Νυξ, εντός και εκτός του θεάτρου Σημείο. Κυρίαρχη, αρχέγονη, κοσμογονική νύχτα. Μάνα και τροφός των ονείρων. Κόσμοι ολόκληροι, πλάσματα απόκοσμα, «ιστορίας περίεργας» καταλαμβάνουν την αχανή σκηνή του νου. Το ένα ταχυδράμα διαδέχεται το άλλο χωρίς καμιά φαινομενικά λογική αλληλουχία. Ο άνθρωπος επί σκηνής περιπλανιέται σε ένα σύμπαν σκοτεινό και φωτεινό, γελοίο και τραγικό, βαθιά επιφανειακό. Ο άνθρωπος επί σκηνής είναι ο Γιάννης Νιάρρος.

Μετά τους Παίκτες, το Σπιρτόκουτο, τον Αμαντέους και προηγουμένως τόσες και τόσες ακόμα παραστάσεις που αγαπήθηκαν περισσότερο ή λιγότερο – δεν έχει σημασία – ο Γιάννης Νιάρρος αποφάσισε φέτος να φέρει επί σκηνής κάτι τελείως διαφορετικό. Ή μήπως να πούμε καλύτερα «αποφάσισε και φέτος να φέρει επί σκηνής κάτι τελείως διαφορετικό»; Γιατί η αλήθεια είναι πως τόσο ως ηθοποιός όσο και ως σκηνοθέτης, όλα αυτά τα χρόνια δεν δείχνει να φοβάται να δοκιμάσει πράγματα. Ίσως γιατί, όπως λέει μιλώντας στο Βήμα, έχει φάει τα χαστούκια του.

Το «ΝΥΞ – Λος Ιστορίας Περίεργας», που έκανε πρεμιέρα πριν από δύο μόλις εβδομάδες, είναι ένα αξεδιάλυτο μείγμα φαντασίας και πραγματικότητας που, αν και πατά στο έργο των Χούλιο Κορτάσαρ και Πάνου Κουτρουμπούση, μοιάζει να αιωρείται απλά ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνο. Αντί σκηνών, πυρετώδη επεισόδια, λυτρωτικές φαντασιώσεις και τραγικές συμπτώσεις του νου εναλλάσσονται συνειρμικά, οικοδομούν ένα ολόκληρο σύμπαν.

Φωτ.: Νίκος Κόκκας

«Το όνειρο ήταν βάση κάπως για να αρχίσουμε να συζητάμε με τα παιδιά – την Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, τον Γιάννη Παπαδόπουλο, τον Δημήτρη Κλωνή και τον Γιώργο Μιζήθρα – τι θα κάνουμε. Εμπνευστήκαμε αρχικά από ένα τραγούδι του Brad Mehldau, το “Taming the Dragon” από τον δίσκο “Mehliana”, το οποίο έχει κάνει με έναν γαμάτο ντράμερ. Σε αυτό το κομμάτι ο Mehldau αφηγείται ένα περίεργο όνειρο με μικρά ακραία μουσικά ιντερμέδια. Πολύ ωραίο σαν φόρμα και τεχνικά άρτιο και φρέσκο.

Κι επειδή με τα παιδιά θέλαμε να δουλέψουμε ξανά μαζί, με το που ακούσαμε το κομμάτι αυτό, είπαμε ότι αυτή θα ήταν μια πολύ ωραία φόρμα για να υιοθετήσουμε. Έτσι, πήραμε το στοιχείο του ονείρου, ένα synth, ένα drum set και κείμενα που μας εκφράζουν και προσπαθήσαμε να δούμε πού θα μας πάει. Σε επίπεδο περιεχομένου, μας πήγε σε πράγματα που όντως αγαπάμε και που έχουν πολύ να κάνουν με το όνειρο. Ονειρικές καταστάσεις διαπραγματεύεται και ο Κορτάσαρ, αλλάζοντας απλώς το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπει την κάθε ιστορία που αφηγείται.

Στην πορεία, προέκυψαν και κάποιες συνδέσεις μέσα από ονειρικές καταστάσεις που συμβαίνουν κι όταν είμαστε ξύπνιοι. Πώς για παράδειγμα μπορεί κανείς να ακούσει μια είδηση στο ραδιόφωνο κι αυτή να πάρει μια εντελώς άλλη τροπή στο κεφάλι του, να του προκαλέσει ένα συνειρμικό ντόμινο. Και κάπου εκεί έσκασε ο ντανταϊσμός. Εκεί έφτασα για να δώσω άφεση στον εαυτό μου και την παράστασή μας».

Φωτ.: Νίκος Κόκκας

Πώς ήρθε και κούμπωσε ο ντανταϊσμός στο όνειρο;

Όταν κάποια στιγμή είχαμε συγκεντρώσει αρκετό υλικό – κείμενα, κάποιες μουσικές που γράψανε ο Κλωνής με τον Παπαδόπουλο – εγώ άρχισα να σκέφτομαι «ωραία όλα αυτά, αλλά γιατί αυτό είναι θεατρικό έργο; Τι αξία έχει αυτό να το δείξουμε στον κόσμο τη στιγμή που δεν έχει ενιαία αισθητική, ενιαίο κώδικα; Ποιο είναι το νόημα; Ποιο είναι το υψηλό μήνυμα;». Γενικότερα, έχω την τάση σε ό,τι πιάσω μόνος μου να το κάνω λίγο σαλάτα. Μου έρχεται δηλαδή να αφηγηθώ σκηνικά με διαφορετικούς τρόπους.

Διαβάζοντας λοιπόν για τον ντανταϊσμό – πώς προέκυψε το ρεύμα που ξεκίνησε από την παιδικότητα, τις πρώτες λέξεις που λέει ένα μωρό, την παρόρμηση ουσιαστικά που οδηγεί κάθε άνθρωπο να κάνει το οτιδήποτε και έφτασε μέχρι το ουρητήριο του Ντυσάν – σκέφτηκα ότι είναι ωραίο ως καλλιτέχνης να μπορείς να εμπιστευτείς την παρόρμησή σου. Σκέφτηκα ότι αν μπορέσεις ως καλλιτέχνης να φιλτράρεις με έναν τρόπο πιο παιδικό, πιο αφελή, όλα αυτά τα ερωτήματα περί καλλιτεχνικής αξίας και υψηλών νοημάτων, ίσως τελικά προκύψει κάτι σαν αυτή την παράσταση, που δεν μπορώ να την κατατάξω ούτε καν υφολογικά.

Ούτε εγώ… και μπορώ να σου πω ότι δεν ξέρω κι αν μπορώ να την πω και καθαρά θεατρική παράσταση.

Ναι, ούτε καν, με τίποτα. Θα την έλεγες και performance, κάτι που δεν γουστάρω καθόλου βέβαια. Αλλά δεν είναι και ακριβώς αυτό. Έχει στοιχεία που ενδεχομένως φαίνονται λίγο χύμα. Υπάρχουν για παράδειγμα στιγμές που τα παιδιά παίζουν μουσική και η αφήγηση σταματά. Στο θέατρο, όμως, μετά το όγδοο μέτρο θα σου ’λεγε κανείς «πάμε παρακάτω». Εγώ ήθελα οι δύο τέχνες – θέατρο και μουσική – να συνομιλήσουν πραγματικά, όχι έναν πιανίστα που θα παίζει ένα στενάχωρο ριφάκι στα διαλείμματα.

Πώς και πότε ανακάλυψες τον Πάνο Κουτρουμπούση;

Ο Κουτρουμπούσης ήρθε αφού είχαμε βρει τον Κορτάσαρ, τη σύνδεση με τον ντανταϊσμό κι από εκεί το σουρεαλισμό, ενώ αναζητούσα κάτι πιο ελληνικό ως εκπρόσωπο της σουρεαλιστικής έκφρασης. Μου τον πρότεινε ο Γιώργος Μιζήθρας. Δεν τον είχα ξανακούσει. Πήρα τα άπαντά του. Καθώς διάβαζα, έπιανα τον εαυτό μου να χαμογελά αβίαστα, συνέχεια. Αυτό είναι τεράστιο πράγμα. Το έργο του Πάνου Κουτρουμπούση έχει μια αισθητική που προσωπικά μου αρέσει τρελά ούτως ή άλλως. Horror, sci-fi, σουρεαλισμός είναι παντρεμένα με την καθαρεύουσα, με ένα λόγιο ύφος το οποίο με ξετρελαίνει.

Κάπως αυτός ο τύπος ήρθε σε επαφή με την αμερικανική κουλτούρα όταν ήταν ακόμα μικρός. Και τώρα μιλάμε την εποχή που πήγαινε σχολείο, το ’50. Φαντάσου ότι ήταν ένα παιδάκι που μαζί με την καθαρεύουσα που τους μαθαίναν στο σχολείο και το πολυτονικό, γούσταρε και Σούπερμαν. Είναι τρελό αν το σκεφτείς, να συνδυαστούν αυτές οι δύο κουλτούρες. Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο.

Ο Κουτρουμπούσης χρησιμοποίησε τεχνική, γνώση και ταλέντο, όχι για να γράψει άλλη μια ηθογραφία της Ελλάδας ή να μιλήσει για τα όμορφα γεφύρια της Ηπείρου, αλλά για να μιλήσει για τα ταχυδράματα, για τον επόμενο αιώνα τέχνης δηλαδή. Το TikTok, τα χαϊκού είναι τα ταχυδράματα του σήμερα. Δυστυχώς ή ευτυχώς ο κόσμος θέλει πιο συμπυκνωμένο νόημα. Κι εγώ θέλω πιο συμπυκνωμένα πράγματα.

Φωτ.: Νίκος Κόκκας

Μέσα από τα ταχυδράματα δηλαδή του Κουτρουμπούση επιδιώκεις να διαβάσεις και το ρεύμα της εποχής;

Δεν προσπαθώ να διαβάσω το ρεύμα της εποχής. Απλώς έτσι είμαι. Άμα πάω να δω μια παράσταση που δυο ώρες μιλάνε και λένε πληροφορίες, δεν αντέχω, δεν μπορώ. Μακάρι να μπορούσα. Έχω διάσπαση προσοχής; Δεν ξέρω… Αν όμως κάτι συνομιλεί με τον εξπρεσιονισμό κι έχει πολύ ξεκάθαρες γραμμές, τελειώσαμε. Από εκεί και πέρα ταξιδεύω. Αν έχω την αίσθηση ότι κάτι δεν καταλαβαίνω λόγω δικιάς μου αδυναμίας, δεν παρακολουθώ. Ενώ, ας πούμε, ο Κουτρουμπούσης με τα ταχυδράματα του σου λέει ότι καλύτερα είναι να βγάλεις ένα μπαζούκα και να ρίξεις μια και καλή, παρά ένα πιστολάκι μπερέτα και να το βασανίσεις.

Πολύ μπροστά ο Κουτρουμπούσης.

Ναι, πολύ μπροστά. Είχε μιλήσει ο αείμνηστος για έναν μυθογράφο του μέλλοντος που θα του βάζεις παραμέτρους και θα φτιάχνει ιστορίες. Ένας δικός μας δηλαδή, ένας άνθρωπος που πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια στα Εξάρχεια, προέβλεπε από το 1970 το Chat GPT! Είναι τρελό. Κι όμως, στην Ελλάδα δεν υπολήπτεται κανείς κανέναν και τίποτα από την σύγχρονη δημιουργία.

Ξεκινώντας η παράσταση, αφηγείσαι μια ιστορία του Κορτάσαρ, στην οποία το κοινό ανεβαίνει στην σκηνή. Μίλησε μου γι’ αυτήν την επιλογή και γιατί γίνεται με το καλησπέρα σας.

Μου άρεσε πολύ για αρχή αυτή η ιστορία ακριβώς γιατί είναι αυτοαναφορική, μιλάει για μουσικούς επί σκηνής και κοινό. Βέβαια, στην αφήγηση αυτής της ιστορίας, ο Κορτάσαρ είναι λίγο ουδέτερος. Εγώ την ιστορία την έχω πετσοκόψει. Είχα πάντα μια αποστροφή προς αυτό που κάνω τώρα – το αφηγηματικό θέατρο. Ένιωθα ότι η αφήγηση πάντοτε μεταφέρει το κοινό κάπου αλλού, το αποσπά από αυτό που συμβαίνει τώρα. Αυτή η ιστορία μου έδωσε την δυνατότητα να πιάσω τα πράγματα από αυτό που συμβαίνει κάθε βράδυ, όταν κλείνουν τα φώτα και ξεκινά η παράσταση, εδώ, στο θέατρο Σημείο. Μου αρέσει αυτό σαν λογική. Ότι δηλαδή, ναι, έχεις έρθει εδώ να ακούσεις μια ιστορία, αλλά είμαστε μαζί σε όλο αυτό, επικοινωνούμε συνέχεια.

Και πώς το βλέπεις μέχρι στιγμής, λειτουργεί; Υπάρχει επικοινωνία με το κοινό;

Ναι και είναι πολύ συγκινητικό σε αυτή την παράσταση. Γιατί από τη μία, είναι μια παράσταση στην οποία δεν είναι ξεκάθαρο το πώς πρέπει να αισθανθεί ή να αντιδράσει το κοινό – να γελάσει, να συγκινηθεί – κι από την άλλη όλα είναι θεμιτά. Ακόμα κι αν κάποιος αισθανθεί αμηχανία, μια χαρά. Ειδικά η αμηχανία ταιριάζει τρομερά σε αυτή την παράσταση. Αυτό το συναίσθημα ήθελα να προκαλέσουμε. Γιατί θεωρώ ότι είναι πρωταρχικό στοιχείο του θεάτρου. Αυτό μεταχειρίζεται το θέατρο: την αμηχανία τόσο του ηθοποιού όσο και του κοινό τη στιγμή που θα σβήσουν τα φώτα.

Φωτ.: Νίκος Κόκκας

Το ΝΥΞ, όπως λες κι εσύ ο ίδιος, είναι μια παράσταση βαθιά επιφανειακή που δεν προσφέρεται για κριτική. Σε έχει κουράσει αυτό το μοτίβο ότι θα πάμε να δούμε βαριά κουλτούρα και μετά θα γράψουμε την κριτική μας;

Δεν με έχει κουράσει. Απλά, πέρασα πολλά ups and downs στην αρχή. Είναι τόσο ασήμαντο στην τελική το τι θα παίξω εγώ, τι θα γράψεις εσύ, τι θα δει ο άλλος. Στην πραγματικότητα είναι τόσο υποκειμενικό. Θα με ενδιέφερε να γίνει λίγο πιο ανθρώπινο όλο αυτό. Όταν λέω ότι η παράσταση δεν προσφέρεται για κριτική το λέω με πολλή σκέψη, όχι από φόβο. Θεωρώ ότι δεν μπορείς να κρίνεις κάτι που έχει πόνο και αγάπη από πίσω. Κι αν ο αντίλογος σε αυτό είναι ότι χωρίς διάλογο, χωρίς τους κριτικούς, η τέχνη δεν προχωράει, προσωπικά, διαφωνώ πλήρως. Άλλωστε, στην εποχή των social media, καθένας μπορεί να το παίζει κριτικός στο διαδίκτυο.

Λες κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της παράστασης πως αυτή δεν γίνεται με στόχο την αφύπνιση κανενός. Για τις παραστάσεις που γίνονται για να αφυπνίσουν, λοιπόν, τι άποψη έχεις;

Δεν μου αρέσει γενικότερα καμία παράσταση που έχει κάποιο απώτερο σκοπό και νόημα. Αν μια παράσταση έχει μια θεματολογία, η οποία είναι σύγχρονη και ένας καλλιτέχνης οδηγείται από προσωπικό του βίωμα να μιλήσει για ζητήματα που συνάδουν με το συλλογικό ασυνείδητο, αυτό είναι άλλο. Διαφέρει από το να πεις ότι, ξέρεις, θα κάνω μια παράσταση για να αφυπνίσω, επειδή βλέπω ότι ο κόσμος δεν έχει ξυπνήσει. Ποιος είσαι εσύ και ποιον θα αφυπνίσεις και γιατί το κάνεις επί πληρωμή; Αφού είσαι ένα ξυπνητήρι ζωντανό, γιατί πληρώνεσαι γι’ αυτό; Γιατί αυτό ακούγεται πάρα πολύ αγνό.

Υπό αυτήν την έννοια, είμαι πάντα σκεπτικός σε αυτές τις περιπτώσεις. Επιπλέον, αν εγώ το διαβάσω αυτό για ένα έργο, κάπως ξενερώνω. Κάπως με πηγαίνει στο ότι αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο καλλιτέχνης δεν ακολούθησε μόνο την παρόρμηση του, αλλά προσπαθεί να ακολουθήσει και ένα trend της εποχής.

Σαφώς όμως υπάρχουν και καλλιτέχνες που όντως εκφράζουν έναν πραγματικό πόνο δικός τους μέσα από το θέατρο. Απλώς, εμένα δεν μ’ αρέσει το θέατρο ντοκιμαντέρ. Ίσως γιατί γενικά θεωρώ ότι όλα τα έργα, ακόμα και αυτά που μιλούν με αλληγορίες και παραμύθια, σε αφυπνίζουν παροτρύνοντάς σε να μην είσαι μαλάκας, αυτό είναι όλο το νόημα.

Ετοιμάζεις κάτι άλλο αυτόν τον καιρό;

Θα κάνουμε με τον Έκτορα Λυγίζο στη Λυρική, τον «Αποτυχημένο» του Μπέρνχαρντ. Για δέκα παραστάσεις. Και θα κάνω και τον γιο του Μπισμπίκη στην επόμενη ταινία  του Οικονομίδη. Τώρα τον Απρίλιο θα ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Μικρός ρόλος, παρόλα αυτά, μεγάλος ο Οικονομίδης.

O Γιάννης Νιάρρος με δύο μουσικούς επί σκηνής, τον Γιάννη Παπαδόπουλο και τον Δημήτρη Κλωνή, αφηγούνται ιστορίες περίεργες, στο θέατρο Σημείο κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη στις 21:00.