Δίχως ανθρώπινα αισθήματα
με όλα τα προτερήματά μου σε αναστολή
χωρίς καν το ελάττωμα που μου αποδίδουν
Ξένος και προς το αόρατο μέρος του εαυτού μου
με τη μάνα μου ξεχασμένη στο άσυλο
και την  Ελλάδα στα χέρια του πρώτου τυχόντα
καταφθάνω ενώ έπομαι από την πίσω πόρτα
που πρόβλεψαν για τον προμηθευτή
κρατώντας άδειο το κέρας
της Αμάλθειας
στερημένης για πάντα από το άλφα της
άτεκνης και φτωχής στα παραμάγαζα του Κρόνου
αριθμημένης στον αστεροειδή της
φάρσα για τα Αμερικανάκια
που τριγυρνούν στα σπίτια
με μια πληγωμένη κολοκύθα
στους ρυθμούς του Χάλογουιν

Πώς να με δεχθεί στην Κόλαση ο Δάντης
σκιά —in ginocchio— πεσμένη;
Και ποιός, για λόγου μου, θα αποτάξει τον Σατανά που
με εορτάζει κάθε μέρα
σαν σε ταινία του Κάρπεντερ;
Οι μασκαράδες μου καραδοκούν
Ο πιο τρανός από ένα παράθυρο ειδοποιεί:
Il Papa mori
(λακωνισμός — αλλά πώς αναγγέλλεις
τον θάνατο ενός πόρνου Θεού;)

*Από την ποιητική συλλογή: » (Σαν) ποίημα», εκδόσεις Περισπωμένη, Αύγουστος 2022.