Τι μάθαμε τις δύο πρώτες μέρες της, άτυπης, προεκλογικής περιόδου; Ότι οδεύουμε προς εκλογές ακραίας πόλωσης. Η πολιτική συζήτηση αυτές τις ημέρες διεξάγεται με ένα τρόπο αποκαρδιωτικό και κινείται στη σφαίρα της σκανδαλολογίας. Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρέθηκε μια βίλλα που χτίστηκε με δάνειο για τρίτεκνους στην Πάρο, το επιχειρηματικό ένα δάνειο με εγγυητή μέλος της κυβέρνησης και είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν και άλλα «σκάνδαλα».

Όλα δείχνουν ότι τα επιτελεία των κομμάτων, σε αυτή τη φάση, επενδύουν στους σκελετούς που μπορούν να βρουν στις ντουλάπες των αντιπάλων. Οι «κυνηγοί σκανδάλων» και στα δύο κόμματα έχουν πιάσει δουλειά. «Θα πάμε στην πιο σκληρή αντιπαράθεση από όλες όσες θυμόμαστε» είναι η εκτίμηση έμπειρου κοινοβουλευτικού στελέχους. Την ίδια ώρα τα νοικοκυριά εξακολουθούν να βρίσκονται αντιμέτωπα με τις τιμές στα σούπερ μάρκετ, η κατάσταση των νοσοκομείων και ιδιαίτερα στα νησιά δεν εμπνέει κανένα αίσθημα ασφάλειας, οι πλειστηριασμοί εξακολουθούν να φοβίζουν. Τα ζητήματα αυτά, κάθε τι που απασχολεί τη δύσκολη καθημερινότητα των πολιτών, μένουν εκτός συζήτησης.

Οι συσχετισμοί στην αφετηρία της κάλπης

Οι συσχετισμοί δύναμης στην αφετηρία των εκλογών έχουν αλλάξει μετά το δυστύχημα στα Τέμπη. Το «διαχειριστικό αβαντάζ» του Κυριάκου Μητσοτάκη, δέχθηκε ένα υπολογίσιμο πλήγμα. Ποιοι είναι οι συσχετισμοί δύναμης στην αφετηρία της προεκλογικής κούρσας; Σύμφωνα με πληροφορίες από τις κυλιόμενες δημοσκοπήσεις που «τρέχουν» αυτήν την περίοδο, η κυβέρνηση κατάφερε να «μαζέψει», ως ένα βαθμό την ζημιά που είχε από το δυστύχημα στα Τέμπη. Όμως, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, τα ποσοστά που καταγράφει το κυβερνών κόμμα απέχουν από την «ευχάριστη έκπληξη» στην οποία αναφέρθηκε στο υπουργικό συμβούλιο ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Κινούνται στη σφαίρα που επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι ο στόχος της αυτοδυναμίας έχει να ξεπεράσει αρκετά εμπόδια. Το μεγαλύτερο από αυτά είναι η κρίση εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα.

Αυτή η κρίση εμπιστοσύνης φαίνεται και από την αδυναμία της καλούμενης «συστημικής αντιπολίτευσης» να αποκομίσει οφέλη. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να καταγράφει ποσοστά πολύ χαμηλότερα από αυτά των εκλογών του 2019 και δεν δείχνει, στην παρούσα φάση, να αναπτύσσει μια εκλογική δυναμική που θα τον φέρει στην πρώτη θέση. Το ίδιο ακριβώς πρόβλημα αντιμετωπίζει το ΠαΣοΚ. Σε όλες σχεδόν τις μετρήσεις εμφανίζεται, στην αρχική πρόθεση ψήφου κοντά στο 9%, γεγονός που δυσκολεύει το στόχο του «ισχυρού διψήφιου ποσοστού» που επιδιώκει η ηγεσία του. Αντιθέτως, σε αυτή η φάση, αποκομίζουν οφέλη τα μικρότερα κόμματα και ακροδεξιά σχήματα που παραπέμπουν σε εικόνες ενός παρελθόντος που υποτίθεται ότι είχαμε αφήσει πίσω μας.

Τι θα γίνει τις περίπου 50 ημέρες που απομένουν μέχρι τις κάλπες;

Όσο η αντιπολίτευση καθυστερεί να διατυπώσει πειστικές, εναλλακτικές προτάσεις τόσο διευκολύνει την κυβέρνηση να αποκαταστήσει την κλονισμένη εμπιστοσύνη με το κομμάτι του εκλογικού σώματος που περισσότερο φοβάται την αστάθεια, την ακυβερνησία και τα αδιέξοδα. Και όσο η κυβέρνηση εξακολουθεί να θεωρεί ως ισχυρό της όπλο τον μπαμπούλα μιας τερατογένεσης που είναι απίθανο να συμβεί, και επιλέγει ως πεδίο της αντιπαράθεσης τις εντυπώσεις, τόσο θα ενισχύονται οι δυνάμεις που θα κάνουν την δύσκολη επόμενη μέρα των εκλογών, ακόμα δυσκολότερη.