Ολα μπορεί κανείς να τα περιμένει από μια ταινία του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, ακόμα και… σάβανα να έχουν τον πρώτο λόγο. 

Και μάλιστα σάβανα, υψηλής τεχνολογίας…

Οπως πάντα, η «διαστροφική» φαντασία του Καναδού σκηνοθέτη δημιουργεί μια έντονη αίσθηση περιέργειας καθώς στο «The Shrouds», ο κεντρικός ήρωας (Βενσάν Κασέλ), είναι ένας άνθρωπος τόσο παθιασμένος με την πεθαμένη γυναίκα του (Νταϊάν Κρούγκερ), που έχει στήσει ένα ειδικό σύστημα παρακολούθησης της… αποσύνθεσης της σορού της μέσα από τον τάφο του νεκροταφείου το οποίο εν μέρει του ανήκει! Αυτό είναι μέρος μιας επιχείρησης ονόματι Grave Tech (Τεχνολογία Τάφου) που ο επιχειρηματίας θέλει να εκμεταλλευτεί σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η ιδέα πίσω από το «The Shrouds»

Η κεντρική ιδέα της προσπάθειας ενός απεγνωσμένου ανθρώπου να διαχειριστεί την απώλεια έχει αρκετό ενδιαφέρον, αλλά τελικά είναι το μόνο στοιχείο της ταινίας, στο οποίο μπορείς να σταθείς. Εν μέρει το όλο θέμα αφορά προσωπικά τον Κρόνενμπεργκ, του οποίου η σύζυγος  πριν από δύο χρόνια πέθανε και μάλλον δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Βενσάν Κασέλ θυμίζει υπερβολικά τον σκηνοθέτη του στην ταινία. Ωστόσο, στην πορεία το σενάριο του «The Shrouds» μπερδεύεται τόσο πολύ με διάφορες παράπλευρες θεωρίες συνωμοσίας, στις οποίες ρόλο παίζει η Ισλανδία και η Κίνα που η προσοχή σου διασπάται. Στο τέλος νιώθεις ότι πολλά ζητήματα έχουν μείνει σε εκκρεμότητα.  Θαυμάζεις ωστόσο, την αυστηρή σκηνοθεσία του Κρόνενμπεργκ που για μια ακόμη φορά εκφράζει με το γνήσιο πάθος γύρω από την τεχνολογία, το ανθρώπινο σώμα και την άρρηκτη σχέση τους.

O Bενσάν Κασέλ και η Νταϊάν Κρούγκερ σε σκηνή της ταινίας «The shrouds» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ

Η ιδέα του «The substance» της Κοραλί Φαρζό 

Μια καλή ιδέα που όμως σπαταλάται άδικα, βρίσκεται πίσω από την ταινία της Κοραλί Φαρζό «The substance» (Η ουσία), η οποία πραγματεύεται σοβαρά θέματα όπως είναι η νιότη και το γήρας καθώς επίσης η ματαιότητα της φήμης και η ματαιοδοξία του σταρ σίστεμ. Η Ντέμι Μουρ (σε μια ομολογουμένως γενναία υποκριτική στιγμή της) υποδύεται μια διάσημη παρουσιάστρια της τηλεόρασης, η οποία βλέποντας ότι θα την αντικαταστήσουν, καθώς τα νούμερά της στις θεαματικότητες πέφτουν κατακόρυφα, αποφασίζει να πάρει μια ουσία μέσω της οποίας επί επτά ημέρες θα έχει το καθαρό πρόσωπο και το στιλπνό σώμα μιας νέας γυναίκας (Μάργκαρετ Κουάλεϊ) και τις άλλες επτά θα έχει την δική της μορφή.

Η Ντέμι Μουρ σε σκηνή από την ταινία «The substance»

Όμως υπάρχουν κανόνες και περιορισμοί ώστε να μην υπάρξουν παρενέργειες και το σημαντικότερο είναι ότι αν και τα πρόσωπα είναι δύο, το άτομο είναι το ίδιο. Οι κανόνες φυσικά θα σπάσουν οπότε ο έλεγχος θα χαθεί και η ζήλεια της σταρ για τον νεότερο εαυτό της όπως και το μίσος της νέας για την παλιά «ιδιοκτήτρια» του σώματος θα δημιουργήσουν ένα τρομερό μπέρδεμα στέλνοντας την ταινία στην διάσταση της απόλυτης φρίκης και μιας θάλασσας από αίμα.

Το αποτέλεσμα

Παρά την πολλά υποσχόμενη έναρξη και το ίδιο το θέμα του περιεχομένου της, η ταινία μοιάζει να επιδιώκει να μετατραπεί σε όχι κάτι παραπάνω από αποκρουστικό θρίλερ με τέρατα που μοιάζουν με κακοφτιαγμένες ρέπλικες άλλων ταινιών από τον «Ανθρωπο ελέφαντα» μέχρι το «Αλιεν». Με αυτή την υπερβολή, η Φαρζό θέλησε προφανώς να υπογραμμίσει το φιλοσοφικό θέμα της ταινίας, το τέρας που όλοι όσοι δεν τα πάνε καλά με τον εαυτό τους κρύβουν μέσα τους και το οποίο είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να τους κατασπαράξει. Ωστόσο, η ταινία γίνεται τόσο γκροτέσκα και απωθητική που εν τέλει η γενικότερη φιλοσοφία της ακυρώνεται στον βωμό ενός splatter του οποίου η θέση ταιριάζει περισσότερο στις μεταμεσονύκτιες προβολές.