Σε μια ιδιότυπη αναζήτηση βρίσκεται τις τελευταίες ώρες το πολιτικό σύστημα. Το προς διερεύνηση θέμα αφορά στο «πολιτικό πρόσωπο», το οποίο κατά τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, κ. Ν. Ανδρουλάκη, θα (μπορούσε να) ηγηθεί μιας «πολιτικής» κυβερνήσεως, της οποίας επικεφαλής δεν μπορεί να είναι ούτε ο κ. Μητσοτάκης ούτε ο κ. Τσίπρας.

Κι όλα αυτά εν όψει του διαφαινόμενου αδιεξόδου το οποίο θα προκύψει από τις κάλπες της 21ης Μαΐου.

Σε άλλες εποχές μπορεί μια τέτοια «αναζήτηση» να φαινόταν παράταιρη και πιθανόν καφενειακού χαρακτήρα. Σήμερα όμως, φαντάζει σοβαρή, κυρίως διότι το δυστύχημα στα Τέμπη και η σχεδόν καθολική οργή του εκλογικού σώματος, δημιούργησαν, φαινομενικά τουλάχιστον, συνθήκες ανατροπής του πολιτικού σκηνικού. Άρα, ο αρχηγός του τρίτου κόμματος, και εξ όσων διαφαίνονται, ρυθμιστής των εξελίξεων μετά τις εκλογές, φροντίζει έγκαιρα, δύο μήνες πριν από τις εκλογές, να ορίσει τις συντεταγμένες επί τη βάσει των οποίων θα καθοριστούν αυτές οι εξελίξεις.

Ορισμένοι, κυρίως προερχόμενοι απ’ τη ΝΔ, βρήκαν την στάση του αλαζονική. Θεώρησαν δηλαδή ότι έχει χαρακτηριστικά υπερφίαλης τακτικής και διέγνωσαν σε αυτή και μαξιμαλιστικές τάσεις. Αντιθέτως, πιο πονηρά σκεπτόμενοι οι του ΣΥΡΙΖΑ άφησαν να πέσει κάτω η αναφορά Ανδρουλάκη. Έδειξαν αυτοσυγκράτηση και μετριοπάθεια. Ούτε καν ο κύριος εκφραστής του «πολακισμού», επιχειρήσε να επιτεθεί στον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ. Οι εκλογές πλησιάζουν και αυτός ακόμη έχει προσωπικες φιλοδοξίες – οτιδήποτε πει τώρα, θα αποτελέσει κόκκινη κάρτα για την είσοδο του σε μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ.

Γιατί όμως τα στελέχη της ΝΔ θεωρούν αλαζονική τη στάση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ; Και ειδικότερα ότι δεν έχει το δικαίωμα να αποκλείει τον αρχηγό του πρώτου κόμματος από την πρωθυπουργία;

Η απάντηση βρίσκεται όχι στο τι είπε ο κ. Ανδρουλάκης στη συνέντευξη του στην ΕΡΤ, αλλά γιατί το είπε.

Κατά τη γνώμη μου, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, αντιλαμβάνεται ότι η πιθανολογούμενη κυβερνητική σύμπραξη με τη ΝΔ, προσκρούει σε σοβαρά αντίβαρα του παρελθόντος. Και συγκεκριμένα στη δεκαετία του 2010, όταν η σύμπραξη του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ, αποδείχθηκε καταστροφική για το κόμμα του, παρά το γεγονός ότι βοήθησε σημαντικά στην αποτροπή της χρεοκοπίας της χώρας. Εκείνη την περίοδο, το ΠΑΣΟΚ αποδέχθηκε ως πρωθυπουργό τον αρχηγό της ΝΔ κ. Σαμαρά, αν και είχαν μεσολαβήσει η σκληρή αντιπολιτευτική στάση στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, τα «Ζάππεια» και οι ψευδεπίγραφες δεσμεύσεις για το τέλος των μνημονίων, της λιτότητας κ.λπ. κ.λπ.

Προφανέστατα εκτιμά πως αυτό ήταν λάθος, και πως αν είχε επιλεγεί άλλο πολιτικό πρόσωπο ως πρωθυπουργός, ενδεχομένως το ΠΑΣΟΚ να μην εισέπραττε τόσο βαριές απώλειες από το κόστος της διακυβέρνησης.

Είναι ένα στοίχημα αυτό, αν υποτεθεί ότι η ΝΔ κερδίσει τις εκλογές και απευθυνθεί στο ΠΑΣΟΚ για τη συγκρότηση κυβέρνησης.

Το δεύτερο στοίχημα για τον κ. Ανδρουλάκη, το οποίο υπαγορεύει, θεωρώ, και τη στάση του, είναι ότι αντιλαμβάνεται πως το καλύτερο για το κόμμα του, θα ήταν να αποφύγει τον δεύτερο γύρο των εκλογών. Τι κάνει λοιπόν τώρα; Στρώνει το έδαφος για μία συνεργασία με αυτόν που θα τερματίσει πρώτος, ώστε το ΠΑΣΟΚ να αποφύγει τη βάσανο της δεύτερης κάλπης. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έχει την ευφυία να αντιληφθεί ότι στο μήνα που θα ακολουθήσει από την πρώτη Κυριακή ως τη δεύτερη κάλπη, θα «πέσουν» κορμιά στη μάχη της επικράτησης, και το ΠΑΣΟΚ θα είναι ο εύκολος στόχος για τους δύο μονομάχους.

Ιδανικά για αυτόν, θα ήταν να τελειώσουν όλα στην πρώτη κάλπη. Εξ ού και θέτει ως μείζον θέμα να προκύψει από τις κάλπες του πρώτου γύρου ένα ισχυρό ΠΑΣΟΚ.

Εδώ που τα λέμε, στο χέρι του είναι, αν το δουλέψει εντατικά.