Στις 10 Μαΐου του 1905 γεννήθηκε στην Άνω Χώρα της Σύρου ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο «ιερός βράχος» της ελληνικής λαϊκής μουσικής και του ρεμπέτικου.

Όταν σε ηλικία 12 ετών αφήνει τη Σύρο και εγκαθίσταται στον Πειραιά, δεν έχει ανακαλύψει ακόμα το πεπρωμένο του, τον δρόμο του στη μουσική.

Μοναδικό του μέλημα ο βιοπορισμός. Εργάζεται ως αχθοφόρος στο λιμάνι και ως εκδορέας (γδάρτης) στα σφαγεία. Είχε εξάλλου από πολύ μικρός δουλέψει, μεταξύ άλλων, ως λούστρος, εφημεριδοπώλης και μπακαλόγατος (βοηθός σε μπακάλικο).

Σε ηλικία ήδη 18 ετών παντρεύεται την Ελένη Μαυροειδή, που ο ίδιος αποκαλούσε Ζιγκουάλα και με την οποία μετά από κάποια χρόνια καθώς όπως ο ίδιος ο Βαμβακάρης έχει γράψει στην αυτοβιογραφία του, υπήρξε άπιστη.

Η στιγμή όμως που θα αλλάξει όχι μόνο τη ζωή του Βαμβακάρη, αλλά και ολόκληρη την πορεία της ελληνικής λαϊκής μουσικής είναι όταν ο Μάρκος γνωρίζει τον συριανό μπουζουξή Νίκο Αϊβαλιώτη.

Στο «ΒΗΜΑ» της 6ης Δεκεμβρίου 1966 ο Βαμβακάρης αφηγείται:

«Στα 1925 ήμουνα εκδορεύς στα Σφαγεία του Πειραιώς. Τότε ήλθε στο σπίτι μας ένας Αϊβαλιώτης, φίλος του πατέρα μου, που πρωτοέφερε μπουζούκι στον Πειραιά. Τρελλάθηκα. Μου άρεσε τόσο πολύ, ώστε ωρκίσθηκα να… κόψω το χέρι μου αν δεν το μάθαινα.

»Μετά από έξη μήνες είχα μάθει, έκανα το πρώτο μου συγκρότημα και άρχισα να παίζω».

Έτσι, ο ανθρωπος από τον οποίο ξεκίνησε το ρεμπέτικο τραγούδι, θα μάθει σιγά – σιγά να παίζει μπουζούκι και θα γράψει τα τραγούδια που αποτέλεσαν τη «βίβλο» του λαϊκού μας τραγουδιού.

Το 1932 θα κάνει στην Columbia τις πρώτες ηχογραφήσεις του για δίσκο με τα τραγούδια «Εφουμέρναμε ένα βράδυ» και «Ταξίμι Σερφ».

Το 1934 ιδρύει την εμβληματική στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού κομπανία «Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς». Την Τετράδα, μαζί με τον Μάρκο, στελεχώνουν ο Γιώργος Μπάτης, ο Ανέστης Δελιάς και ο Στράτος Παγιουμτζής.

Θα μεσουρανήσει στο ρεμπέτικο τραγούδι για αρκετές δεκαετίες. Μία από τις τελευταίες του εμφανίσεις σε πάλκο θα είναι αυτή στη Μαριγώ τον Νοέμβριο του 1971. Θα πεθάνει λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 8 Φεβρουαρίου 1972.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 9.11.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

«Πηγαίο ταλέντο μουσικού δημιουργού»

Ο Γιώργος Ι. Κοντογιάννης, εκδότης του περιοδικού “Λαϊκό Τραγούδι” λέει για τον Μάρκο στον Γιώργο Σκίντσα και «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 10ης Μαΐου 2005:

«Είχε πηγαίο ταλέντο μουσικού δημιουργού, αυθεντική σχέση με το υλικό του, τον εαυτό του αλλά και με το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησε, ενώ επίσης είχε μεγάλη αγάπη και αφοσίωση σε αυτό που έκανε, ήταν εκφραστικός και πολύ σωστός τραγουδιστής, ενώ, τέλος ήταν και θαυμάσιος εκτελεστής του μπουζουκιού.

(…)

»Ο Μάρκος Βαμβακάρης ένιωθε και καταλάβαινε αυτά που έγραφε. Είχε ταλέντο μελωδού και αυτό για εμένα ήταν το κυριότερο όλων.

»Και φυσικά στηρίχθηκε στο υλικό της παράδοσης, όπως έκαναν πολλοί άλλοι προγενέστεροι δημιουργοί. Αλλά μέσα από αυτή τη διαδικασία ανέδειξε τη μεγάλη μουσική προσωπικότητά του και τις έμφυτες ικανότητές του να κάνει ανεπανάληπτα δικά του τραγούδια».

Για τον Μάρκο, μίλησε στον Γιώργο Σκίντσα και «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 10ης Μαΐου 2005 και ο μελετητής του ρεμπέτικου τραγουδιού Παναγιώτης Κουνάδης.

«Ο Μάρκος Βαμβακάρης μεγάλωσε με τα ακούσματα του παλιού σμυρναίικου τραγουδιού και τους χορούς των ζεϊμπέκικων, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν και ένας πολύ καλός χορευτής του ζεϊμπέκικου τραγουδιού.

»Έρχεται λοιπόν μικρό παιδί στον Πειραιά, κουβαλώντας τα βιώματά του, παντρεύεται σε ηλικία 18 ετών, δεν έχει σταθερή εργασία, το ’22 ακολουθεί το κύμα των προσφύγων στον Πειραιά, ζει και ζυμώνεται μαζί τους και αποτυπώνει στα τραγούδια του όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω του.

(…)

»[Πέτυχε] επειδή από τη μια μεριά έγραφε με απλό τρόπο και από την άλλη κατέγραφε αυτά που συνέβαιναν γύρω του. Και όταν λέμε “απλό”, εννοούμε με όλη τη δυσκολία που μπορεί να έχει η απλότητα.

»Τραγουδά καθημερινές ιστορίες, που τελικά ανήκουν σε όλον τον κόσμο».

Από τα αλώνια στα σαλόνια

Η πορεία του Μάρκου Βαμβακάρη ήταν αλληλένδετη με αυτήν του ρεμπέτικου: Από τις λαϊκές συνοικίες και τους παράνομους τεκέδες «κυρίευσε» κάθε σχεδόν ελληνικό σπίτι και έφτασε ως τα μεγάλα θέατρα της Αθήνας, αψηφώντας κοινωνικές τάξεις και κάθε είδους διαχωρισμούς.

Χαρακτηριστική είναι η συναυλία που δίνει ο Μάρκος Βαμβακάρης στο θέατρο «ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ» της 5ης Δεκεμβρίου 1966. Ο Μάρκος βέβαια, όπως προκύπτει από το δημοσίευμα του «ΒΗΜΑΤΟΣ» της 6ης Δεκεμβρίου 1966, δεν άλλαξε ποτέ. Παρέμεινε ο Μάρκος του Πειραιά, του πάλκου, και της «Ξακουστής Τετράδας» του.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.12.1966, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 6ης Δεκεμβρίου 1966

«“Δεν ήλπιζα μπουζούκι μου σε τόσα μεγαλεία στο θέατρο το Κεντρικό να δώσης συναυλία. 

“Μέσα στον κόσμο σ’ είχανε για παραπεταμένο

 μπουζούκι μου διπλόχορδο

μπουζούκι μου καϋμένο

»Τελευταίοι στίχοι, τελευταίο τραγούδι του “πατριάρχου” του μπουζουκιού Μάρκου Βαμβακάρη, που χθες το βράδυ έδωσε στο θέατρο “Κεντρικό” συναυλία με παλιές και νέες συνθέσεις του.

»Κάτι που ο ίδιος πριν από τριάντα χρόνια ούτε θα τολμούσε να διανοηθή. Πριν από τριάντα χρόνια, τότε που αυτός, “πρώτος διδάξας” το σήμερα…εθνικό τουριστικό μας όργανο, έπαιξε με ακροατήριο μάγκες βαρείς, μαστουρωμένους στην Ανάσταση του Πειραιώς.

»Και ήταν τότε το πρώτο του μεγάλο σουξέ:

“Έπρεπε ναρχόσουνα βρε μάγκα στον ντεκέ μας…”

Ή το άλλο…σουξέ της εποχής:

Ήσουνα ξυπόλυτη και γύριζες στους δρόμους…

Στα παρασκήνια

»Κάπου εξήντα με εξηνταδύο χρόνων σήμερα ο Μάρκος Βαμβακάρης, υπέγραφε χθες το βράδυ αυτόγραφα στα παρασκήνια του θεάτρου, προτού αρχίσει η “συναυλία” και κάθε τόσο γύριζε κι έλεγε στους φίλους και συμπαίκτες του από τα “χρόνια τα παλιά”

Τα περιμένατε ρε μάγκες τέτοια μεγαλεία…”

Έπειτα ξαναγύριζε πίσω…

Τότε, που λέτε, κατά το 1930, που με τον Μάρκο, τον Στράτο, τον Αρτέμη και τους άλλους παίζαμε στην Ανάσταση του Πειραιώς, σε κάποιο κέντρο, πού να έλθη να μας δη άνθρωπος από την Αθήνα, από τους αριστοκράτες, που σήμερα τρελλαίνονται για διπλοπεννιές.

“Εκτός από τους τακτικούς μάγκες, η πελατεία μας ήτανε ο Διευθυντής της Σημάνσεως της Αστυνομίας, κάτι εισαγγελείς, κάτι δικηγόροι… Έπειτα, στα 1933, πήγαμε στο Δάσος του Βοτανικού με τον Μάρκο, τον Στυλιανό Κηρομήτη κι εν συνεχεία ήλθαν οι Τζιτζιφιές, η Αθήνα, το μπουζούκι αγαπήθηκε, πήρε τον δρόμο που του έπρεπε… Φυσικά, τέτοια εξέλιξη δεν την περίμενα.