Εκατόν δέκα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την ημέρα που τα Ιωάννινα, ύστερα από αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας, απέκτησαν και πάλι την ελευθερία τους.

Τα ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου 1913, εν μέσω του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις παρέδωσαν στον ελληνικό στρατό τα όπλα τους και μαζί με αυτά τη διοίκηση της πόλης των Ιωαννίνων, που για σχεδόν πέντε αιώνες βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία.

Η σπουδαία αυτή νίκη των Ελλήνων ήρθε ύστερα από εβδομάδες ηρωικών μαχών και πολιορκίας αλλά και έντονο παρασκήνιο μεταξύ του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου και του διαδόχου και αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου, ο οποίος αρχικά δεν συμφωνούσε με την άποψη του Βενιζέλου ότι ήταν αναγκαίο να ενισχυθούν τα ελληνικά στρατεύματα στην Ήπειρο.

Όπως δήλωνε σε επιστολή του προς τον Βενιζέλο, ο Κωνσταντίνος ήταν της άποψης πως «Συγκέντρωσις μεγάλων δυνάμεων εν Ηπείρω είνε ασύμφορος. Αν εξακολουθήση ο πόλεμος, πρέπει να παραιτηθώμεν εκ πολιορκήσεως Ιωαννίνων και επανέλθωμεν εις αρχικόν σχέδιον απλής επιτηρήσεως και απασχολήσεως του εν Ηπείρω τουρκικού στρατού».

Τελικά ο Κωνσταντίνος μεταπείστηκε, οι ελληνικές δυνάμεις που μάχονταν για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ενισχύθηκαν και ύστερα από την ιστορική Μάχη του Μπιζανίου, τα Ιωάννινα ήταν και πάλι ελεύθερα.

Το πιθανότερο όμως είναι πως το ιστορικής σημασίας αυτό εγχείρημα δεν θα στεφόταν με επιτυχία, αν την περίοδο εκείνη ο ελληνικός στρατός δεν είχε στις τάξεις του έναν θαρραλέο και εξωφρενικά ριψοκίνδυνο ταγματάρχη, τον θρυλικό Ιωάννη Βελισσαρίου.

«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 21ης Φεβρουαρίου 1962 δημοσιεύει τη μαρτυρία του Ευάγγελου Μπόγκα, ο οποίος ήταν παρών στις ηρωικές εκείνες ημέρες της Απελευθέρωσης των Ιωαννίνων και έζησε τον Βελισσαρίου από κοντά.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.2.1962, ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Μπιζάνι

«Η επίθεση κατά του Μπιζανίου άρχισε στις 19 Φεβρουαρίου. 12 τοπομαχικά, 56 πεδινά και 24 ορειβατικά εξαπέστειλαν παραπάνω από 30 χιλιάδες οβίδες. Ακούαμε από τα Γιάννινα τους ορυμαγδούς των κανονιοβολισμών και βλέπαμε τις χιλιάδες από τις λάμψεις και τους καπνούς. – η απόσταση Μπιζάνι – Γιάννινα κατ’ ευθείαν γραμμήν είναι περίπου 5 χιλιόμετρα – και καταλαβαίναμε πως κάτι σπουδαίο γινόταν. Το Μπιζάνι, γράφουν οι επίσημες εκθέσεις, είχε μεταβληθή σε σωστό μεταλλείο σιδήρου.

(…)

«Ένδοξοι αρχηγοί, Μοσχόπουλος, Καλλάρης, Παρασκευόπουλος, είχαν αναλάβει την ηγεσία των καίριων τομέων του Μετώπου. Ανάμεσα στις άλλες ηρωικές μονάδες κρούσεως του αριστερού, απ’ όπου αιφνιδιάστηκε ο εχθρός, ήταν και το ονομαστό πρώτο Σύνταγμα Ευζώνων με επικεφαλής των αντισυνταγματάρχη Παπαδόπουλο και ταγματάρχας τον Ιατρίδη και τον θρυλικό Βελισσαρίου.

Ο ήρωας Βελισσαρίου

«Τον παρουσιάζω, όπως τον είδα στις 21 Φεβρουαρίου 1913 το πρωί απ’ έξω από την πόρτα του Αγίου Ιωάννου, όπου είχε αποκόψει εκ των όπισθεν με μια δράκα γενναίων την οδό διαφυγής σε 33.000 Τούρκους του Μπιζανίου.

»Μεσόκοπος, με μούσι, σβέλτος στο μάτι και στο σώμα, που έδινε από μακριά την εντύπωση ορεσίβιου παρά καλλιεργημένου και γλωσσομαθούς ανωτέρου αξιωματικού.

»Ήταν ορμητικό και ταχύ παλληκάρι, τέτοιο που στην πρώτη γενική επίθεση της 7ης Ιανουαρίου είχε προσπεράσει το δεξιό του Μπιζανίου, όπου είχε ταχθή τότε».

Φίλια πυρά

Ο Βελισσαρίου και οι άνδρες του, σ’ εκείνη την επίθεση, είχαν κατορθώσει να φτάσουν σε τόσο προωθημένο σημείο που το ελληνικό πυροβολικό πίστεψε πώς ήταν Τούρκοι που υποχωρούν.

«[Το ελληνικό πυροβολικό] έβαλε εναντίον τους, σκότωσε και τραυμάτισε αρκετούς από τους ευζώνους του, τον ίδιο δε τον τραυμάτισε στο πόδι με θραύσμα, αυτόν που ενώ πολεμούσε πάντα όρθιος δεν τον είχε εγγίσει ποτέ εχθρική σφαίρα.

(…)

»Όταν ήθελε να καταλάβη ένα οχυρό, αφού ζύγιζε καλά την επιχείρηση, έλεγε στους ευζώνους του: “Παιδιά, αύριο το πρωί θα πάμε να καταλάβουμε εκείνο το λόφο με τα δύο κανόνια”. Και κύτταζε το ρολόι του – το πρωί: “Είναι 5 ½ , στις 6 η ώρα θα τα έχουμε πάρει τα κανόνια”.

»Έφτανε ο Αχχιλέας μας με τους Μυρμιδόνες του στην κορυφή του λόφου και ξανακύτταζε το ρολόι: “Παιδιά! Στις εξ είπαμε και τα πήραμε στης έξη και δέκα. Αλλά δεν πειράζει…”»

Πώς ελευθερώθηκαν τα Γιάννενα

Το θάρρος και το πάρατολμο του χαρακτήρα του, οδήγησαν τον Βελισσαρίου σε μία ουσιαστικά αυτοκτονική αποστολή, που όμως ήταν τελικά αυτή που απελευθέρωσε τα Ιωάννινα.

«Είχε εντολή του φαλαγγάρχη του, κατεβαίνοντας από το βουνό στην πεδιάδα των Γιαννίνων, καταδιώκοντας τους Τούρκους, να μη προχωρήση πιο πέρα από τη Ραψίστα, χωριό μια ώρα μακριά από τα Γιάννινα.

»Αυτός όμως δεν κρατήθηκε και παρασύροντας και τον Ιατρίδη με το τάγμα του, προχώρησε πέφτοντας η νύχτα, μπήκε ως τη μέση αυτός και τα παλληκάρια του στην πλημμυρισμένη λόγω του χειμώνος Λαγκάστα (πεδιάδα Ιωαννίνων) κι έφτασε στον Άγιο Ιωάννη, που απέχει μόνο πέντε λεπτά από την παρυφή της πόλης.

»Έκοψε τα τηλεγραφικά και τηλεφωνικά σύρματα της πόλης με το Μπιζάνι και απέκοψε τη διαφυγή 33.000 Τούρκων του Μπιζανίου και της Καστρίτσας, που αν έμπαιναν στα Γιάννινα, θα τα πυρπολούσαν και θα τα λεηλατούσαν.

»Ο Εσσάτ (σ.σ. Εσσάτ Πασάς, διοικητής τουρκικών δυνάμεων Ιωαννίνων), μόλις προ ολίγου είχε μπει στα Γιάννινα, ενώ ο αδελφός του Βεχήπ, μη φανταζόμενος ότι θα συναντούσε στις παρυφές της πόλης Έλληνας, έτρεχε έφιππος προς την πόλη και όταν άκουσε τα  “Αλτ!” του σκοπού μας ξαναγύρισε τροχάδην στην Καστρίτσα και μπήκε με βάρκα, από το μέρος της λίμνης, στα Γιάννινα».

Ο Βελισσαρίου, με τον Ιατρίδη και τους άνδρες τους περνώντας κάτω από τη μύτη τριών τουρκικών οχυρών, έφθασαν χωρίς την παραμικρή κάλυψη ως τις παρυφές της πόλης των Ιωαννίνων.

Εγκατέστησαν προφυλακές, συνέλαβαν σχεδόν 1000 τούρκους στρατιωτικούς που υποχωρούσαν προς την πόλη και διακόπτοντας τις επικοινωνίες των Ιωαννίνων με το Μπιζάνι, έκαναν τους Τούρκους επιτελείς να πιστέψουν ότι το ισχυρότερό τους οχυρό, είχε «πέσει». Η παραπλάνηση λειτούργησε και οι Τούρκοι παραδόθηκαν.

O Kωνσταντίνος (αριστερά) και ο στρατηγός Σούτσος (δεξιά), μπροστά από τον ναό του Αγίου Ιωάννη, των ελεύθερων πλεόν Ιωαννίνων

Όσα είπε ο Βελισσαρίου

Ο ίδιος ο Βελισσαρίου, όπως αναφέρει στο «ΒΗΜΑ» ο Ευάγγελος Μπόγκας, γράφει στην επίσημη έκθεσή του:

«Οι άνδρες διάβροχοι εκ της διαβάσεως των τελμάτων, εμείναν αγρυπνούντες με το όπλον άνα χείρας, συχναί δε περιπολίαι συνέδεαν τα διάφορα τμήματα, δεχόμενα ομάδας αιχμαλώτων (διαρρεόντων από τα οχυρά προς τα Γιάννινα), ους ενεκλείσαμεν εντός της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου.

»Ότε περί την 11ην εσπερινήν διεκρίναμεν μετά του κ. Ιατρίδου δύο παμμεγίστους φανούς, όπισθεν των οποίων ηκολούθει ομάς ανθρώπων. Επλησιάσαμεν και εμφανίζεται προ ημών ο Άγιος Δωδώνης (σ.σ. Επίσκοπος Δωδώνης, Πανάρετος), όστις μάς παρουσιάσε δύο αξιωματικούς, τον υπολοχαγό Ρεούφ και τον ανθυπολοχαγό Ταλαάτ, απεσταλμένους του Εσσάτ και κομιστάς της γνωστής επιστολής των Προξένων Ιωαννίνων, ανοικτής και γαλλιστί συντεταγμένης, ην αναγνούς, εξουσιοδοτηθείς, είδον το περιεχόμενον.

(…)

»Ιδού τι έλεγε η επιστολή των Προξένων:

«Προς Α.Β.Υ τον Πρίγκηπα Διάδοχον της Ελλάδος, Αρχιστράτηγον Ελληνικού Στρατού.

Εκλαμπρότατε, Ο Αρχιστράτητος των Αυτοκρατορικών Οθωμανικών στρατευμάτων, Εξοχώτατος Εσσάτ Πασάς, προς αποφυγήν περαιτέρω αιματοχυσίας, επεφόρτισεν ημάς να επέμβωμεν παρά τη Υμετέρα Β. Υ. όπως ευαρεστηθή και διατάξη από της στιγμής ταύτης την παύσιν των εχθροπραξιών.

Ανάλογοι διαταγαί εδόθησαν ήδη παρά του εξοχωτάτου Εσσάτ Πασά…»

Το τέλος

Η ιστορία λέει ότι όταν όλα πια είχαν τελειώσει και στα Ιωάννινα κυμάτιζαν ελληνικές σημαίες, ο διάδοχος Κωνσταντίνος συνάντησε τον Βελισσαρίου και, σχολιάζοντας την απόφαση του ταγματάρχη να μπει μόνος του στα Ιωάννινα τού είπε:

«Βελισσαρίου, είσαι άξιος ραπίσματος, αλλά και φιλήματος. Εγώ αρκούμαι εις το φίλημα».

Πέντε μόλις μήνες αργότερα, ο Βελισσαρίου σκοτώθηκε στη Μάχη της Κρέσνας, τελευταίες ημέρες του Β’ Βαλκανικού Πολέμου… Λέγεται ότι όταν το πληροφορήθηκε ο Κωνσταντίνος είπε: «Ήταν επόμενο. Τέτοιοι ήρωες δε ζουν πολύ».