Παρατηρώ την αγωνία των δημοσκόπων να βγάλουν εκτίμηση για το προς τα πού πάνε τα πολιτικά πράγματα της χώρας και κυρίως να κάνουν προβλέψεις για τις εκλογές.

Προσπαθούν να δουν τις τάσεις που καταγράφονται, τις αυξομειώσεις που ίσως δείχνουν μια κρίσιμη μετατόπιση, να συνδυάσουν στοιχεία, να αξιοποιήσουν την πρόοδο της στατιστικής, να σταθμίσουν δεδομένα.

Βεβαίως και αυτοί στο τέλος καλούνται να κάνουν επιλογές. Θα στηριχτούν στις δυναμικές που έχουν δει στο παρελθόν; Θα θεωρήσουν δεδομένο ότι υπάρχει μια «αλλαγή σελίδας»; Θα προβλέψουν τομές και ανατροπές;

Δεν είναι εύκολη δουλειά. Ιδίως όταν εμπεριέχει πάντα τη δυνατότητα να πέσεις  έξω. Αλλά και τον κίνδυνο να σε κατηγορήσουν ότι «κατασκευάζεις» εκτιμήσεις για να χειραγωγήσεις την κοινή γνώμη.

Γι’ αυτόν τον λόγο και έχω πάντα μεγάλο σεβασμό για τους δημοσκόπους.

Όμως, την ίδια στιγμή πάντα είχα την εκτίμηση ότι οι δημοσκοπήσεις και οι εκλογές είναι δύο διαφορετικά πράγματα.

Δεν το λέω μόνο με την έννοια ότι μία δημοσκόπηση εντοπίζει κυρίως τη δυναμική της «στιγμής» που μπορεί να είναι διαφορετική από αυτή μιας επόμενης στιγμής και ιδίως των εκλογών.

Το λέω με την έννοια ότι ο ψηφοφόρος αλλιώς φέρεται στη δημοσκόπηση και αλλιώς στην κάλπη.

Στη δημοσκόπηση απαντά με βάση όντως μια δυναμική, μιας αντίδραση στην επικαιρότητα, αλλά και την επιθυμία του να «στείλει μήνυμα» κάποιες φορές – ας μην ξεχνάμε ότι οι ψηφοφόροι γνωρίζουν πια πολύ καλά πώς αξιοποιούνται οι δημοσκοπήσεις.

Στην ώρα της κάλπης αντιδρά πάντα λιγότερο θυμικά. Πιο σταθμισμένα. Με μεγαλύτερη επίγνωση των συνολικών διακυβευμάτων. Με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη τετραετία.

Και γι’ αυτόν τον λόγο και κάποιες στιγμές οι ψηφοφόροι κινούνται διαφορετικά από τις δημοσκοπήσεις.

Δεν είναι πάντα λάθος των δημοσκόπων. Είναι και ζήτημα μετατοπίσεων των ψηφοφόρων.

Στις εκλογές του 2019 όλοι έδιναν τον ΣΥΡΙΖΑ χαμηλότερα στις δημοσκοπήσεις. Πράγμα λογικό αφού πλήρωνε το πολιτικό κόστος της μνημονιακής πολιτικής του. Όμως, στις εκλογές τα πήγε καλύτερα από το αναμενόμενο, γιατί σε ένα κομμάτι του ακροατηρίου μέτρησε περισσότερο π.χ. ο κίνδυνος επιστροφής της Νέας Δημοκρατίας.

Έτσι και τώρα πιστεύω ότι οι δημοσκοπήσεις δεν κατορθώνουν να πιάσουν όλες τις δυναμικές.

Δεν πιστεύω ότι έχουμε ακόμη εικόνα ποια είναι η δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση και εάν και σε ποιο βαθμό μετρά η υπόθεση των υποκλοπών.

Δεν συνυπολογίζουμε όσο πρέπει τη διαφορετική συμπεριφορά που έχει το εκλογικό σώμα στις ηλικίες κάτω των 35.

Δεν μετράμε ακόμη τις επιπτώσεις από την αύξηση του κόστους ζωής που άμα δεν ανάψουν τα καλοριφέρ δεν μπορεί να γίνουν αισθητές.

Δεν «σταθμίζουμε» όσο πρέπει το πώς θα αναμετρηθούν διαφορετικά τμήματα του εκλογικού σώματος με το δίλημμα «συνέχιση του υπάρχοντος ή κάποιου είδους κυβερνητική αλλαγή».

Δεν έχω εύκολες απαντήσεις για όλα αυτά και γι’ αυτό πιστεύω ότι πρέπει να έχουμε μέτρο στις εκτιμήσεις μας.

Όμως, κάποιες φορές το σημαντικό είναι να μπορείς να επιμένεις στα ερωτήματα.