Η προσεχησ εκλογή νέου αρχηγού στον ΣΥΡΙΖΑ κλείνει και τυπικά έναν κύκλο.

Εφεξής όλη η πολιτική ηγεσία των εκλογών του 2012 βρίσκεται εκτός προσκηνίου. Σαμαράς, Τσίπρας, Βενιζέλος, Καμμένος, Κουβέλης, Μιχαλολιάκος, Παπαρήγα…

Κόμματα διαλύθηκαν, κάποια δημιουργήθηκαν, άλλα ταλαιπωρήθηκαν κι ανέκαμψαν ή δεν ανέκαμψαν, μερικά εμφανίστηκαν κι εξαφανίστηκαν, ένα τουλάχιστον κατέληξε σύσσωμο «στης φυλακής τα σίδερα που είναι για τους λεβέντες».

Σαν να έκλεισε πλέον η παρένθεση ενός εθνικού ξεχαρβαλώματος που δεν είχαμε γνωρίσει άλλη φορά από το 1974.

Μη νομίσουμε πάντως πως κάτι τέτοιο συνέβη μόνο στην Ελλάδα.

Σε σχέση με το 2012, πανίσχυρα δημοκρατικά συστήματα είδαν το πολιτικό προσωπικό και τις κομματικές οργανώσεις που τα συγκροτούσαν να υφίστανται τεκτονικές μεταβολές.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι αλλαγές αυτές είναι και βαθιές και ορατές.

Θυμίζω πως κανένας ευρωπαίος πολιτικός από εκείνους που μετείχαν στην πολυσυζητημένη συνάντηση των Καννών το 2011 ή ακόμη και στις διαπραγματεύσεις για το Μνημόνιο του 2015 δεν είναι σήμερα στα πράγματα.

Ο χρόνος και η ψήφος υπήρξαν αμείλικτοι κριτές. Η κρίση επίσης.

Αυτός ο δεκαετής κύκλος δεν έκλεισε φυσικά χωρίς θύματα.

Η αντι-συστημική «αριστερή στροφή» που ενθουσίασε εκείνη την εποχή τους χωρατατζήδες αποδείχθηκε τελικά φούσκα με περικεφαλαία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Podemos, οι Γάλλοι «Ανυπότακτοι», η Linke και διάφοροι αγανακτισμένοι «εχθροί του συστήματος» ξεφούσκωσαν πιο γρήγορα κι από όσο είχαν φουσκώσει.

Ηταν προφανώς προϊόντα μιας εποχής που πέρασε. Και μάλλον ανακατωσούρες της μιας ευκαιρίας.

Αντιθέτως πιο ανθεκτική φάνηκε η άκρα ή λαϊκή ή εθνική Δεξιά που ήταν η πιο δεξιά εκδοχή στο ξεχαρβάλωμα. Συνεχίζει να ενισχύεται – μετέχει σήμερα σε τρεις ή τέσσερις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

Ευτυχώς όχι στην Ελλάδα. Οπου η παρουσία της είναι μεν ορατή αλλά δευτερεύουσα. Ούτε ή άλλως είναι καλύτερα να έχεις τρία ακροδεξιά κόμματα που μοιράζονται ένα 13% παρά ένα ακροδεξιό κόμμα με 13%. Στοιχειώδες.

Με άλλα λόγια, ο κύκλος έκλεισε χωρίς να κλονιστεί επί της ουσίας το ευρωπαϊκό δημοκρατικό σύστημα στο οποίο μετέχουμε.

Αυτό από μόνο του δεν είναι απλώς ένα τεράστιο επίτευγμα αλλά και η απόδειξη πως η δημοκρατία στην Ευρώπη είναι πολύ ισχυρότερη και έχει βαθύτερες ρίζες από όσο μπορούσαν να υποθέσουν οι εχθροί της.

Αυτά φυσικά είναι τα καλά νέα. Διότι υπάρχουν και τα λιγότερο καλά.

Οσο ισχυρή κι αν είναι η δημοκρατία, αποδεικνύεται ενίοτε και ασταθής, κυρίως χωρίς ασφαλή κριτήρια στην επιλογή του πολιτικού προσωπικού που την υπηρετεί.

Το κριτήριο της λαϊκής ψήφου (όπως είναι λογικό) τα ισοπεδώνει όλα.

Ποιος θα στοιχημάτιζε πριν από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια ότι θα είχαμε υπουργούς τον Βαρουφάκη, τον Καμμένο, τον Κοτζιά ή τον Φίλη; Ποιος θα πόνταρε στον Ιγκλέσιας ή τον Μελανσόν για οτιδήποτε της προκοπής;

Ακόμη χειρότερα. Ποιος θα πίστευε ποτέ ότι σήμερα που μιλάμε ως πιθανότερη διάδοχος του Μακρόν προβάλλει η Μαρίν Λεπέν;

Τελικά τη μόνη ασφάλεια που μπορεί να προκύψει την προσφέρει το ίδιο το δημοκρατικό σύστημα μέσα από μια «ελεγχόμενη εναλλαγή» των κομμάτων στην εξουσία.

Εναλλαγή ώστε να μη μετατρέπεται η εξουσία σε κλειστή λέσχη.

Και ελεγχόμενη ώστε να διασφαλίζεται η σύγκλιση και η σταθερότητα του δημοκρατικού συστήματος.

Αλλά η εναλλαγή βούλιαξε μαζί με τον ασυνάρτητο «αντι-συστημισμό» που την πολέμησε φανατικά ή απειλείται σήμερα από έναν φανατισμένο δεξιό λαϊκισμό.

Ουσιαστικά (για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους) το ξεχαρβάλωμα κατέστρεψε τα συστημικά ανακλαστικά της ευρωπαϊκής δημοκρατίας.

Και εκ των πραγμάτων η λογική της «ελεγχόμενης εναλλαγής» ήταν το μεγάλο θύμα του κύκλου που έκλεισε. Ο,τι απέμεινε το πήρε μαζί του ο Τσίπρας.

Σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ελλάδα κι η Ιταλία σχεδόν δεν υπάρχει αντιπολίτευση ή έστω υπάρχει μια αντιπολίτευση τόσο ετερόκλητη και τόσο μπερδεμένη που δεν συνιστά πραγματική εναλλακτική. Κουβαλάει το βάρος του ξεχαρβαλώματος.

Ακόμη και όσοι επιμένουν να αναλύουν την πολιτική με όρους «Δεξιά κι Αριστερά» δυσκολεύονται να κατανοήσουν τις διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές αναφορές των μεν και των δε.

Οπως για παράδειγμα την χρόνια (πλέον) αδυναμία της Αριστεράς να προσεγγίσει και να εκφράσει τα «λαϊκά στρώματα». «Εδώ και είκοσι χρόνια το προσπαθεί χωρίς αποτέλεσμα» σημειώνει η ιστορικός Μαριόν Φοντέν (Le Monde, 3-4/9).

Φυσικά τα λεγόμενα «λαϊκά στρώματα» δεν έχουν το ειδικό βάρος του παρελθόντος. Στο 28% τα υπολογίζουν στη Γαλλία. Ταυτοχρόνως την τελευταία δεκαετία θεωρούν στις περισσότερες ευρωπαϊκές δημοκρατίες ότι η μεσαία τάξη έχει υπερβεί το 50% του εκλογικού σώματος.

Αν όμως όλοι μπορούν σε τελευταία ανάλυση να τους εκπροσωπούν όλους κι αν επιδιώκουν να τους εκπροσωπούν όλους, εκείνο που καταργείται ή έστω ξεθωριάζει είναι η διακριτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.

Σε μια πρόσφατη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου ο Μητσοτάκης αστειεύτηκε πως δεν θα βάλει τους υπουργούς του να ψηφίσουν με βάση τους παλιούς διαχωρισμούς διότι φοβάται ότι μάλλον οι πασόκοι πλειοψηφούν των νεοδημοκρατών.

Δεν έχει άδικο. Αλλά όταν μετέχουν όλοι ή σχεδόν όλοι στη διακυβέρνηση και στο κυρίαρχο σύστημα εξουσίας πώς θα διασφαλιστεί ακόμη και μια «ελεγχόμενη εναλλαγή»;

Ενδεχομένως αυτή η σύγχυση να είναι το εύλογο απότοκο του ξεχαρβαλώματος. Κι ο χρόνος μαζί με τους κοινωνικούς μηχανισμούς να διασφαλίσει μια νέα ισορροπία, όπως σχεδόν φυσιολογικά διασφάλισε την επιστροφή σε μια κανονικότητα.

Αλλά κανείς δεν μπορεί να το διαβεβαιώσει.