Παρατηρώ τη συζήτηση που υπάρχει για όσα συμβαίνουν στην Εκκλησία των Αγίων Ισιδώρων στον Λυκαβηττό.

Θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι εξαρχής: εγώ το δικαίωμα στην πίστη το σέβομαι απόλυτα.

Και θεωρώ ότι είναι υπεράνω κριτικής.

Με αυτή την έννοια δεν έχω κανένα πρόβλημα να υπάρχουν χώροι πίστης και ας υπάρχει και πολυκοσμία.

Και παρότι καταλαβαίνω τους… περιπατητές του Λυκαβηττού που καμιά φορά ενοχλούνται, δεν χάλασε ο κόσμος εάν υπάρχει πολυκοσμία κάποιες μέρες.

Ούτε έχω κάποιο πρόβλημα αρχής με το να έχει ένας ναός ισχυρή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Μαζικός θεσμός είναι η Εκκλησία, μπορεί να χρησιμοποιεί κάθε ανάλογη δυνατότητα.

Πάνω από όλα: δεν έχω κανένα πρόβλημα με τους ανθρώπους που πάνε σε έναν χώρο λατρείας για να προσευχηθούν και να ζητήσουν από το Θεό να κάνει κάτι.

Είναι ένα απόλυτα σεβαστό δικαίωμα στην ελπίδα και ένας τρόπος αυτοί οι άνθρωποι να αντλούν αναγκαία υπαρξιακή δύναμη.

Έχω, όμως, πρόβλημα με το εμπόριο της πίστης.

Έχω πρόβλημα με το εμπόριο ελπίδας.

Έχω πρόβλημα με το εμπόριο «θαυμάτων».

Έχω πρόβλημα με τον οποιοδήποτε στην προσπάθειά του να προσελκύσει ακόμη περισσότερους ανθρώπους στο ναό την ευθύνη του οποίου έχει, καταλήγει να εμφανίζει «θαύματα» μόνο και μόνο για να αυξήσει την πελατεία του.

Έχω πρόβλημα με τον οποιοδήποτε δεν προσπαθεί τον άρρωστο να τον στηρίξει και μέσα από την πίστη – που είναι μεγάλο αποκούμπι – αλλά ουσιαστικά του «τάζει» θεραπεία.

Έχω πρόβλημα με τον οποιοδήποτε αντί να στηρίξει τον άλλο στην αγωνία και τον πόνο του, καταλήγει να τον εκμεταλλεύεται.

Έχω πρόβλημα με τον οποιοδήποτε αποπειράται στο όνομα της πίστης να στήσει τελικά μια «μπίζνα» αντί για ένα χώρο πίστης.

Και έχω πρόβλημα με τον οποιοδήποτε ανέχεται, συγκαλύπτει, αποσιωπά ή ακόμη και «συνδιαχειρίζεται» προβληματικές καταστάσεις.

Τι ισχύει από όλα αυτά για την περίπτωση του ναού των Αγίων Ισιδώρων και του εφημερίου του, π. Δημητρίου Λουπασάκη, δεν το ξέρω.

Άλλοι αρμοδιότεροι από εμένα πρέπει να ψάξουν τις καταγγελίες που έχουν υπάρξει, πρώτα από όλα η Εκκλησία της Ελλάδος, και να κάνουν σαφές ότι το εμπόριο πίστης και ελπίδας δεν έχει θέση στην Εκκλησία.