«The unthinkable», «το αδιανόητο». Ετσι χαρακτήρισε ο ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες στις 14 Μαρτίου (τη 19η μέρα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία), το ενδεχόμενο πυρηνικής σύγκρουσης, ενδεχόμενο άλλοτε αδιανόητο, το οποίο ωστόσο, όπως τόνισε, επανήλθε ως πιθανότητα. Της δήλωσης Γκουτέρες είχε προηγηθεί η δήλωση του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στις 27 Φεβρουαρίου, σύμφωνα με την οποία είχε δοθεί εντολή να τεθεί σε κατάσταση ετοιμότητας το ρωσικό πυρηνικό οπλοστάσιο.

Εναν μήνα μετά τη ρωσική εισβολή, με χιλιάδες θανάτους αμάχων, 3,5 εκατομμύρια εκτοπισμένους Ουκρανούς (στοιχεία του ΟΗΕ) και ισοπεδωμένες πόλεις όπως η Μαριούπολη, η απειλή της πυρηνικής σύγκρουσης εξακολουθεί να υφίσταται.

Λιγότερο καταστροφικά, περισσότερο φονικά

Παρότι ο Nτμίτρι Πεσκόφ, εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, σε συνέντευξή του στο CNN την περασμένη Τρίτη δήλωσε ότι «σύμφωνα με τη ρωσική πολιτική για την ασφάλεια, η Ρωσία θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά μόνο σε περίπτωση που αισθανθεί ότι απειλείται η ίδια ή ύπαρξή της», η διεθνής ανησυχία για πυρηνική σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης είναι περισσότερο από έκδηλη.

Οπως επισημαίνεται σε ρεπορτάζ των «New York Times» (22/3/2022), αυτό που εμπνέει εντονότερη ανησυχία είναι η ενδεχόμενη χρήση πυρηνικών οπλικών συστημάτων λιγότερο καταστροφικών από εκείνα του Ψυχρού Πολέμου, τα οποία όμως, με σύγχρονους υπολογισμούς, είναι φονικότερα: βόμβα με το ήμισυ της ισχύος αυτής στη Χιροσίμα θα κατέστρεφε το κέντρο του Μανχάταν και θα προκαλούσε τον θάνατο 500.000 ανθρώπων. Ενδεικτικό της αντίληψης της Μόσχας για τα πυρηνικά είναι, για τον πτέραρχο ε.α. Τζέιμς Κλάπερ, πρώην διευθυντή Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ (2010-2017), το ότι οι Ρώσοι δεν φοβήθηκαν να πλήξουν τον πυρηνικό αντιδραστήρα της Ζαπορίζια στην Ανατολική Ουκρανία, τον μεγαλύτερο της Ευρώπης.

Το μήνυμα του Πούτιν

Σε άρθρο της η επιθεώρηση «Scientific American» (10/3/2022) αναφέρει ότι στην παρούσα κρίση ο Πούτιν επιδιώκει να καταστήσει σαφές ότι αν η Δύση επέμβει στρατιωτικά στην Ουκρανία, η Ρωσία θα καταφύγει στα τακτικά (μη στρατηγικά) πυρηνικά όπλα. Τα οποία μπορεί να είναι «χαμηλότερης απόδοσης» (small yield), χωρίς όμως να είναι λιγότερο φονικά. Σε κατάθεσή του ενώπιον της Επιτροπής Αμυνας της Βουλής των Αντιπροσώπων (6/2/2018), ο τότε υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ Τζέιμς Μάτις είχε δηλώσει: «Δεν νομίζω ότι υπάρχουν τακτικά πυρηνικά όπλα. Οποιοδήποτε πυρηνικό όπλο χρησιμοποιηθεί σε οποιαδήποτε σύρραξη αλλάζει στρατηγικά την έκβαση της σύγκρουσης».

«Η διάρκεια αυξάνει τον κίνδυνο»

Ιδιαίτερη αναφορά στα τακτικά πυρηνικά όπλα έκανε, κατά την επικοινωνία της με «Το Βήμα», η Νίνα Τάνενγουολντ, λέκτωρ Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Μπράουν (το βιβλίο της με τίτλο «Τhe Nuclear Taboo: The United States and the Non-Use of Nuclear Weapons Since 1945» (Cambridge, 2007), «Το ταμπού των πυρηνικών: οι ΗΠΑ και η Μη Χρήση Πυρηνικών μετά το 1945», κέρδισε το βραβείο Lepgold του 2009 για το καλύτερο βιβλίο Διεθνών Σχέσεων). «Το ενδεχόμενο χρήσης πυρηνικών όπλων από τη Ρωσία στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας δεν είναι πολύ πιθανό, όμως είναι υπαρκτό. Και όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος. Η στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν εξελίσσεται καλά για τη Μόσχα, παρότι προκαλεί μεγάλες καταστροφές. Αν ο Πούτιν ενοχληθεί γιατί δεν κατορθώσει να επιτύχει τους στόχους του στην Ουκρανία, τότε ενδεχομένως μπορεί να προχωρήσει στη χρήση τακτικών (μικρότερων) πυρηνικών όπλων. Συνεπώς ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και αυξάνεται όσο διαρκεί ο πόλεμος και όσο η Δύση ενισχύει με περισσότερα και ισχυρότερα όπλα την Ουκρανία».

Το ταμπού και η υποχρέωση

Η κυρία Τάνενγουολντ θυμίζει ότι η χρήση των πυρηνικών εξακολουθεί να αποτελεί ταμπού: «Παρότι τα τελευταία πολλά χρόνια έχουν γίνει πολλές πυρηνικές δοκιμές, κανένα πυρηνικό όπλο δεν έχει χρησιμοποιηθεί σε πόλεμο ή σε τρομοκρατική ενέργεια από το 1945. Αυτή η παράδοση των 77 ετών της μη χρήσης πυρηνικών όπλων – το ταμπού των πυρηνικών – είναι το πιο σημαντικό επίτευγμα της πυρηνικής εποχής. Αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση των ηγετών των χωρών που διαθέτουν πυρηνικά να διασφαλίσουν ότι τέτοια όπλα δεν θα χρησιμοποιηθούν ποτέ».

Οι χώρες που διαθέτουν ή φιλοξενούν πυρηνικά όπλα

Η Ρωσία συγκαταλέγεται στις χώρες-πυρηνικές δυνάμεις, μαζί με τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γαλλία, την Κίνα, την Ινδία, το Πακιστάν, το Ισραήλ και πιθανότατα τη Βόρεια Κορέα: οι χώρες αυτές διαθέτουν συνολικά περίπου 13.000 πυρηνικά όπλα, τα περισσότερα από τα οποία είναι πολλαπλώς ισχυρότερα από την ατομική βόμβα που έπεσε στη Χιροσίμα. Το Bέλγιο, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Τουρκία είναι τα πέντε κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ τα οποία φιλοξενούν πυρηνικά όπλα των ΗΠΑ.

«Η σημερινή κρίση είναι σημαντικότερη από αυτήν της Κούβας το 1962»

Για τον δρα Ούλριχ Κουν, επικεφαλής του προγράμματος Ελέγχου των Εξοπλισμών και Τεχνολογίας στο IFSH (Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη και την Πολιτική της Ασφάλειας) στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, η σημερινή κρίση είναι ιστορικών διαστάσεων.

Μιλώντας στο «Βήμα», ο κ. Κουν τονίζει ότι «ο κίνδυνος χρήσης πυρηνικών όπλων στον πόλεμο στην Ουκρανία είναι χαμηλός, αν λάβουμε υπ’ όψιν το γεγονός ότι η τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκαν πυρηνικά ήταν στο Ναγκασάκι και στη Χιροσίμα το 1945. Τα πυρηνικά είναι πανίσχυρα όπλα και η χρήση τους αποτελεί μείζον έγκλημα. Φοβούμαι ωστόσο ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να λάβει ακόμη πιο ανησυχητική διάσταση ως προς την πιθανότητα χρήσης πυρηνικών όπλων, όσο ο Πούτιν αισθάνεται ότι μπαίνει στη γωνία και όσο οι πιθανότητες να στεφθεί με επιτυχία η ρωσική στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία λιγοστεύουν. Θεωρώ ότι η σημερινή κρίση στην Ουκρανία είναι σημαντικότερη από την κρίση των πυραύλων στην Κούβα, το 1962 (σ.σ.: όταν ΗΠΑ και ΕΣΣΔ έφθασαν στα πρόθυρα πολέμου), δεδομένου ότι σήμερα οι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι καθώς το ΝΑΤΟ και οι δυνάμεις της Ρωσίας επιχειρούν σε πολύ κοντινή απόσταση. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο, και υπό αυτές τις συνθήκες, κανείς δεν μπορεί ή δεν θα πρέπει να αποκλείσει το ενδεχόμενο ακούσιας κλιμάκωσης με συνέπεια να μη γίνει σεβαστό το όριο για τη μη χρήση των πυρηνικών».