Δεν είναι οι επί σφαγῆ αμνοί

παρά τις ψείρες τους

Νεοέλληνες είναι

Σταλιάζουν στον καναπέ με τα ερτζιανά

Κλεπταποδόχοι της Ελλάδας

με τα συρόμενα πλαστικά

και στη ταράτσα του εξοχικού

τον κλέφτη του ήλιου

Στο side – car προπολεμικής BMW

ανέμελοι, με το σάλι της Ισιδώρας Ντάνκαν

στο σβέρκο και τη ρόδα

Στρυμωγμένοι στα «κίτρινα» της Πάουερ

Εξελιγμένοι κατόπιν στο ρουφ του κλειστού Χίλτον

-ενώ μαίνεται ο Τρωικός του Μόραλη στον ορθομαρμαρωμένο βορειοδυτικό τοίχο

 

Νεοέλληνες

κοιτάτε πίσω σας στην Πατησίων

τους Χίτες που μπουκάρουν απ’ τα στενά

και πώς κυλάει στα ρείθρα το δικό σας αίμα;

Και πώς τα δόντια σας δαγκώνουν μια γκοφρέτα καρδιά;

Πώς το ανάποδο των πλαστικών γαντιών σας

κρατάει αδιάβροχη την ψώρα;

Πώς η πούδρα σάς υποχρεώνει σε αναδίπλωση;

Να διαμαρτυρηθώ εγώ για την διαπλάτυνση;

Κοάζετε σαν τους βατράχους στα κανάλια 

Και πώς να πω πως ξεκινώ

ενώ εξ αποστάσεως έρχομαι

απ’ όπου είχα φτάσει;

Και πώς να θέλω έπαινο

αφού ούτε καν θυμάμαι τις συνθήκες της υπηκοότητας;

Και πώς να βάλω στη σειρά στιγμές

όταν «πολύ νωρίς» και «πολύ αργά», συμπίπτουν;

Και πώς το «όχι ακόμα» μου

αποκαλώ το «ήδη πλέον»;

Και πώς η αδυναμία μου το ποίημα αναγκάζει;

«Πάρε», μου λέει, «το δούναι μου

και δωσ’ μου το λαβείν σου»

Και πώς να εκκολαφθεί η ποίηση υπό το φως λαμπτήρων

στους ενοριακούς ναούς;

Και ως προς τι συνέβαλαν οι λάμπες «λεντ»;

Για οικονομία του Θεού, ή της γραμματικής;

Και πώς να εγκριθεί το αίτημα από τα ορνιθοτροφία;

Και πού τελειώνει η όραση

Στα ορνιθοσκαλίσματα;

Και πώς να φανταστώ και την Ζεχρά με πασουμάκια;

Η άμμος κάτω από τα χαλιά είναι υγρή

 

Απ’ την αιωνιότητα η Ελλάς να κατανοηθεί

όχι από τη Βέμπο

«Αι γενεαί πάσε», ναι. Θαμμένες ήδη στον επιτάφιο με τις γιρλάντες.