Ο θόρυβος γύρω από τις δηλώσεις του τιτουλάριου Μητροπολίτη Δωδώνης μόνο αδικαιολόγητος δεν ήταν.

Γιατί δεν διατύπωσε κάποιες πάγιες θέσεις της εκκλησίας.

Έκανε ένα κήρυγμα μισογυνισμού, που δεν διορθώνεται από την επανορθωτική δήλωση που έκανε μετά.

Όμως, εγώ δεν θέλω να ασχοληθώ απλώς με το τι είπε ένας ηλικιωμένος ιεράρχης.

Πιστεύω ότι αναδεικνύεται ένα συνολικότερο ζήτημα για το πώς βλέπει η Εκκλησία το ρόλο της στον 21ο αιώνα.

Και ο λόγος είναι ότι αυτή τη στιγμή παρατηρούμε δύο αντιφατικές αλλά και με έναν τρόπο συμπληρωματικές τάσεις.

Από τη μια ο κόσμος αλλάζει σε όλες τις πλευρές του: αλλάζουν οι μορφές παραγωγής, οι συνήθειες, η αισθητική, οι παραλλαγές διαπροσωπικών σχέσεων, οι οικογένειες. Διευρύνεται η ανοχή μας στη διαφορετικότητα. Κατανοούμε ότι η ζωή είναι ένα «ουράνιο τόξο».

Από την άλλη, το θρησκευτικό συναίσθημα γενικά δεν υποχωρεί. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να αναζητούν υπαρξιακή διέξοδο στην πίστη.

Η Εκκλησία στηρίζεται στην πίστη, όμως αυτή κανονικά συνδυάζεται με ένα συντηρητικό πρότυπο ζωής, που ίσως σε πλευρές του να μην φαίνεται συμβατό με το πώς ορίζουμε τον σύγχρονο τρόπο ζωής και τα δικαιώματα των ανθρώπων μέσα σε αυτόν.

Αυτό εκ των πραγμάτων γεννά το ερώτημα μιας δύσκολης ισορροπίας ανάμεσα στο να μην χάσει την επαφή της με έναν κόσμο που αλλάζει και να διατηρήσει την εσωτερική συνοχή της. Σε τελική ανάλυση υπαρξιακή επιλογή είναι η πίστη όχι απλώς «ταυτότητα».

Σε αυτό το τοπίο γεννιούνται διάφοροι «πειρασμοί».

Και ένας από αυτούς είναι να επιλεγεί ένας δρόμος που μπορεί να περιγραφεί ως «θρησκευτική ακροδεξιά».

Το βλέπουμε με άλλα δόγματα στο εξωτερικό: το πιο χαρακτηριστικό είναι οι Ευαγγελικοί Χριστιανοί στις ΗΠΑ που είναι ο σκληρός πυρήνας της εκλογικής βάσης του Τραμπισμού και έχουν ρίξει το βάρος τους και υπέρ της απαγόρευσης των αμβλώσεων και υπέρ της οπλοκατοχής.

Κάτι τέτοιο είναι το τελευταίο που χρειαζόμαστε σε μια κοινωνία όπως η ελληνική.

Κανείς δεν ζητά από την Εκκλησία να αλλάξει απόψεις ή να τροποποιήσει το δόγμα.

Οι πιστοί έχουν το δικαίωμα να αποδέχονται τις δεσμεύσεις που η πίστη επιβάλλει, παρότι όλοι ξέρουμε ότι στην πράξη η Εκκλησία είναι πιο συγχωρητική και ανοιχτόκαρδη.

Όμως, δεν μπορεί σήμερα η Εκκλησία να δοκιμάσει να παρέμβει σε ζητήματα που έχουν κλείσει οριστικά και αμετάκλητα για την ελληνική κοινωνία και την έννομη τάξη, είτε πρόκειται για τις αμβλώσεις και το δικαίωμα των γυναικών στο σώμα τους είτε για τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου.

Δεν της αναλογεί ο ρόλος ενός νεοσυντηρητικού και νεοσκοταδιστικού λόμπι.

Δεν ταιριάζει στο βαθύ της ρίζωμα στην ελληνική κοινωνία και το πώς έχει αποτελέσει παράγοντα αλληλεγγύης και κοινωνικής συνοχής.

Λόγο αγάπης πρέπει να έχει και όχι μίσους.