Υψηλές τιμές, συνεχής αύξηση του κόστους ζωής. Ένα ζήτημα που ταλανίζει την κοινωνία μας σήμερα. Πως όμως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα; Η γνωστή μέθοδος είναι η αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες. Αυτό που διαφεύγει από την μακροοικονομική πολιτική όμως είναι το δεδομένο ότι ο πληθωρισμός είναι σαν μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Εάν μία κοινωνία πιστεύει ότι οι τιμές θα αυξηθούν η άμεση αντίδραση είναι να τρέξουν να αγοράσουν τα προϊόντα που επιθυμούν πριν αλλάξουν οι τιμές. Αυτό σε συνδυασμό με σταθερή προσφορά έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης και στη συνέχεια μια συνεχή αύξηση τιμών.

Χωρίς τον παράγοντα της ψυχολογίας του καταναλωτή η πολιτική της αύξησης των επιτοκίων σε πρώτη φάση, καταφέρνει να φέρει μόνο οικονομική ύφεση. Κοντολογίς, ένας παράγοντας αύξησης των τιμών είναι η ίδια η πίστη στην αύξηση τους. Όσο πιστεύει ο κόσμος ότι θα αυξηθούν οι τιμές τόση ακόμα πίεση ασκείται στις τιμές και εν τέλει στον πληθωρισμό, και έτσι ξεκινάει το σπιράλ.

Ποιοι και πως σταμάτησαν τον πληθωρισμό
Ο πληθωρισμός στην Βραζιλία το 1990 ήταν περίπου 80% το μήνα, με άλλα λόγια, εάν μία 6άδα αυγών στο τοπικό σουπερμάρκετ του Ρίο Ντε Ζανέιρο κόστιζαν 1 ευρώ, την αμέσως επόμενη μέρα θα ήταν 1,20€, στο τέλος του μήνα 1,80€ και στο τέλος του χρόνου 1,000€! Οι τακτικές των κυβερνήσεων ήταν πρώτον η αύξηση των επιτοκίων, δεύτερον το πάγωμα της αύξησης των τιμών καθιστώντας την παράνομη, και τρίτον, με σκοπό τη μείωση της κατανάλωσης, την κατάσχεση του 80% των διαθέσιμων χρημάτων των πολιτών.

Οι κυβερνήσεις έπεσαν, οι μακροπολιτικές παρεμβάσεις όμως όχι. Τα μέτρα της μακροοικονομικής θεωρίας πέτυχαν μόνο σε ένα πράγμα: να πείσουν κάθε Βραζιλιάνο ότι η κυβέρνηση ήταν αβοήθητη να ελέγξει τον πληθωρισμό. Ο πληθωρισμός συνέχισε να καλπάζει και η οικονομία της Βραζιλίας να καταστρέφεται.

Μέχρι που ο Έντμαρ Μπάχα, ένας καθηγητής του Καθολικού Πανεπιστημίου του Ρίου, χρίστηκε υπουργός Οικονομικών (χωρίς να έχει ιδέα από οικονομικά). Ο κ. Μπάχα είχε όμως ένα κρυφό όπλο – ήταν φίλος με τρεις οικονομολόγους που είχαν μία περίεργη και εναλλακτική προσέγγιση.

Η κυβέρνηση είχε παραδώσει τα όπλα, δίνοντας κάθε δικαιοδοσία στον υπουργό και τους φίλους του να εφαρμόσουν τη δική τους ιδέα. Οι τέσσερις φίλοι αντιλαμβάνονταν κάτι που και οι σημερινοί οικονομολόγοι αρνούνται να ομολογήσουν – οι άνθρωποι κινούν την οικονομία και όχι η μακροοικονομική πολιτική, και οι άνθρωποί είναι παράλογοι. Η προσέγγισή τους έδινε σημασία στην ψυχολογία του καταναλωτή και μετρούσε την επιρροή της στην οικονομία και στον πληθωρισμό.

Το σχέδιο είχε σκοπό τη διαχείριση των προσδοκιών του καταναλωτή. Πρότειναν το εξής: Το κράτος σαφώς πρέπει να επιβραδύνει τη δημιουργία χρημάτων, αλλά εξίσου σημαντικό θεώρησαν πως είναι η σταθεροποίηση της εμπιστοσύνης και πίστης των ανθρώπων στα ίδια τα χρήματα, δηλαδή στο νόμισμα της Βραζιλίας. Οι άνθρωποι επρεπε να «ξεγελαστούν» και να πιστέψουν ότι τα χρήματά τους θα διατηρήσουν την αξία τους. Οι τέσσερις φίλοι προχώρησαν με το σχέδιό τους δημιουργώντας ένα νέο νόμισμα το οποίο δεν θα άλλαζε αξία, θα παρέμενε σταθερό, αξιόπιστο και έμπιστο. Το μόνο παράδοξο: Αυτό το νόμισμα δεν θα ήταν πραγματικό. Ούτε χαρτί ούτε μέταλλο, ούτε ψηφιακό. Ήταν ψεύτικο. Το ονόμασαν “Unit of Real Value”, αλλιώς, URV.

Οι Βραζιλιάνοι πολίτες συνεχισαν να πληρώνουν με το υφιστάμενο νόμισμα Κρουζέιρο αλλά όλες οι τιμές αναφέρονταν σε URV, δηλαδή στο ψεύτικο νόμισμα. Οι μισθοί τους ήταν σε URV. Οι φόροι ήταν σε URV. Όλες οι τιμές προϊόντων και υπηρεσιών σε URV. Τα URV σε αντίθεση με τα Κρουζέιρο διατηρούσαν πεισματικά την σταθερή τιμή τους. Επί παραδείγματι: Ένα μπουκάλι γάλα κόστιζε σταθερά 1 URV και 1 URV αντιστοιχούσε σε 7 Κρουζέριο. Την επόμενη ημέρα το γάλα θα έκανε 1 URV και 10 Κρουζέιρο. Η μετατροπή σε Κρουζέιρο ήταν ο μόνος μεταβλητικός παράγοντας, η βάση πραγματικού πληθωρισμού.

Έτσι ο κόσμος άρχισε να σκέφτεται μόνο σε URV, τα οποία δεν άλλαζαν ποτέ και παρότι τα χαρτονομίσματα ήταν σε Κρουζέιρο και οι τιμές τους αυξάνονταν καθημερινά, η ψυχολογία του καταναλωτή και οι προσδοκίες του άρχισαν να αλλάζουν. Οι Βραζιλιάνοι άρχισαν να νιώθουν ασφάλεια με το νέο «ψεύτικο» νόμισμα και ότι οι τιμές σταθεροποιούνταν. Ο δείκτης πληθωρισμού άρχισε να μειώνεται καθημερινά και σιγά σιγά, τα Κρουζέριο άρχισαν να εξισορροπούνται με τα URV. Μέχρι που μία μέρα, 1 URV κόστιζε 1 Κρουζέριο.

Η επόμενη φάση του ψεύτικου νομίσματος ήταν η επαληθευση του, δηλαδή να το μετατρέψουν σε πραγματικό, απτό χάρτινο νόμισμα. Μετά από κάποιους μήνες, όταν οι τιμές άρχισαν να εξισορροπούνται σχεδόν μαγικά, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι τα URV θα γίνουν το νέο επίσημο νόμισμα της χώρας. Το ονόμασαν “Real”. Αυτό ήταν. H αύξηση του πληθωρισμού και η οικονομία της χώρας ανατράπηκε. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Βραζιλία έγινε σημαντικός εξαγωγέας και 20 εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν από τη φτώχεια.

Το μάθημα από Βραζιλία
Η ιστορία της Βραζιλίας διαφωτίζει ένα σημαντικό δεδομένο: η ανθρώπινη συμπεριφορά αποκλίνει από την ορθολογικότητα της κλασικής οικονομικής θεωρίας. Εν συνεχεία, οι άκαμπτες μακροοικονομικές πολιτικές είναι περιορισμένες γιατί δεν λαμβάνουν υπόψη τους την ψυχολογία του καταναλωτή, την ατελή γνωστική ικανότητα του ανθρώπου, η οποία επηρεάζεται από καθημερινά γεγονότα, συναισθήματα και τυχαίους παράγοντες.

Ως εκ τούτου, είναι σχεδόν αδύνατο να προσπαθούμε να επιλύσουμε προβλήματα τα οποία ενέχουν τυχαιότητα, επηρεάζονται από παράγοντες άσχετους με την οικονομική θεωρία χρησιμοποιώντας εργαλεία τα οποία έχουν φτιαχτεί με την παραδοχή πως κάθε άνθρωπος δρα στα οικονομικά του ορθολογικά. Διότι τα εργαλεία αυτά περιορίζονται από αυτήν την παραδοχή και επιφέρουν αποτελέσματα τα οποία είτε έχουν μηδενικό είτε ακόμη και αρνητικό αντίκτυπο. Απαιτείται, συνεπώς, αλλαγή πλεύσης και πολιτικής και προσπάθεια να εντάξουμε στις πολιτικές μας το αντίκτυπο της ανορθολογικής ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Σήμερα, η οικονομία της Ευρώπης είναι σε μεγάλο βαθμό εύθραυστη και ευάλωτη. Εύθραυστη λόγω των αδύναμων οικονομιών της, της ανισομερούς κατανομής του διαθέσιμου εισοδήματος ανάμεσα σε χώρες και σε πολίτες και ευάλωτη απέναντι στις προκαταλήψεις και τις προσδοκίες των πολιτών οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Προφητεία την οποία όχι μόνο δεν μπορούμε να αγνοούμε, αλλά πρέπει να την χρησιμοποιήσουμε για να σχεδιάσουμε και να δημιουργήσουμε πολιτικές οι οποίες θα οδηγήσουν στη μείωση του πληθωρισμού που μαστίζει την Ευρώπη, και στην καλύτερη οικονομική της κατάσταση.

Οι οικονομολόγοι και ακόλουθοι της Σχολής του Σικάγου, πυλώνας της κλασικής οικονομικής θεωρίας που εφαρμόζεται με τα γνωστά μέτρα αύξησης επιτοκίων, διατηρούν την άποψη ότι οι αγορές τείνουν προς την απόλυτη ισορροπία, την ίδια στιγμή που η φύση τείνει προς την εντροπία. Αντίθετα, οι νέοι οικονομολόγοι, καθώς και οι πολιτικοί που είναι υπεύθυνοι για την οικονομία, έχουν υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη τους όλες τις πτυχές των σύγχρονων ευρημάτων της Οικονομικής Επιστήμης, όπως αυτή της Συμπεριφορικής Οικονομικής (Behavioural Economics). Της άποψης δηλαδή ότι η οικονομία επηρεάζεται από ανθρώπινους παράγοντες, και άρα πρέπει να σχεδιάζεται και να διαπλέκεται με την ψυχολογία, την γνωστική ικανότητα των ανθρώπων, τις προκαταλήψεις και τα συναισθήματα τους.

Γι αυτό και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο μοναδικός θεσμός που παράγει μακροοικονομικές πολιτικές στην Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να εξοπλίσει με τα σωστά εργαλεία τη δημοσιονομική της πολιτική. Με εργαλεία που αντιλαμβάνονται την πραγματική αστάθεια των αγορών η οποία πηγάζει από την ψυχολογία των πολιτών της.

Δεν μπορούμε να ξεχνάμε πως όλα τα εργαλεία της οικονομικής επιστήμης οφείλουν να σχεδιάζονται ώστε να φέρνουν αποτελέσματα προς όφελος της πλειοψηφίας των ανθρώπων, διότι αυτούς υπηρετούν.

Ο Κωστής Κατσανέβας είναι Οικονομολόγος και μέλος της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ.