…αν ευθύνεται για «δολοφονία χαρακτήρων» (Φάμελλος), δεν το ξέρω.
Για δολοφονία της αλήθειας, ασφαλώς. Έχουν την αλήθεια που τους αξίζει βάσει αυτού που λένε και αυτού που κάνουν να σιωπήσει: την πηγή του χρήματος.
Γι’ αυτό είναι συντεταγμένη ομάδα. Αλλιώς θα ήταν αδέσποτα παπαγαλάκια στους τρολέδες της επικαιρότητας.
Και είναι παρά ταύτα, διότι το αληθές είναι στοιχείο της γλώσσας, αλλά όχι του νοήματος και της αξίας. Τι είναι η αλήθεια; Ασφαλώς η «αντιστοιχία πράγματος και διάνοιας», όπως ορίζεται επισήμως (λογικά).
Παραμένει ωστόσο μια επικίνδυνη, κατά τη χρήση της, «μεταφορά».
Εκείνη «η κινούμενη στρατιά μεταφορών, μετωνυμιών, ανθρωπομορφισμών, κοντολογίς ένα σύνολο ανθρώπινων αναφορών που μετά από μακρόχρονη χρήση φαίνονται πλέον σ’ έναν λαό ως κανονιστικές και δεσμευτικές σταθερές». (*)
Ο Νίτσε λέει και κάτι παραπάνω: η κοινωνία μάς υποχρεώνει να λέμε την αλήθεια. Δηλαδή, να χρησιμοποιούμε αυτές τις συνήθεις μεταφορές, ψευδόμενοι με έναν τρόπο δεσμευτικό για όλους και για όλα, κι έτσι να έχουμε το συναίσθημα της αλήθειας μέσω της αυταπάτης και των εθισμών (διάβασε «πειθαρχίας» και «φόβου»).
Αλλά μας χρειάζεται ο Νίτσε για να διαπιστώσουμε πως έχουμε την αλήθεια που μας αξίζει επί τη βάσει του νοήματος αυτού που λέμε και της αξίας, μέσω της οποίας την κάνουμε να μιλήσει;
Δεν μας χρειάζεται. Το ζούμε, το διαβάζουμε, το διασκεδάζουμε, μας εκνευρίζει, μας καθορίζει, μας απογοητεύει, μας ακυρώνει. Το χειρότερο: μας δικάζει και μας τιμωρεί.
Ποιες αξίες έχουν τα τρολ, όταν η αξία τους δεν αξίζει κι όταν η κριτική τους κρίνει ανοησίες αυξάνοντας προκαταλήψεις και πλάνες; Η απάντηση είναι: όσες έχουν και οι διαφημιστές, οι επικοινωνιολόγοι ή οι αναλυτές.
«Ξεκίνησε το ξετύλιγμα του κουβαριού», λέει ο Χαρίτσης για την Ομάδα Αλήθειας και την Blue Skies, γνωρίζοντας πως στην άκρια του νήματος θα βρει ανάλογο τρόπο σκέψης στο Μαξίμου και επί Τσίπρα. Δηλαδή τρόπο ενός «πολιτεύσθαι» μεταφορικώς, με εκείνη την κινούμενη καλοπληρωμένη στρατιά μεταφορών (πάσης φύσεως).
Ωστόσο, μία μόνο «Ομάδα Αλήθειας» αναγνωρίζω, που κι αυτή δεν γνωρίζει την αλήθεια, διότι δεν της χρειάζεται, όπως τουλάχιστον την χρησιμοποιούμε οι μεγάλοι ακόμα κι όταν κάνουμε πως δεν την χρειαζόμαστε. Μια ομάδα που, μετα-πολιτικά μιλώντας, θεωρώ παραδειγματική για κάθε ανιδιοτελή προσέγγιση του ζεύγους αλήθεια-εξουσία.
Είναι οι έφηβοι που βλέπω να κάθονται οκλαδόν μπροστά στο columbarium απηρχαιωμένων ιδεών της Βουλής, αυτές τις ανοιξιάτικες νύχτες, σ’ ένα οριοθετημένο παραλληλόγραμο σαν έργο του Βeuys μπροστά σε κεριά, πάνω σε κόκκινα γράμματα με τα ονόματα των νεκρών, σε διακριτική απόσταση από το φολκλόρ: τους Ευζώνους και τους τουρίστες.
Αυτοί οι άνθρωποι, που ο εαυτός τους είναι εμμονή στον εαυτό (νεότης), προβάλλουν μια δυνατότητα αλήθειας χωρίς αλήθεια. Δεν λένε, αλλά είναι η «ζωντανή μεταφορά», γιατί ζουν την αλήθεια σα νευρικό ερέθισμα που μεταφέρεται σε μια εικόνα και που, με τη σειρά της, η εικόνα μεταγράφεται στη γλώσσα-κώδικα, όπου εκεί η αλήθεια μπορεί να ελεγχθεί ή να μεταλλαχθεί.
Στο Σύνταγμα, νύχτες του Μαΐου, αδιαφορώντας για την ιστορική έκφανση της επιβίωσης που τους περιμένει, οι νέοι με μια απεικονιστική αναγωγή, φέρνουν την αλήθεια πίσω, σ’ έναν τρόπο πέραν του γλωσσικού: στην προϋποτιθέμενη ένταση αγνοώντας το πρόσχημα της τάξης και της διαταγής. Της προσχηματικής πραγματικότητας δηλαδή, που προϋποθέτει την εξίσωση του άνισου με το ίσο, του δίκιου με το άδικο.
Οι νέοι καταλαβαίνουν πως ούτε ο χιλιοειπωμένος, ούτε ο ξαναειπωμένος λόγος μπορεί να τους δώσει την αναστοχαστική (τρόπος του λέγειν!) ευκαιρία ενός μονόλογου με τον εαυτό, με την αναπόφευκτη αντικοινωνικότητα που προκύπτει, όταν η γλυκιά κοινωνικότητα της κυρίας Ζαχαράκη τους δουλεύει.
Και επειδή το «πραγματικό» μπροστά τους -η φωτισμένη Μεγάλη Βρετανία ή η σκοτεινή ράμπα του μετρό για τον ανάπηρο- είναι μια μίμηση των σχέσεων χώρου, χρόνου και αριθμών πάνω στο έδαφος των μεταφορών που λέγαμε, τα παιδιά αυτά είναι ο «ξένος», έξω. Τίποτα δεν (μας) είναι πιο ξένο απ’ τα δικά μας παιδιά μέσα στα σπίτια μας. Ούτε ασφαλώς ο εαυτός μας που τον συνηθίσαμε.
Οι ενστάσεις που εγείρουμε στην «αδύναμη σκέψη» (Gianni Vattimo), δεν λογαριάζουν ότι αυτή η σκέψη επαναξιολογεί αξίες ισχύος. Δείχνει πόσο απέχουμε από τον «αδύναμο έφηβο», πόσο δεν τον καταλαβαίνουμε, πόσο τον υποτιμούμε, αφού τον είχαμε παρκάρει, κατά την παιδική του ηλικία μπροστά στο έξυπνο κινητό.
Υπάρχει εντούτοις, ένα είδος ευθύνης και στην αδυναμία που, ενώ δεν είναι ευθύνη, διαθέτει υπευθυνότητα και διαμορφώνει ηθική.
Αυτή η απόκλιση των δύο «ηθικών», που μας ενοχλεί, τις καθιστά εντούτοις αλληλένδετες σε βαθμό που -αν το καλοσκεφτούμε με όρους πέραν της αγοραίας ανταλλαγής- η ευθύνη και η ηθική των νέων λειτουργούν ως υπερ-ευθύνη «υπό εξω-ηθική έννοια».
Έχω άποψη γι’ αυτά τα παιδιά, όπως και για κάθε κάθε «μηχανή», που προάγει ηθικά και όχι φονικά επιτελέσματα, κάθε διάβημα που δεν έχει απλώς έναν εμπειρικό παραλήπτη (πολιτικό) αλλά και έναν ιδεατό συμμέτοχο (καλλιτέχνη), κάθε έργο που εμπεριέχει και την αυτοαναιρετική του εκδοχή.
Αναγνωρίζω το «θεαματικό» προϋποτιθέμενο της άποψής μου. Ξέρω τη βιβλιογραφία των «καταστασιακών». Και δεν αρνούμαι τον μπενγιαμινικό χαρακτήρα όσων υποστηρίζω χρόνια τώρα.
Πιστεύω δηλαδή, σ’ αυτό «που δεν υπάρχει» στην κοινωνία. Πράγμα που δεν συνεπάγεται πως αυτό που δεν υπάρχει, την ίδια στιγμή «δεν είναι προικισμένο με ένα «είναι»».
Ο Alain Badiou -για όσους ακόμα διαβάζουν- σε ένα πολεμικό του κείμενο όπου μας εξηγεί πως «μια πολλαπλότητα μπορεί να εκφαίνεται σε πλήθος διαφορετικών κόσμων», προσδιορίζει επιπλέον, τι είναι και τι δεν είναι αυτό που «δεν υπάρχει» (**).
Το συναντώ στη γραφή: στήριξη κάθε εμφάνισης στην (εξ)αφάνισή της.
Το αντιλαμβάνομαι γράφοντας πόσο κάθε αλήθεια είναι μια διολίσθηση του νοήματος [«α-λήθεια» από το (α) στερητικό της «λήθης», όπου το (α) προπορεύται του ουσιαστικού].
Και τα «ανύπαρκτα» παιδιά, τα βράδια της άνοιξης, σε πείσμα των «υπαρκτών» μεγάλων έχουν τους τρόπους να αποφαίνονται αφαιρώντας επιδεικτικά τα βαρίδια από το παρόν τους, εκεί, στην καρδιά του Κράτους και των συμβόλων του.
Να μάθουμε πως κάθε νέος άνθρωπος είναι «άλλος», διότι είναι νέος. Και να το ασκήσουμε ως γέροντες με την υπερβολή που χαρακτηρίζει συχνά το γήρας προ της απάθειας και της τελικής πτώσης.
Αυτή είναι η άποψή μου: μια επαναλαμβανόμενη χειρονομία του αδύνατου να επαληθευτεί που φέρει την αλήθεια των χαμένων ονείρων.
Εάν βρισκόμαστε εδώ που φτάσαμε είναι γιατί κάτι τέτοια «γραφικά» ξέφωτα της αλήθειας, όταν δεν διαλύονται από τα ΜΑΤ, γελοιοποιούνται από τους πολιτικά ορθώς σκεπτόμενους στα μίντια.
Είμαι έτοιμος να ξανακούσω τα περί ρομαντικού πολυσυλλεκτισμού μου. Αλλά κάποια στιγμή ο μονοδιάστατος, πληκτικός έως φλέβες, επικριτής, εύπιστος και άπιστος συγχρόνως, συγχυσμένο μυαλό, αχόρταγο και τάχα νηφάλιο, που μου κουνάει το δάχτυλο, προαισθάνεται το έμφραγμα που έρχεται. Όχι απαραίτητα του μυοκαρδίου, αλλά της καρδιάς.
ΥΓ.
«Μήπως μπορεί να κάνει τη δουλειά ένα σώμα σεκιούριτι;» διερωτάται σοβαρά η Βάσω Κιντή προτείνοντας να «ξανασκεφτούμε το μέτρο της πανεπιστημιακής αστυνομίας». («Η Καθημερινή»,11.05.25)
Εγώ το μόνο που μπορώ να σκεφτώ -αλλά για την Βάσω Κιντή να το σκεφτώ- είναι την ίδια της τη σκέψη σ’ εκείνο το άρθρο στον αριστερό «Δεκαπενθήμερο Πολίτη» (τ.17), με τίτλο: «Ψευδίσματα ιδεολογίας».
Έτσι όμως συμβαίνει. Και ο καθένας μας, Πάπας μετά σαράντα χρόνια, sibi nomen imposuit («έδωσε στον εαυτό του όνομα»).
(*) F. Nietzsche, Περί αλήθειας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια, εκδόσεις Βάνιας,1991.
( **) Alain Badiou, περιοδικό «Αληthεια», τ. 1, εκδόσεις Πατάκη, 2007.