Το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των γαλλικών βουλευτικών εκλογών δεν ήλθε μόνον να ανατρέψει την ανατροπή που επιχείρησε μετά τον θριάμβό του στην πρώτη προεδρική εκλογή το 2017 ο Εμανουέλ Μακρόν, αλλά θέτει τώρα και ένα σοβαρό ερωτηματικό για την περαιτέρω πορεία του τόσο στην ευρωπαϊκή σκηνή όσο και στο ΝΑΤΟ. Διότι μπορεί το 2017 να πέτυχε τον διεμβολισμό του παραδοσιακού γαλλικού κομματικού συστήματος με την αποδυνάμωση της ισχυρής Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς, προς όφελος του δικού του κεντρώου σχηματισμού, τώρα όμως όχι μόνο δεν κατάφερε να αποκτήσει απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά και αντιμετωπίζει την Ακροδεξιά ως πρώτο κόμμα και την ακραία Αριστερά ως σοβαρά ενισχυμένο συνασπισμό στην αντιπολίτευση. Αυτό, όπως είναι επόμενο, θέτει τεράστιο πρόβλημα στους κυβερνητικούς του χειρισμούς και τον υποχρεώνει σε μια συνεχή διαπραγμάτευση για την ψήφιση των νόμων.

Ετσι ουσιαστικά αυτό που ο Ντε Γκωλ θέλησε να αλλάξει το 1958 με την ίδρυση της Πέμπτης Δημοκρατίας και την ενίσχυση της προεδρικής εξουσίας (δηλαδή την κατάργηση του καθεστώτος της κομματοκρατίας, όπως την είχε ονομάσει και που είχε οδηγήσει σε πλήρη παράλυση την 4η Δημοκρατία μεταπολεμικά) επανέρχεται τώρα. Και είναι άγνωστο αν δεν θα υποχρεώσει τελικά τον πρόεδρο, σε περίπτωση αδιεξόδου, να προκηρύξει νέες εκλογές, όπως έχει το δικαίωμα. Ολα αυτά δείχνουν ότι αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο για την πορεία όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και του ΝΑΤΟ, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να συνεχίζεται και τις αρνητικές οικονομικές του επιπτώσεις να πληρώνουν οι ευρωπαίοι πολίτες, ο γάλλος πρόεδρος είναι υποχρεωμένος να ρίξει τώρα το βάρος του στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Και τούτο παράλληλα με την αποκλειστική, σύμφωνα με το Σύνταγμα, ευθύνη για τη χάραξη της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής.

Ο χρόνος άλλωστε πιέζει καθώς ήδη βρίσκεται αντιμέτωπος, σε περίοδο μόνον μιας εβδομάδας, με τις Συνόδους Κορυφής της ΕΕ και του ΝΑΤΟ («το ίδιο συνδικάτο», αν θυμάστε!) καθώς και του G-7 στη Γερμανία, όπου και στις τρεις περιπτώσεις θα ληφθούν εξαιρετικά κρίσιμες αποφάσεις, για τις οποίες η θέση και η επιρροή της Γαλλίας και προσωπικά του Εμανουέλ Μακρόν έχουν πρωταρχική σημασία. Καθώς μάλιστα ο ρόλος της Γερμανίας, μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ολαφ Σολτς, έχει περιορισθεί, με αποτέλεσμα να έχει αποδυναμωθεί η λειτουργία του γνωστού γαλλογερμανικού άξονα, ενώ η αρχική ιδέα του γάλλου προέδρου για μια Σύνοδο Κορυφής για το μέλλον της Ευρώπης φαίνεται να εγκαταλείπεται, τη στιγμή που η γαλλική προεδρία της ΕΕ τερματίζεται στο τέλος Ιουνίου. Και να δούμε ποια περιθώρια θα έχει τώρα ο Μακρόν για να ασχοληθεί σοβαρά όχι μόνο με τις γνωστές μεγάλες ευρωπαϊκές εκκρεμότητες, αλλά και με τον συνεχώς ενισχυόμενο ρόλο του ΝΑΤΟ, που αποδείχθηκε ότι μόνον «εγκεφαλικά νεκρό» δεν είναι.