Μετά την επιστροφή της Ελληνικής κυβερνητικής αποστολής από την Ουάσιγκτον, λέχθηκαν και έγιναν πολλά, που διέλυσαν το κλίμα της ευφορίας, που την συνόδευε. Αναφέρω κάποια αντιπροσωπευτικά, που αποκαλύπτουν μια πολύ δύσκολη πραγματικότητα, που πρέπει να τα αξιολογήσουμε, για να δούμε τις εξελίξεις που έρχονται στο άμεσο μέλλον. α) Την συνέντευξη του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια, αμέσως μετά την επιστροφή από την Ουάσιγκτον, σε Αθηναϊκό τηλεοπτικό σταθμό, όπου μεταξύ άλλων είπε: «Εμείς περιμένουμε από τις ΗΠΑ μια σαφή τοποθέτηση στα θέματα του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας και την δυνατότητα που έχουν όχι να παρέμβουν σε περίπτωση επεισοδίου, αλλά να προλάβουν το επεισόδιο». β) Τις υβριστικές δηλώσεις Ερντογάν εναντίον του Έλληνα Πρωθυπουργού. Την έκδοση της παράνομης Naftex, για έρευνες υδρογονανθράκων, σε περιοχές που ανήκουν στην δυνητική ΑΟΖ της χώρας μας, και την δήλωση Τσαβούσογλου, πως θα αντιμετωπίσουν την χώρα μας στο πεδίο, αν δεν προχωρήσουμε στην αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, όπως ορίζει κατά την εκτίμησή τους η συνθήκη της Λοζάνης του 1923 και των Παρισίων το 1947. γ) Την ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, σε ρόλο Πόντιου Πιλάτου, λίγες ημέρες μετά τα θυελλώδη χειροκροτήματα, για την ομιλία του κ. Μητσοτάκη στο Κογκρέσο, και την πρώτη ανακοίνωση της Κομισιόν, με ανάλογο περιεχόμενο, την οποία στοιχειωδώς διόρθωσε, μετά την ελληνική διαμαρτυρία. Το συμπέρασμα απλό, υποτιμούν την πραγματικότητα, όσοι πιστεύουν ότι, η αντίδραση Ερντογάν, είναι αντίδραση «μικρού παιδιού», που δεν το παίζουν οι φίλοι του. Ο Ερντογάν, η Τουρκική πολιτική ηγεσία στο σύνολό της, εδώ και χρόνια, με δηλώσεις και πράξεις, έχουν καταστήσει σαφές, ότι η Τουρκία δεν χωράει στον στενό κορσέ της Συνθήκης της Λοζάνης και του Ψυχροπολεμικού status quo, μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Διεκδικούν τον ρόλο Περιφερειακής και όχι μόνο Υπερδύναμης, η οποία έχει τα δικά της ζωτικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, τις δικές της ζώνες επιρροής, και αυτονομία στις γεωπολιτικές επιλογές της.

Η στρατηγική αυτή της Τουρκίας προκαλεί συγκρούσεις με τις χώρες που συνορεύει, αλλά και της ευρύτερης περιοχής, όπως η Γαλλία, που διεκδικεί τον ίδιο ρόλο, στην ίδια περιοχή. Προκαλεί συγκρούσεις και με την Ουάσιγκτον, με επιλογές, όπως η απαγόρευση της χρήσης της βάσης του Ιντσιρλίκ, στην εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, η εισβολή στην Συρία, η αγορά των S400, η άρνηση να επιβάλλει κυρώσεις στην Ρωσία, για την εισβολή στην Ουκρανία, το βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Όμως, ουσιαστικά η Ουάσιγκτον, η ΕΕ, η Μόσχα και το Πεκίνο, της έχουν αναγνωρίσει τον ρόλο της περιφερειακής υπερδύναμης, απλώς, μένει να λυθεί το θέμα των ορίων της αυτονομίας της, και το εύρος του ζωτικού της χώρου. Η χώρα μας, που συνέχισε και με την σημερινή κυβέρνηση, μέχρι την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, την στρατηγική εταιρική σχέση με την Ουάσιγκτον, μέσα όμως σε μια ευρύτερη ευρωκεντρική στρατηγική, που κορυφώθηκε με την Ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία και την υιοθέτηση της στρατηγικής του Μακρόν, για την «Στρατηγική Αμυντική Αυτονομία», της ΕΕ, την αγορά μαχητικών αεροσκαφών και φρεγατών από την Γαλλία, μετακινήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, στον Υπερατλαντικό άξονα, ταυτιζόμενη με τις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η ταύτιση με την στρατηγική της Ουάσιγκτον, στον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, «η Ελληνοαμερικανική Αμυντική Συμφωνία», που κυρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στην βουλή, για να την έχει στο ντοσιέ του ο Πρωθυπουργός στην επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, το αίτημα για την αγορά και των μαχητικών F35, είναι μερικά από τα τεκμήρια που αποδεικνύουν την μετατόπιση. Επίσης, δεν πρέπει να ξεφύγει από την προσοχή μας το γεγονός, ότι η μετατόπιση της χώρας μας προς τις ΗΠΑ, συμπίπτει με την απόσταση που παίρνει η Τουρκία από αυτήν, όπως και από την ΕΕ. Δυστυχώς, υπάρχουν μερικοί στην χώρα, ακόμη και στο επίπεδο χάραξης εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, που χαίρονται για αυτές τις εξελίξεις. Όμως, όσο οι αποστάσεις της Τουρκίας από ΗΠΑ και Ελλάδα, θα μεγαλώνουν, τόσο: α) Θα ενισχύεται η επιθετικότητα της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο, και όχι μόνο. β). Θα μειώνεται η δυνατότητα της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών, να

συγκρατούν την Τουρκία, από την εκδήλωση της επιθετικότητας στο πεδίο. Αυτό δηλαδή που θέλει η χώρα μας, όπως αποκαλύπτεται από τις δηλώσεις του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών. Γιατί, όταν αυτό συνέβη στο παρελθόν, ξέρουμε ποια ήταν τα αποτελέσματα. Η χώρα μας, πρέπει να βρει την νέα εθνική στρατηγική, στην νέα πολύ πιο δύσκολη, πολύπλοκη, και με πολλές αβεβαιότητες, γεωπολιτική πραγματικότητα. Ούτε υποχωρητικότητα και φοβικότητα, ούτε όμως και μια αδιέξοδη και διαρκή καταστροφική σύγκρουση.

Η δήλωση του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών, μας προσγειώνει στην πραγματικότητα, πέρα από τις επικοινωνιακές κορώνες των κυβερνητικών αξιωματούχων, τις «αφελείς» αναλύσεις επαγγελματιών διεθνολόγων και Τουρκολόγων και, πολύ χειρότερα των αφανών εκπροσώπων των ξένων εταιρειών παραγωγής οπλικών συστημάτων. Αυτοί, που μέχρι να υπογράψουμε τις συμφωνίες για τα Γαλλικά μαχητικά αεροσκάφη και τις Γαλλικές φρεγάτες, μας έλεγαν, ότι με αυτές τις αγορές, κερδίζουμε από τα αποδυτήρια τους Τούρκους, και τώρα μας λένε ότι με μερικά δις ευρώ ακόμη και με μια μοίρα Αμερικανικών F35, θα αναγκάσουν τους Τούρκους να παραδοθούν. Η νέα εθνική στρατηγική πρέπει να στηρίζεται στην ισχυρή αποτρεπτική δύναμη των ενόπλων δυνάμεων, στις ευρατλαντικές συμμαχίες μας, στην ισχυρή δημοκρατία, την ανάλογη οικονομία και κοινωνία, και να έχει στόχο την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή. Ελλάδα και Τουρκία, δεν μπορούν να συνεχίσουν για πολύ, την κλιμακούμενη ένταση. Εάν η ηγεσία της Τουρκίας δεν το καταλαβαίνει, εμείς πρέπει να το καταλάβουμε. Αυτό πρέπει να είναι το πλαίσιο του διαλόγου με την Άγκυρα και αυτό πρέπει να απαιτήσουμε από ΗΠΑ και Βρυξέλλες, να επιβάλλουν και στην Τουρκία. Πρέπει όμως, πρωτίστως, να υπάρξει εθνική συνεννόηση, και προετοιμασία για την μεγάλη και πολύ δύσκολη διαπραγμάτευση. Εδώ θα κριθεί ο πατριωτισμός και η διορατικότητα της κυβέρνησης, της κάθε κυβέρνησης, και της κάθε αντιπολίτευσης.