Η χώρα οδεύει προς τις κάλπες με έναν εκλογικό νόμο, ο οποίος θεωρητικά ευνοεί, αν δεν επιβάλλει κιόλας, τις συνεργασίες. Αυτή η θεωρητική σύλληψη όμως δεν φαίνεται να αντιστοιχίζεται σε καμία πραγματικότητα.  

Το κυβερνών κόμμα, που προπορεύεται και στις δημοσκοπήσεις, διαφωνεί επί της αρχής, όπως έχει κάθε δικαίωμα να κάνει. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που παρά την πικρή του εμπειρία από την συγκυβέρνηση με την Ακρα Δεξιά ψήφισε τον ισχύοντα εκλογικό νόμο στο τέλος της κυβερνητικής του θητείας για προφανείς λόγους, ψάχνει εταίρους με το κιάλι. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα μικρότερα κόμματα στα αριστερά του, παρά την υποτιθέμενη ιδεολογική συνάφεια, απορρίπτουν εντελώς την ιδέα. Θα κυβερνούσε ξανά με την Ακρα Δεξιά ;  

Μένει ο λεγόμενος «ρυθμιστής», ο οποίος όμως θέτει δυο μάλλον «επαχθείς» όρους για οποιαδήποτε συνεργασία. Ο ένας είναι να πετύχει διψήφιο ποσοστό στις κάλπες και ο δεύτερος να μην τεθεί επικεφαλής της κυβέρνησης κανένας από τους επικεφαλής των δυο κομμάτων εξουσίας.  

Αν όμως με τον πρώτο όρο μεταφέρεται το βάρος της συνεργασίας στους ψηφοφόρους, με τον δεύτερο δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη η εντολή τους: Ο τρίτος εννοεί να επιβάλει άλλον πρωθυπουργό από εκείνον που θα έχουν επιλέξει πολύ περισσότεροι ψηφοφόροι από τους δικούς του με την ψήφο τους.  

Το τελικό συμπέρασμα δεν προσφέρει και πολύ χώρο στην αισιοδοξία. Στην πολιτική υποτίθεται πως λέγονται πράγματα που δεν γίνονται και γίνονται πράγματα που δεν λέγονται. Στο πεδίο των συνεργασιών όμως γινόμαστε μάρτυρες μιας εντελώς ιδιάζουσας κατάστασης όπου τίποτε δεν γίνεται επειδή λέγονται τα πάντα…