Πριν εβδομήντα χρόνια ο Κλωντ Λέβι-Στρως χαρακτήρισε τους τροπικούς «θλιμμένους» μη μπορώντας να φανταστεί πως θλιμμένη πλέον είναι η Ευρώπη.

 Σήμερα ο κοινωνιολόγος, καθηγητής στην École des hautes études, François Dubat, το βεβαιώνει: «Ζούμε σε μια εποχή μελαγχολίας, οργής, αγανάκτησης».*

O καθένας από μας συναντιέται με την θλίψη και την ανισότητα. Κι αυτό το καθεστώς «πολλαπλών ανισοτήτων» μας θυμώνει. Η απελπισία είναι το επόμενο στάδιο. Το φαρμακείο και τα αντικαταθλιπτικά έρχονται μετά.

Στο μεσοδιάστημα η βία μας ρημάζει. Η φτώχεια, τελευταία, θα φροντίσει για όλα. Η φτώχεια όμως είναι η αρχή.

Η ανάπτυξη που βλέπει ο Στουρνάρας δεν οδηγείται αυτόματα σε διάχυση του πλούτου προς τα κάτω. Και ο πλούτος που ονειρεύεται ο Μητσοτάκης επάνω στο βουνό, λίγο πιο κάτω από τα σπίτια του Αντώνη Λαιμού στο Πάπιγκο, δεν έρχεται επειδή κάποτε ο πρόδρομος του νεοφιλελευθερισμού, Πρωθυπουργός  της Γαλλίας Φρανσουά Γκιζό τον επέβαλε με εκείνη τη ανόητη προτροπή: » Πλουτίστε!”.

Ο δικός μας Πρωθυπουργός προφανώς δεν είχε τον καιρό να διαβάσει στο βουνό, ούτε τον «Καιρό των θλιμμένων παθών» του Dubat, ούτε και την «Μικρή ιστορία της ισότητας» του Πικετί ώστε να μάθει από πού προέρχεται και πώς συμπεριφέρεται ο πλούτος.

Δεν τους διάβασε γιατί ξέρει. Προέρχεται από την συσσώρευση. Διότι στην πραγματικότητα οι όροι άσκησης του δικαιώματος της μεγάλης ιδιοκτησίας -που δύσκολα αποσυνδέονται από την άλλη της όψη : την προυντονική «κλοπή»-  είναι ίδιοι με αυτούς που διέπουν και την μικρή περιουσία του νοικοκύρη -αν δεν πέρασε ακόμα στις τράπεζες.

Ο Πικετί είναι ξεκάθαρος τουλάχιστον για όσους ζουν την ανισότητα. Η αντίσταση των ελίτ του πλούτου, «δεν μπορεί να παραχθεί παρά  μόνο μέσω ισχυρών συλλογικών κινητοποιήσεων».

Η ιδέα ωστόσο ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποιου είδους αυθόρμητη συναίνεση ή ότι θα αρκούσε απλώς να συντριβεί, αποτελεί μία «επικίνδυνη ψευδαίσθηση».**

Ξεκάθαρο όμως είναι και το διάγραμμα του ΟΟΣΑ που παραθέτω. Στον κάθετο άξονα βλέπουμε τον μέσο όρο των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας και στον οριζόντιο την μέση εβδομαδιαία αμοιβή στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Οπότε το ιδανικό για μία χώρα, θα ήταν να βρίσκεται κάτω δεξιά. Το χειρότερο θα ήταν να βρίσκεται πάνω αριστερά, όπως σήμερα η Ελλάδα, με μόνο το Μεξικό σε χειρότερη θέση.

Αλλά επειδή «όλοι παίζουμε χαρτιά με τους λύκους», δεν  θα μπορούσα να πω περισσότερα για την φτώχεια, αλλά ούτε και να μην σχολιάσω το μελό θέαμα των ημερών που αυτήν την ανισότητα προσπαθεί χαρούμενα να καταπραΰνει με κουπόνια, Αγιοβασίληδες, και λαμπερούς λυκάνθρωπους.

Και δεν χρειάζεται να καταφύγω στον πλατωνικό «Λάχη» -ούτε βέβαια να ακούσω τον εγχώριο Λάκη- για να υπενθυμίσω τον παρρησιακό ρόλο του σοφιστή  που μου αποδίδεται, ίσως γιατί μπόρεσα, σε αντίθεση με άλλους, να ομιλώ με τις  ρητορικές τεχνικές, όπως η αναστροφή των φράσεων και των ρόλων, παρ’ ότι ούτε σε πιθάρι έμεινα ποτέ, ούτε συνομιλώ κάθε μέρα με τον Μεγαλέξανδρο.

Η λεγόμενη «κυνική ηθική αναγωγή» όμως, δεν μου επέτρεψε την περίφημη «επιμέλεια εαυτού» που επιθυμούν οι σοφοί και όσοι τα κονομάνε με το κύρος  της σοβαρής γραφής τους.

Γιατί σκέφτομαι, μέρες πού ‘ναι, πως δεν είναι μόνο η υγεία ταξική αλλά και η σκέψη. Και πως δεν αρκεί να γνωρίζεις, αλλά και να ζεις στο σώμα σου την θλίψη, όπως η  νικημένη – νικήτρια Μαρία Λαϊνά που ασκήθηκε στη γραφή και την ανάγκη.

Αλλά πρέπει πρώτα να βγεις από το κεφάλι σου. Όχι να το κόψεις σαν τον Άγιο Διονύσιο που το κράτησε στο χέρι και περπάτησε δυο χιλιόμετρα με τα πόδια. Δεν είναι λύση η αποτομή για την θλίψη ούτε η κεφαλοφορία, ούτε όμως και η αποβλάκωση με τα ρεβεγιόν στα μυαλά και τα κανάλια ή με εκείνα τα ψαγμένα αφιερώματα για βιβλία και θέατρα.

Το κατάλαβες. Η βλακεία δεν είναι το φόρτε σου.

Κι αν δεν σου αρέσει η μετάφραση του Πατρίκιου του «Κυρίου Τεστ “ -«περσόνα», ως γνωστόν, του Πολ Βαλερύ- τότε να ανατρέξεις στον Σεφέρη που δεν έβαλε υποψηφιότητα στην Ακαδημία.

Για να τους ξυπνήσεις λοιπόν, τρόμαξε τους. Δείξε τους την κομμένη κεφαλή. Πες τους πως οι βιωμένες καταστάσεις του σώματός σου, όπως η ασθένεια, δεν μεταγράφονται έτσι απλά στα κείμενά σου. Ούτε μεταφέρονται στη γλώσσα του νόμου ή του θεσμού. Δεν είναι κάτι το υποκειμενικό που περιγράφεις στα άρθρα σου.

Είναι αυτό που είναι, επειδή περνάει κάτω από τους κώδικές τους, μπροστά στα μάτια τους. Και είναι «κάτι τι» και όχι «τίποτα» επειδή έχει σχέση με τα κύρια ονόματα τα της Ιστορίας (και της ιστορίας σου).

Τα παραθέτεις, όχι για φιγούρα, αλλά γιατί ονομάζοντας κάθε φορά τον Νίτσε και τον Ντελέζ , τον Λάχη και τον Ξένο του πλατωνικού «Σοφιστή», δεν αναφέρεσαι φιλολογικά σε σημαινόμενα και σε σημαίνοντα, αλλά στο πάθος σου, που σε  βγάζει έξω φρένων από το κεφάλι σου, αφήνοντας μέσα τον Στουρνάρα και τον Πικετί να βράζουν μαζί με τις επιστημονικές(;) τους φιλοδοξίες.

Και να που ο Ντελέζ στο «Έρημο νησί” του, που μόλις κυκλοφόρησε επιτέλους από τις εκδόσεις Εκκρεμές, σου λέει πως αν θες να ανήκεις στους γραφιάδες που φτιάχνουν τον ορίζοντα του  «αντι-πολιτσμού», πρέπει να γελάς με ένα γέλιο τρελό αντί να κλαψουρίζεις δεξιά και αριστερά μη και δεν σε προσέξουν, σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα στη στροφή Βουκουρεστίου και Σόλωνος.

Το πρόσεξες; Σου είπε προχθές τα κάλαντα αλλά εσύ, τίποτα. Βιαζόσουν.

Κατάλαβέ το τώρα, και πες του το : «Δεν είναι στο επίπεδο των κειμένων που πρέπει να παλέψουμε. Όχι γιατί δεν μπορούμε να παλέψουμε σ’ αυτό το επίπεδο, αλλά γιατί η πάλη δεν είναι πια χρήσιμη»

Δεν τα κατάφερα το ομολογώ. Δεν βρέθηκα σε εγγύτητα με το ζώο, από φόβο. Γι’ αυτό, ούτε βγήκα ούτε έκοψα το κεφάλι μου, μήπως στο επικείμενο τέλος της Ιστορίας αυτού του ανθρώπινου, πολύ  ανθρώπινου πολιτισμού ξαναβρώ το ζώο, όπως ο Άγιος Χριστόφορος που εικονίζεται με κεφαλή σκύλου.

Το έμαθες: «το ζώο είναι πιο σνομπ από τον άνθρωπο», όπως έγραψε ο δάσκαλος του Ντελέζ, ο Αλεξάντρ Κοζέβ. Γίνε!

Ανέφερες στην αρχή τον ωραίο στίχο της Χριστοδούλου. Ξαναγράψε τον: «Όλοι  παίζουμε χαρτιά με τους λύκους”. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν επιμένουμε να είμαστε τα πρόβατα.

Οι λύκοι το έχουν καταλάβει. Περνάνε από την Βαρβάκειο και μας κλείνουν το μάτι όταν εμείς κλίνουμε ρήματα στον πάγκο του χασάπη.

* F. Dubat, «Ο καιρός των θλιμένων παθών», εκδόσεις Πόλις, 2023.

** Thomas Piketty, «Μικρή ιστορία της ισότητας», εκδόσεις Πατάκη, 2023 .