Ομολογώ – μάλλον με μια υπόνοια ντροπής- πως είμαι από εκείνους που το άκουσμα της είδησης για την παρενοχλητική παρακολούθηση, κατά κόσμον stalking, γνωστού λαϊκού εγχώριου τραγουδιστή από ορκισμένη θαυμάστριά του σκέφτηκα – με περίσσευμα θυμηδίας- πως ως λαός έχουμε το «Baby Reindeer» που μας αξίζει. Για εκείνους που ενδεχομένως δεν το γνωρίζουν το ελληνιστί «Μικρό Ταρανδάκι» έγινε το απόλυτο hit της on demand ψυχαγωγίας πριν από λίγους μήνες, αναπλάθοντας την περίπου αληθινή ιστορία εμμονικής παρακολούθησης και παρενόχλησης ενός Βρετανού κωμικού ηθοποιού από μία συμπατριώτισσά του. Το επίρρημα περίπου κάθε άλλο παρά τυχαία χρησιμοποιείται, αφού μόλις πριν δέκα ημέρες, στις 30 Σεπτεμβρίου αμερικανικό δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω σειρά διαφημίστηκε εσφαλμένα ως απ’ την ζωή βγαλμένη ιστορία και έδωσε κατά συνέπεια το δικαίωμα στη stalker που έδωσε τροφή, έμπνευση και πρώτη ύλη για τη μίνι σειρά να κινηθεί νομικά κατά του Netflix.
Αλλά για τα καθ’ ημάς μικρή σημασία έχει εάν η Φιόνα Χάρβεϊ, όπως είναι το πραγματικό όνομα της γυναίκας που έγινε με έναν τρόπο μούσα της σειράς θα αποφασίσει να κηρύξει ανένδοτο δικαστικό αγώνα κατά της αμερικανικής on demand πλατφόρμας. Εκείνο που προφανώς είναι το μείζον αφορά στον τρόπο που τα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης μεταχειρίζονται μια υπόθεση stalking ενός προβεβλημένου τραγουδιστή και πώς τοποθετούνται απέναντι στο θύτη και στο θύμα. Ειδικά η ελληνική infotainment – ο Θεός να την κάνει- τηλεόραση έδωσε για μία ακόμα φορά τα ρέστα της, ώστε να μετατρέψει ένα σοβαρό κοινωνικό ζήτημα σε σκανδαλοθηρικό λαβράκι, χωρίς φυσικά ούτε ψήγμα ενσυναίσθησης τόσο απέναντι στον λαϊκό ερμηνευτή, ο οποίος σύμφωνα με όσα υποστηρίζει υπήρξε θύμα παρενοχλητικής παρακολούθησης για τουλάχιστον τρία χρόνια, όσο και στη γυναίκα που φέρεται να τον παρενοχλούσε. Για την ουσιαστική ενημέρωση του κοινού, ούτε λόγος.
«Η τηλεόραση έδωσε για μία ακόμα φορά τα ρέστα της, ώστε να μετατρέψει ένα σοβαρό κοινωνικό ζήτημα σε σκανδαλοθηρικό λαβράκι».
Τηλεπαράθυρα, αντεγκλήσεις μεταξύ δικηγόρων, αποψάρες διατυπωμένες στο πόδι και ως είθισται χωρίς επιχειρήματα, a priori καταδίκες, δεκάρικοι τηλεπαρουσιαστών που θεωρούν ύψιστο καθήκον τους να πληροφορήσουν την κοινή γνώμη ακόμα και για τις πιο αποκρουστικές λεπτομέρειες, οι οποίες δεν έχουν τίποτα να συνεισφέρουν στην ενημέρωση αλλά – πώς να το κάνουμε;- εξάπτουν το θυμικό του κοινού που παρακολουθεί από τις κερκίδες της αρένας, αυτοαναφορικότητα και καντάρια φιλαυτίας έγιναν (για μία ακόμα φορά) τα βασικά συστατικά για την προβολή μιας – ας μην το ξεχνάμε- ποινικής υπόθεσης με κοινωνικές προεκτάσεις. Ποιος όμως αδειάζει να σκεφτεί τον αντίκτυπο όλων αυτών των ατάκτως εριμμένων γνωμών και πληροφοριών στο θύτη, το θύμα και κυρίως στους πολίτες όταν έχει να γεμίσει τηλεοπτικό χρόνο, στήνοντας ξόβεργες για λίγα δράμια τηλεθέασης;
Είναι πράγματι εντυπωσιακό πόσο ενσυναισθητικοί γινόμαστε όταν παρακολουθούμε μια ανάλογη υπόθεση ως – βασισμένη έστω σε αληθινά γεγονότα- μυθοπλασία και πόσο ασύδοτοι, αδηφάγοι και βέβαια απολύτως εστιασμένοι στην κλειδαρότρυπα είμαστε όταν προκύπτει στην αληθινή ζωή. Κι είναι ακόμα εντυπωσιακότερο πως παρότι είδαμε και ακούσαμε πράγματα που δεν μπορούμε ούτε να ξε-δούμε ούτε να ξε-ακούσουμε στο πλαίσιο της οιονεί δημοσιογραφικής κάλυψης της υπόθεσης, κανείς δε σκέφτηκε να σπαταλήσει μια δράκα δευτερόλεπτα για να ενημερώσει το κοινό πως από το 2018 (Νόμος 4531) το stalking αποτελεί ποινικό αδίκημα και στη χώρα μας, να εξηγήσει με ποιους τρόπους μπορεί να εκδηλωθεί, να αναγνωριστεί αλλά και να αντιμετωπιστεί ή να πληροφορήσει πως σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat μία στις τρεις γυναίκες στη χώρα μας ηλικίας 18 έως 64 ετών δηλώνει πως έχει πέσει θύμα παρενοχλητικής παρακολούθησης είτε στον αναλογικό είτε τον ψηφιακό κόσμο. Μπορεί τελικά όλοι να είδαμε το «Ταρανδάκι» στην άνεση και την ασφάλεια του καναπέ μας αλλά στον ελέφαντα της παρα-ενημέρωσης επιμένουμε να κρατάμε (ακόμα) μάτια ερμητικά κλειστά.