ισπανίδας σκηνοθέτριας Πιλάρ Παλομέρο, η οποία περισσότερο παρατηρεί παρά σχολιάζει: ένα πατέρας (Αντόνιο ντε λα Τόρε) βρίσκεται ένα βήμα πριν τον θάνατο λόγω της βαριάς ασθένειάς του που τον έχει αδρανοποιήσει πλήρως. Η φοιτήτρια κόρη του (Μαρίνα Γκουερόλα) τον επισκέπτεται συχνά από την Βαλένθια όπου σπουδάζει και τον προσέχει. Και το βαρόμετρο της ιστοράς, η σύζυγος του ασθενούς (Πατρίτσια Λόπεζ Αρναίζ) προσπαθεί να συνεχίσει την ζωή της με όσο το δυνατόν λιγότερη επαφή μαζί του.
Γιατί η ζωή πρέπει να συνεχιστεί. Η ταινία δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στην πλοκή – ενδιαφέρεται κυρίως για τα βλέμματα, τις μικρές ή μεγάλες αντιδράσεις, με βάση κυρίως τις σιωπές των ηρώων τις οποίες η Παλομέρο χειρίζεται θαυμάσια (και με την πολύτιμη βοήθεια του τρίο των εκφραστικών ηθοποιών της). Σημασία για εκείνη έχουν τα μικρά καθημερινά πράγματα, εκείνα που τελικά διαμορφώνουν τις ζωές ανθρώπων δυστυχισμένων – από την προσπάθεια του πατέρα να φορέσει τις κάλτσες του, μέχρι μια στιγμιαία αγκαλιά της κόρης του, από την επίσκεψη μιας ομάδας υποστήριξης, μέχρι την βόλτα που θα κάνει μαζί με τον άντρα της η γυναίκα για να αναπολήσουν παρέα και για λίγα λεπτά την ομορφιά του παρελθόντος.
Ωστόσο, αυτό που βγαίνει από την ταινία είναι ότι κάπου, ακόμα και μέσα από την θλίψη του θανάτου, μπορεί να λάμψει και η ευτυχία. Γιατί όπως επισημαίνει (πολύ σωστά) ένας από τους ανθρώπους της ομάδας υποστήριξης, «το να μην θυμόμαστε τον θάνατο δεν είναι καλό – ακόμα και η σκέψη του θανάτου κάνει την ζωή πιο ενδιαφέρουσα».
Βαθμολογία: 2 ½
«Πειθαρχική Μεραρχία 999» Γερμανοί Αντιφασίστες στην Ελλάδα 1941–1945
Σκηνοθεσία: Κώστας Σταματόπουλος (ντοκιμαντέρ)
Ο τίτλος, «Πειθαρχική Μεραρχία 999» – αναφέρεται στις μονάδες τιμωρίας που ιδρύθηκαν από το Γ΄ Ράιχ για να μετατρέψουν σε στρατιώτες, όσους είχαν κριθεί «ανάξιοι να υπηρετήσουν» – οι πολιτικοί κρατούμενοι, οι αντιφρονούντες και γενικώς «ανεπιθύμητοι» για το καθεστώς, κυρίως οι κομμουνιστές. Tο 1942 σε αυτές τις μονάδες, χωρίς ουσιαστική εκπαίδευση, με ελλιπή εξοπλισμό σε αποστολές υψηλού κινδύνου, οδηγήθηκαν περίπου 28.000 άνδρες και από το 1943, πολλοί από αυτούς στάλθηκαν στην κατεχόμενη Ελλάδα (Πελοπόννησος, Θεσσαλία, νησιά Ανατολικού Αιγαίου), όπου, όντας υπό διαρκή δυσπιστία από τη ναζιστική στρατιωτική διοίκηση, χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για τη φύλαξη ακτών και «εκκαθαρισμένων» περιοχών.
Η άμεση επαφή τους με τον ελληνικό πληθυσμό και τους αντάρτες του ΕΛΑΣ αποτέλεσε τον καταλύτη για μαζικές λιποταξίες, ενώ με την δράση τους, αυτοί οι Γερμανοί έσωσαν χιλιάδες ανθρώπους από τον θάνατο. Και εκείνο που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ακόμη μεγαλύτερη πίκρα στο ντοκιμαντέρ του Σταματόπουλου (που χρειάστηκε οκτώ χρόνια για να ολοκληρωθεί), είναι η αντιμετώπιση αυτών των αφανών ηρώων μετά τη λήξη του πολέμου. Δεν ήταν πουθενά επιθυμητοί. Ούτε στην απελευθερωμένη Ελλάδα η οποία βρισκόταν στα χέρια των Αγγλων (που αντιμετώπισαν όσους Γερμανούς παραδόθηκαν σε αυτούς με τον χειρότερο τρόπο), ούτε και στην πατρίδα τους η οποία διά νόμου τους αντιμετώπισε ως προδότες.
Όλα αυτά τα μαθαίνουμε μέσα από τις αφηγήσεις Γερμανών που βρέθηκαν στην Ελλάδα (Ερβιν Σουλτς, Αουγκουστ Πίρκερ κ.α.), ιστορικών και επιστημόνων (Γιοχάνες Τούχελ – Γερμανός πολιτικός επιστήμονας, διευθυντής του Κέντρου Μνήμης της Γερμανικής Αντίστασης στο Βερολίνο, Έμπερχαρντ Ροντχόλτς– Γερμανός ιστορικός, δημοσιογράφος και συγγραφέας, Δημήτρης Μάντζαρης – Διδάκτωρ Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, συγγραφέας), Ελλήνων μαχητών (Βλάσσης Παπαγιαννακόπουλος του ΕΑΜ, Κώστας Λυμπερόπουλος του ΕΛΑΣ) ή απλών πολιτών σε διάφορα σημεία της Ελλάδας που είτε έζησαν τα γεγονότα από πρώτο χέρι, είτε νεότερους στους οποίους μεταφέρθηκαν αργότερα οι πληροφορίες. σε διάφορα σημεία της Ελλάδας.
Βαθμολογία: 3 ½
Η απόφαση (Le choix)
Παραγωγή: Γαλλία, 2024
Σκηνοθεσία: Ζιλ Μπουρντός
Για ποιόν λόγο μια ταινία δεκαετίας όπως το «Σε λάθος χρόνο» (Locke) του Στίβεν Νάιτ, στην οποία ο Τομ Χάρντι πρωταγωνιστεί μόνος μέσα σε ένα αυτοκίνητο καθ’ όλη την διάρκειά της, να ξαναγυριστεί σε άλλη γλώσσα (γαλλικά); Θα τολμούσα να υποθέσω, ότι αν όχι ο μοναδικός, ένας από τους βασικούς λόγους είναι η μεγάλη πρόκληση για τον ηθοποιό που θα αναλάβει τον ίδιο ρόλο. Ο Βενσάν Λιντόν (βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ Κανών για τον «Κανόνα της αγοράς»), είναι ένας από τους πολυτιμότερους Γάλλους ηθοποιούς σήμερα. Και είναι, επίσης, ο βασικός λόγος για να δει την ταινία κάποιος που έχει δει το «Σε λάθος χρόνο» όπου ο Τομ Χάρντι, ξεπέρασε τον εαυτό του παίζοντας ένα μονόπρακτο εν κινήσει με τον ηθοποιό διαρκώς στο βολάν ενός αυτοκινήτου και στο τηλέφωνο.
Στην ουσία παρακολουθούμε το δίωρο ενός ανθρώπου που οδηγεί κάτω από τρομερή πίεση διαρκής και από διαφορετικά μέτωπα – οικογενειακά και επαγγελματικά. Η διαχείριση αυτών των προβλημάτων απαιτεί μόνον ψυχραιμία και αποφασιστικότητα. Δεν υπάρχει άλλη λύση για έναν άνθρωπο που σύντομα καταλαβαίνουμε ότι είναι ακέραιος και αμετακίνητος στα πιστεύω του. Η πρώτη ταινία διακρίθηκε από το συγκροτημένο παίξιμο του Χάρντι και την σφιχτοδεμένη σκηνοθεσία του Νάιτ. Ηταν μια πραγματική αποκάλυψη που βρήκε το κοινό της και εκτιμήθηκε.
Το γαλλικό ριμέικ του Ζιλ Μπουρντός το οποίο βλέπουμε από σήμερα, δεν θα μπορούσε παρά να πατήσει σταθερά στα θεμέλια της πρώτης ταινίας, κάνοντας copy paste του ντεκουπάζ της με μόνες αλλαγές τη γλώσσα και το πρόσωπο του πρωταγωνιστή. Όπως στο «Σε λάθος χρόνο» έτσι και εδώ η ένταση είναι καταλυτική και η αγωνία κορυφώνεται μόνο μέσα από τους τηλεφωνικούς διαλόγους, χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει «δράση» με την παραδοσιακή έννοια του όρου, καθώς το σκηνικό μένει από την αρχή μέχρι το τέλος το ίδιο: ένας άντρας οδηγεί το αυτοκίνητό του βράδυ και επικοινωνεί με κάποιους ανθρώπους διά τηλεφώνου. Τελεία και παύλα.
Βαθμολογία: 2 ½
Guns up
Παραγωγή: ΗΠΑ, 2025)
Σκηνοθεσία: Εντουαρντ Ντρέικ
Ηθοποιοί: Κέβιν Τζέιμς, Κριστινα Ρίτσι, Μελίσα Λίο κ.α.
Ο αμετάφραστος στα ελληνικά ξένος τίτλος, όπλα υψωμένα. Και βέβαια, αμέσως καταλαβαίνεις περί τίνος πρόκειται (ακόμα και από την αφίσα). Ένα action movie β διαλογής, από αυτά που συνηθίζει να κάνει ο σκηνοθέτης Εντουαρντ Ντρέικ, ο οποίος πριν από μερικά χρόνια γύρισε αρκετές ταινίες με τον Μπρους Γουίλις στον ρόλο του Ντετέκτιν Νάιτ («Detective Knight: Redemption» κ.α.).
Εδώ, ο Κέβιν Τζέιμς ονειρεύεται να ανοίξει το δικό του εστιατόριο μαζί με την γυναίκα (Κριστινα Ρίτσι) και τα δύο παιδιά τους, αλλά πρώτα θα πρέπει να αποδεσμευτεί από την δουλειά του ως γκάνγκστερ (τα παιδιά του νομίζουν ότι παραμένει αστυνομικός). Ιστορίες ανθρώπων των οποίων οι ζωές στηρίζονται στα μυστικά και στα ψέματα έχουμε ξαναδεί καλύτερες (τα «Αληθινά ψέματα» του Τζέιμς Κάμερον για παράδειγμα), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το «Guns up» δεν το χαζεύεις.
Καλοί ηθοποιοί όπως η Μελίσα Λίο και ο Λούις Γκουζμάν προσθέτουν κύρος σε δευτεραγωνιστικούς ρόλους κακοποιών αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της η ταινία αναλώνεται σε επαναλαμβανόμενα πιστολίδια (στους δρόμους, στα σπίτια, στα μπαρ, παντού) σου δίνει την εντύπωση ότι το έχεις ξαναδει πάρα πολλές φορές στην ζωή σου, ακριβώς το ίδιο.
Βαθμολογία: 2
Προβάλλεται επίσης η ταινία τρόμου «Βλέπω τον θάνατο σου 6- Δεσμοί αίματος» (Final Destination: Bloodlines, ΗΠΑ, 2025), η τελευταία του franchise «Βλέπω τον θάνατό σου» που ξεκίνησε το 2000. Την ταινία σκηνοθέτησαν οι Άνταμ Στάιν και Ζακ Λιπόβσκι, σε σενάριο των Γκάι Μπιούζικ και Λόρι Έβανς Τέιλορ (βασισμένο σε χαρακτήρες που δημιούργησε ο Τζέφρι Ρέντικ). Πρωταγωνιστούν οι Κέιτλιν Σάντα Χουάνα, Τέο Μπριόνες, Ρίτσαρντ Χάρμον.