Στον δρόμο για να συναντήσω τον πολυπράγμων και πολυμαθή Πάνο Δημάκη, σκέφτομαι πως είναι τόσο διαβασμένος που θα μπορούσα να τον ρωτήσω και να πάρω απάντηση σχεδόν για τα πάντα. Αφού συναντηθούμε, γίνουν οι απαραίτητες συστάσεις και καθίσουμε στο πιο ηλιόλουστο τραπέζι του κομψού και φιλόξενου Zampanó στου Ψυρρή, συνειδητοποιώ ότι είναι ένας άνθρωπος που που μπορεί μεν να του αρέσει η διανόηση, χαίρεται δε τη ζωή δίχως ίχνος σοβαροφάνειας. Έτσι, παίρνω το θάρρος και μοιράζομαι τη σκέψη μου μαζί του. «Σίγουρα, η ευρυμάθεια σου λύνει πολλά προβλήματα στη ζωή», μου λέει χαμογελώντας πλατιά, «αλλά δεν μου αρέσει να κάθομαι από καθέδρας και να το παίζω λογοτέχνης της υψηλής διανόησης. Δεν με ενδιαφέρει. Είμαι άνθρωπος της ζωής».

Ο Πάνος Δημάκης είχε μια έμφυτη δίψα για γνώση και αγαπούσε το διάβασμα «ενστικτωδώς», όπως αφηγείται, από μικρό παιδί. Δεν μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Οι γονείς του όμως, παρόλο που οι ίδιοι δεν είχαν την τύχη να λάβουν πλήρους μόρφωσης, ενθάρρυναν τη φιλομάθειά του. Δεν του αρνήθηκαν ποτέ ένα ακόμα καινούριο βιβλίο ή μαθήματα μιας επιπλέον ξένης γλώσσας. Σήμερα μιλά οκτώ. «Αυτό για ’μένα ήταν πάρα πολύ σημαντικό. Γιατί θα μπορούσα να έχω μεγαλώσει και σε ένα σπίτι με κλασική μουσική και αμέτρητα βιβλία, όμως το υπόλοιπο κλίμα να μην ήταν υποστηρικτικό. Γι’ αυτό ευγνωμονώ τους γονείς μου», λέει ο ίδιος.

Ευγνώμων δηλώνει και για όλα όσα του συμβαίνουν, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που η συγγραφή, τα podcast και το «The Chase» έχουν μπει στην ζωή και την καθημερινότητά του. Γιατί για όσους ακόμα δεν έχουν κάνει τη σύνδεση, το «Γεράκι» από το πολύ αγαπητό τηλεπαιχνίδι γνώσεων του Mega είναι και ο συγγραφέας των «Δεκαεπτά Κλωστών» που μεταφέρθηκαν στη μικρή οθόνη σε παραγωγή της  Cosmote TV και θα κάνουν πρεμιέρα τη Δευτέρα (22/01) το βράδυ.

Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη

«Τα απολαμβάνω όλα πάρα πολύ. Οι άνθρωποι δεν είμαστε μονολιθικά όντα. Η μονολιθικότητα στη ζωή είναι κάτι το οποίο το θεωρώ κατάρα, ασθένεια για την ψυχή κατά βάση», λέει όταν εκθειάζω την πολυπραγμοσύνη του και προσθέτει: «Μέσα από όλα αυτά – τη συγγραφή, το podcast μου, ακόμα και το Chase – μου δίνεται η δυνατότητα να λέω ιστορίες. Πάντα μου άρεσε να αφηγούμαι ιστορίες. Αν υπάρχουν ευήκοα ώτα που θέλουν πραγματικά να ακούσουν και μια άλλη πτυχή της ζωής, αυτό είναι το καλύτερό μου».

Στον Πάνο Δημάκη, επίσης, άρεσαν πάντοτε πολύ τα τηλεπαιχνίδια γνώσεων. Ήδη από το Γυμνάσιο τα παρακολουθούσε από την τηλεόραση. Ήταν τότε που άρχισε να καταλαβαίνει ότι μάλλον είναι κάτι στο οποίο είναι ιδιαίτερα καλός, καθώς πάρα πολύ συχνά έβρισκε τις απαντήσεις. Πήγε στο πρώτο του τηλεπαιχνίδι γνώσεων σε ηλικία 25 χρονών, έπειτα από παρακίνηση ενός γνωστού του. «Ε, αυτό ήταν», λέει, «από εκεί κι έπειτα ήμουν κάτι σαν το “Σούπερ Αγόρι”. Κέρδιζα συνέχεια, έδιωχνα κόσμο, είχα μια άνεση. Γι’ αυτό και συνέχισα να πηγαίνω. Εντωμεταξύ, ήταν και μια πολύ καλή εποχή οικονομικά για τα τηλεπαιχνίδια».

«Η τύχη είναι δημοκρατική κι αυτό είναι πολύ ωραίο, αλλά ακριβώς γι’ αυτό προτιμώ να επαφίεμαι στις γνώσεις μου»

Η φιλομάθειά του, η πίστη του στη δύναμη της γνώσης τού άνοιξαν πολλές πόρτες, μία εκ των οποίων ήταν και του «The Chase». Αυτή τη φορά, όμως, όχι ως παίκτη αλλά ως επαγγελματία κουίζερ. «Όταν μου πρότειναν να είμαι ένας από τους τέσσερις, πέρασα μαζί με τους άλλους εκατό υποψήφιους ένα μπαράζ δοκιμαστικών, τεστ γνώσεων και συνεντεύξεων, που διήρκησε συνολικά τρεις μήνες», θυμάται. Τώρα πια, δυο χρόνια ήδη ως Chaser, ο Πάνος Δημάκης συνεχίζει να διαβάζει και να μαθαίνει γιατί, όπως λέει, «η τύχη είναι δημοκρατική κι αυτό είναι πολύ ωραίο, αλλά ακριβώς γι’ αυτό προτιμώ να επαφίεμαι στις γνώσεις μου, που δεν είναι δημοκρατικές, με την έννοια ότι θέλουν και λίγη προσπάθεια».

Αυτή την εποχή διαβάζει πολλή ιστορία, διαβάζει για σινεμά – ακόμα και για ταινίες που δεν προλαβαίνει να δει – και ακούει πάρα πολλά podcast. «Τα ανακάλυψα πριν λίγα χρόνια κι από τότε ακούω συνέχεια. Αλλά όταν λέμε συνέχεια, συνέχεια. Στο γυμναστήριο, όταν μαγειρεύω, όταν πλένω τα πιάτα, όταν οδηγώ, όταν περπατάω. Και κυρίως ακούω ιστορία και βιογραφίες. Κι αυτό είναι συνέχεια γνώση. Πολλά βέβαια τα ξεχνάω, αλλά κάποια μένουν. Ίσως γι’ αυτό μου γεννήθηκε και η ανάγκη να κάνω το δικό μου podcast για την ελληνική γλώσσα και την ετυμολογία των λέξεων. Εκείνο που με στενοχωρεί είναι που δεν διαβάζω πια λογοτεχνία όπως κάποτε, μυθιστορήματα».

Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη

Δράττομαι της ευκαιρίας και του ζητώ να πάμε λίγο πίσω στον χρόνο – στο 2018 – και να μου αφηγηθεί πώς γεννήθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, οι «Δεκαεπτά Κλωστές». Πότε και πώς σκόνταψε πάνω σ’ αυτήν την συγκλονιστική ιστορία;

«Ήταν καλοκαίρι. Βρισκόμουν στα Κύθηρα για έναν γάμο. Ανήμερα της τελετής, το πρωί, είμαι καλεσμένος για “παραδοσιακό brunch” οι γονείς μιας φίλης μου στο σπίτι τους στο χωριό Καλοκαιρινές. Συμπτωματικά, τότε εγώ μόλις έχω βγάλει το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο “Βερβενιώτικο Ιδίωμα”, το οποίο είναι το ιδίωμα του χωριού μου στην Αρκαδία. Ένα λεξικό δηλαδή. Πάνω στην κουβέντα, λοιπόν, το αναφέρει η φίλη μου στους γονείς της κι εκείνοι με ρωτούν πώς και μου ήρθε να καταγράψω κάτι τέτοιο. Όταν τους λέω πως τρελαίνομαι για παλιές ιστορίες, κοιτάζονται μεταξύ τους κι ύστερα μου λένε: “να σου πούμε κι εμείς μια ιστορία;”.

»Ξεκινούν, λοιπόν, να μου αφηγούνται την ιστορία της ειδεχθούς μαζική δολοφονίας που διαπράχθηκε την 23η Αυγούστου του 1909 σε εκείνο ακριβώς το χωριό. Με βγάζουν έξω στη βεράντα να μου δείξουν τον δρόμο όπου έγινε η σφαγή. Μου δείχνουν τη φωτογραφία μιας κοπέλας, συγγενούς τους. Μου λεν πως η μάνα της ήταν ανάμεσα στα θύματα. Αυτό εμένα με διέλυσε.

«Οι Δεκαεπτά Κλωστές αφηγούνται την τραγική πορεία ενός ανθρώπου, την ιστορία του οποίου θα μπορούσε κάλλιστα να έχει πλάσει ο Σοφοκλής»

»Ξεκινώ να κάνω έρευνα, με στόχο να μάθω όσα περισσότερα μπορώ για την μέχρι στιγμής άγνωστη στους περισσότερους ιστορία. Μια ιστορία που, αν και είναι άκρως πραγματική, φέρει μυθιστορηματικές συμπτώσεις. Αφορά την τραγική πορεία ενός ανθρώπου, την ιστορία του οποίου θα μπορούσε κάλλιστα να έχει πλάσει ο Σοφοκλής.

»Καθώς λοιπόν έκανα την έρευνά μου στις εφημερίδες της εποχής μέσα από το ψηφιοποιημένο αρχείο της Βουλής των Ελλήνων, πέφτω πάνω σε δύο αναφορές που μου δίνουν ένα συγκλονιστικό twist στην ιστορία, καθώς και στο άρθρο ενός δημοσιογράφου της εποχής, ο οποίος είχε γράψει για τον ρόλο της κοινωνίας και της Εκκλησίας και πόσο δεν βοήθησαν να αποτραπεί αυτή η σφαγή, αυτό το έγκλημα που έβραζε μέσα στην ψυχή αυτού του ανθρώπου. Γιατί αυτός ο άνθρωπος κάποια στιγμή απασφάλισε σαν χύτρα ταχύτητας.

 «Ακόμα και σήμερα υπάρχει μεγάλη τοξικότητα. Αν ζούσε ο Καστελάνης σήμερα, θα είχε απασφαλίσει μήνες πριν»

»Καθώς σκάλιζα την ιστορία, μου γεννήθηκαν πολλές σκέψεις γύρω από την ηθική, τη μοίρα, την ελεύθερη βούληση, το bullying, τις ψευδείς ειδήσεις. Στο πρόσωπο της τότε κυθηραϊκής κοινωνίας είδα και την αρκαδική, όπου έχω μεγαλώσει, αλλά και την αθηναϊκή. Δεν αλλάζουν αυτά τα πράγματα. Ακόμα και σήμερα υπάρχει μεγάλη τοξικότητα. Σκέφτηκα πως αν ζούσε ο Καστελάνης (σ.σ. ο μακελάρης των Κυθήρων και κεντρικός ήρωας των “Δεκαεπτά Κλωστών”) σήμερα, θα είχε απασφαλίσει μήνες πριν, δεν θα άντεχε τόσο καιρό.

»Κάπως έτσι, έχοντας κάνει ενδελεχή έρευνα αλλά χωρίς να έχω γράψει ούτε μια παράγραφο πριν στη ζωή μου, άρχισα να γράφω τις “Δεκαεπτά Κλωστές”, βάζοντας πολλά μυθοπλαστικά στοιχεία. Δηλαδή, βασικότατοι χαρακτήρες, όπως η Άννα, η αρραβωνιαστικιά του Καστελάνη, και η οικογένειά της είναι όλοι πονήματα του νου μου. Έκανα επίσης κάποιες δραματουργικές επιλογές. Για παράδειγμα, επέλεξα η γυναίκα, η οποία έγινε η αιτία για να κατηγορηθεί ο Καστελάνης άδικα για σεξουαλική παρενόχληση, να μην είναι στο κόλπο. Αν και, όπως δείχνουν όλα, ήταν. Δεν πειράζει. Εγώ χαίρομαι για την επιλογή μου γιατί οι γυναίκες δαιμονοποιούνται διαρκώς, δεν έχουμε ανάγκη από άλλη μια Σαλώμη, μια πλανεύτρα σειρήνα.

 «Αστειευόμενος, έλεγα ότι έρχεται ο Καστελάνης στον ύπνο μου και μου λέει την ιστορία του για να μην ξεχαστεί»

»Συνέβη όμως και χαρακτήρες και υποπλοκές που έπλασα με τη φαντασία μου να κολλήσουν απίστευτα με τα πραγματικά γεγονότα, έτσι που, αστειευόμενος, έλεγα ότι έρχεται ο Καστελάνης στον ύπνο μου και μου λέει την ιστορία του για να μην ξεχαστεί. Πάντοτε ήμουν υπέρμαχος του ότι οι ιστορίες δεν πρέπει να ξεχνιούνται, πρέπει να λέγονται. Το έλεγε κι ο Όμηρος, οι νεκροί δεν πεθαίνουν ποτέ, αν τους θυμάσαι».

«Οι άνθρωποι είμαστε νήματα σε ένα θέατρο σκιών»

Όση ώρα μου αφηγείται την ιστορία, ένα ερώτημα τριγυρνά στο νου μου. «Γιατί “Δεκαεπτά Κλωστές”;». «Ο Καστελάνης, ο ήρωάς μου, ήταν τσαγκάρης. Κοινώς, είχε να κάνει με πετσιά και με λουριά. Ήταν όμως και λυράρης. Άρα, είχε να κάνει και με χορδές. Οπότε έπαιξα λίγο συνειρμικά με αυτά τα στοιχεία. Όμως, το πιο βασικό είναι ότι οι κλωστές είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι είμαστε νήματα σε ένα θέατρο σκιών. Πολλές φορές νομίζουμε ότι υπάρχει ένας Θεός που τα κινεί, αλλά στην πραγματικότητα είμαστε εμείς οι ίδιοι που κινούμε τα νήματα της ζωής μας. Όταν ένας άνθρωπος στρέφεται στο κακό, είναι πολύ εύκολο να πούμε πως η κοινωνία τον έφερε σε αυτό το σημείο. Τον πονάω τον Καστελάνη, αλλά ήταν επιλογή του να σκοτώσει τόσους ανθρώπους. Το δεκαεπτά είναι κατά βάση οι άνθρωποι που πέθαναν από το χέρι του Καστελάνη ή από τον πόνο τους για τον Καστελάνη».

Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη

Οι «Δεκαεπτά Κλωστές» κυκλοφόρησαν το 2020. Λίγες μόνο μέρες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, χτύπησε το τηλέφωνό του. Ήταν η Μιρέλλα Παπαοικονόμου. Είχε διαβάσει το βιβλίο έπειτα από παρότρυνση του βασικού βιβλιοπώλη των Κυθήρων και το είχε αγαπήσει. «Το πίστεψε πολύ η Μιρέλλα, θέλησε να το προωθήσει και τα κατάφερε. Και σιγά σιγά μπήκαν στην εξίσωση η Tanweer, η Cosmote, ο Σωτήρης Τσαφούλιας, ο Πάνος ο Βλάχος και όλο το εξαίρετο καστ ηθοποιών», λέει ο ίδιος που ήταν παρών σε αρκετά από τα γυρίσματα.

Τώρα, ανυπομονεί για το αποτέλεσμα. Άλλωστε, εμφανίζεται και ο ίδιος. Αυτή ήταν μια ιδέα του σκηνοθέτη της σειράς Σωτήρη Τσαφούλια, όπως λέει, και είπε το ναι με πολλή χαρά. Έτσι, υποδύεται έναν δημοσιογράφο από την Αθήνα που κατεβαίνει στα Κύθηρα να καλύψει το ειδεχθές έγκλημα. «Περιμένω πάρα πολύ να το δω. Όχι από κανένα ψώνιο, αλλά γιατί είναι πολύ μεγάλη χαρά που έγινε η σειρά και έγινε με αυτούς τους συντελεστές και μάλιστα στα Κύθηρα. Και, φυσικά, που οι ντόπιοι το αγκάλιασαν. Δεν στάθηκαν ποτέ εναντίον μου ή εναντίον της παραγωγής. Αντίθετα, 600 Κυθήριοι πήραν μέρος στη σειρά».

Παρόλο που αυτή τη στιγμή η προσοχή όλων είναι στραμμένη στις «Δεκαεπτά Κλωστές» και τη μεταφορά τους στην οθόνη, αξίζει να σημειωθεί ότι η Tanweer επέλεξε και το δεύτερο μυθιστόρημα του Πάνου Δημάκη, «Το Ποτάμι των Χιλίων Τυφλών», για να γίνει σειρά κι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να είναι πιο χαρούμενος. «Το δεύτερο βιβλίο μου βγήκε μόλις πέρσι και, φυσικά, αισθάνομαι πολύ τυχερός που το επέλεξε η ίδια εταιρία παραγωγής και αυτό», παραδέχεται.

Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη

Παράλληλα με όλα αυτά, ετοιμάζει και το τρίτο του μυθιστόρημα που, όπως λέει, θα είναι πολύ αγωνιώδες και αναμένεται να βγει το φθινόπωρο. Στα σκαριά έχει επίσης ένα θεατρικό έργο, την ιδέα του οποίου εγκυμονεί χρόνια. «Κάποτε, χρόνια πριν πιάσω τελικά “μολύβι και χαρτί”, έλεγα ότι θα γίνω συγγραφέας», θυμάται, «Και μάλιστα είχα μια ιδέα για ένα βιβλίο, η οποία όμως μου φαινόταν πολύ δύσκολη τότε κι έλεγα “Πού πας βρε κακομοίρη;!”. Αυτή λοιπόν η ιδέα που είχα πριν 15 χρόνια, γίνεται θεατρικό. Έχω γράψει ήδη τα 2/3 και ελπίζω να καταφέρω να το ολοκληρώσω μέσα στην άνοιξη».  Με τούτα και με ‘κείνα, η ώρα έχει περάσει. Ο ήλιος πια δεν λούζει το τραπέζι μας. Είπαμε αρκετά, αλλά σίγουρα είχαμε να πούμε κι άλλα. Δεν πειράζει. Τα αφήνουμε για την επόμενη φορά. Άλλωστε, ο Πάνος Δημάκης θα έχει πάντοτε πολλά να αφηγηθεί.

INFO

Το «The Chase» προβάλλεται στο Mega Δευτέρα με Κυριακή στις 18:30.

Οι «Δεκαεπτά Κλωστές» κάνουν πρεμιέρα στο Cosmote TV την Δευτέρα 22/01.

Τα βιβλία του Πάνου Δημάκη «Δεκαεπτά Κλωστές» και «Το Ποτάμι των Χιλίων Τυφλών» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κάπα και Διόπτρα, αντίστοιχα.

*Ευχαριστούμε θερμά το Zampanó στου Ψυρρή για την ζεστή φιλοξενία.