Και φυσικά δεν περίμενα το «κίνημα», ούτε τον Εισαγγελέα με το καΐκι. Αντέδρασα αμέσως πριν χρόνια όταν πήγα να απλώσω την πετσέτα μου στο αμουδάκι πλάι στον Ορνό όπου πήγαινα από παιδί και δύο μπράβοι από τη νεόδμητη, παρακείμενη βίλα, μου είπαν συνοπτικά να τα «μαζέψω» και τους ρώτησα γιατί και μου έδειξαν τον μεγαλοεπιχειρηματία στη βεράντα με το πούρο που με «έκοβε» περιφρονητικά και τους απάντησα κάτι περί αιγιαλού και φαίνεται πως αυτός με γνώρισε από την τηλεόραση και με νόημα τους είπε να αποσυρθούν. Βέβαια, όταν έφυγα, στο καπό του αυτοκινήτου με περίμενε ένας αγκυλωτός Σταύρος χαραγμένος βαθιά με κλειδί ( της βίλας;) και την επόμενη εγώ έστειλα αυτό το γράμμα στον με το πούρο που επίτηδες (για την αιωνιότητα) το συμπεριέλαβα στον δεύτερο Τόμο των ποιημάτων μου 2006 – 2016 από τις εκδόσεις Περισπωμένη.

Να το:

«Θα ήταν προτιμότερο να αφοδεύσω πάνω στο πανάκριβο ραμποτέ, μπροστά στη βίλα που σου ετοίμασαν στην παραλία, με τις φιξαρισμένες ομπρέλες και την ξαπλώστρα για την κοιλιά σου. Καταπάτησες ως και τον αιγιαλό. Γιατί λοιπόν να μην αφήσω για τις πατούσες σου το θαύμα των εντέρων μου, που το προτιμώ από την υπεροψία του φόνου; Έτσι κι αλλιώς, τη ζωή θα τη ζήσουν για εμάς οι υπηρέτες μας…»

Αυτά του έγραψα με τον εκπαιδευτικό τρόπο της ειρωνείας που προκρίνω και γιατί ο πλούτος ακολουθεί το βέλος του χρόνου και ο χρόνος το λυρικό κιτς του νεοπλουτισμού.