Το ακούω ολοένα και συχνότερα όταν κάποιο ακραίο καιρικό φαινόμενο χτυπάει τη χώρα έχοντας πια και το όνομά του (Μήδεια, Ελπίδα, Μπάλλος κ.τ.λ.): «Μη βγαίνετε από το σπίτι» φωνάζουν κάποιοι ειδικοί στις τηλεοράσεις. Πώς γίνεται κάποιοι να δίνουν απλοϊκές συμβουλές που θυμίζουν αυτά που λένε παιδιά του γυμνασίου και να θεωρούνται και «ειδικοί» δεν το έχω καταλάβει. Αλλά με τις συμβουλές τους διαολίζομαι. Διότι ο σκοπός των ειδικών δεν πρέπει να είναι πώς θα κλείσουν τον κόσμο στο σπίτι, αλλά το πώς θα κρατήσουν σε συνθήκες κακοκαιρίας μια πόλη λειτουργική: αν κάποιος φοβάται τις βροχές και τα χιόνια μπορεί να μείνει σπίτι μόνος του. Δεν χρειάζεται συμβουλές.

Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν πως ο πολίτης πρέπει να απαιτεί παντού και πάντα την παρουσία ενός παντοδύναμου και αλάνθαστου κράτους: το πολύ κράτος με φοβίζει. Παντού, όπου και όταν προκύπτει μια κακοκαιρία ή μια αναποδιά την οποία μια χώρα δεν είναι συνηθισμένη να αντιμετωπίζει, μπορεί να υπάρξουν καταστροφές. Το 2003 ένας καύσωνας στο Παρίσι είχε σταθεί αιτία να πεθάνουν καλοκαιριάτικα πάνω από 15.000 άνθρωποι. Τον Ιούλιο του 2021 στη Γερμανία πνίγηκαν από πλημμύρες 133 άνθρωποι – η τότε καγκελάριος Μέρκελ είχε επισκεφθεί τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία όπου είχαν χάσει τη ζωή τους 43 άτομα και είχε μιλήσει για εθνικό δράμα. Εχω δει τη Ρώμη να παραλύει από βροχές – χιλιάδες αυτοκίνητα να μένουν για ώρες κολλημένα στις κεντρικές οδικές αρτηρίες της: υπάρχει και ένα τραγούδι του Αντονέλο Βεντίτι το οποίο μιλάει για έναν τύπο που έκανε κουπί για να παρκάρει το Fiat του. Θυμάμαι ότι έχω βρεθεί κάποτε σε ένα Αμστερνταμ τόσο πολύ χιονισμένο ώστε τα πιτσιρίκια έκαναν καταβάσεις με έλκηθρα χρησιμοποιώντας ως πίστες τις μυτερές στέγες των σπιτιών. Εχω δει το κατά τα άλλα υπερσύγχρονο αεροδρόμιο της Ζυρίχης να κλείνει εξαιτίας κακοκαιρίας.Πουθενά ωστόσο δεν έχω ακούσει ειδικό να ισχυρίζεται πως η λύση απέναντι στα ακραία καιρικά φαινόμενα είναι ο κατ’ οίκον περιορισμός των κατοίκων μιας πόλης. Μόνο εδώ.

Εχω μεγαλώσει στο Πήλιο, όπου τον χειμώνα πάντα χιονίζει. Το πρώτο πράγμα που μας μάθαιναν είναι ότι για κανέναν λόγο δεν πρέπει να μείνουμε σπίτι όταν αυτό συμβεί: οι παλαιότεροι, που χιόνια είχαν ζήσει, μας έλεγαν ότι πρέπει να βγαίνουμε, να περπατάμε, να κρατάμε ανοιχτούς τους δρόμους, ώστε να μη βρεθεί καμία οικογένεια σε συνθήκες απομόνωσης. Οποιος οδηγούσε όφειλε να ξέρει να περνάει αλυσίδες στο αμάξι αλλά και να προσαρμόζεται στις δύσκολες συνθήκες του οδοστρώματος. Επρεπε επίσης να μην παρκάρει το αυτοκίνητο στον δρόμο αν το χιόνι ξεπερνούσε τα συνηθισμένα, γιατί τα εκχιονιστικά «μηχανήματα» της τότε νομαρχίας που άνοιγαν τις οδούς πετούσαν το χιόνι δεξιά κι αριστερά και το αμάξι κινδύνευε να βρεθεί σκεπασμένο με έναν τόνο από δαύτο.

Οι άνθρωποι ήξεραν να ζουν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα για εβδομάδες και μπορούσαν να προσαρμόζονται στις συνθήκες. Δεν έχω φυσικά την απαίτηση να κάνουν κάτι τέτοιο όσοι βλέπουν χιόνι μία φορά κάθε πέντε χρόνια, ούτε και θεωρώ απαραίτητο να εκπαιδεύεται ο καθένας μας για να αντιμετωπίζει τις θεομηνίες: υπάρχουν ένα σωρό υπεύθυνοι έτοιμοι να στήσουνμηχανισμούς και να διοικήσουν ανθρώπους με σκοπό να παραμένουν λειτουργικές οι πόλεις που κατοικούνται από αυτούς οι οποίοι δεν ξέρουν να ζουν με το χιόνι και που ενδεχομένως πανικοβάλλονται και από τις πλημμύρες. Αλλά ο σκοπός όλων αυτών των υπευθύνων της κυβέρνησης, των δήμων και των περιφερειών πρέπει να είναι το πώς η πόλη θα συνεχίσει να λειτουργεί και όχι πώς θα βρεθεί το μαγικό κόλπο να μείνουν όλοι μέσα.

Συνειδητοποιώ γράφοντας το κείμενο πως στη λογική της έκπτωσης των ευθυνών έχω μπει κι εγώ. Γράφω π.χ. ότι οι κάθε λογής υπεύθυνοι πρέπει να φροντίζουν «την πόλη», ενώ θα έπρεπε να λέω «τη χώρα». Αν το κάνω, δεν είναι γιατί σκέπτομαι μόνο τα της γειτονιάς μου: είναι γιατί δεν μπορώ να φανταστώ πώς γίνεται να υπάρχει φροντίδα για μία χώρα όταν δεν μπορούμε να κρατήσουμε ζωντανές τις πόλεις – κατεβάζω τον πήχη δείχνοντας έναν ρεαλισμό, δηλαδή μια παραίτηση που προκύπτει υποσυνείδητα. Αυτή την παραίτηση τη συναντώ όλο και πιο πολύ και όλο και πιο συχνά. Εχουμε μάθει πλέον, αντί να προσέχουμε τι ψηφίζουμε και για ποιον λόγο επιλέγουμε αυτούς που ψηφίζουμε σε κάθε τύπου εκλογές, απλώς να οργιζόμαστε για να εκτονωνόμαστε. Δεν λέω ότι είναι απαραίτητα κακό, αλλά δεν μας πάει και πουθενά. Οσοι κομμάτι φοβούνται την οργή μας (γιατί π.χ. αποκλειστήκαμε στη Μεσογείων ή στην Αττική Οδό) μας καλούν απλώς να μείνουμε σπίτι για να μη μας συμβεί κάτι τέτοιο ξανά, λες και είναι νομοτελειακό. Ενώ θα έπρεπε να έχουν στο μυαλό τους πώς θα μας αποδείξουν ότι μπορούν να εγγυηθούν μια κάποια κανονικότητα, ειδικά τις ημέρες της κακοκαιρίας, όταν και τους έχουμε ανάγκη.

Νομίζω πως αυτό το «Μείνετε σπίτι» ως λύση για όλα προέκυψε μετά από εκείνο το πρώτο lockdown για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού που θεωρήθηκε και επιτυχημένο. Ηταν επιτυχημένο, αλλά ήταν κάτι ακραίο: έδειξε τον σεβασμό μας σε μια ιατρική συμβουλή. Αλλά δεν αντιμετωπίστηκε με χαρά, ακόμα και από όποιους σπίτι τους μπορεί να περνάνε καλά. Ακόμα και αυτοί γνωρίζουν πως εμείς οι Ελληνες δεν είμαστε φτιαγμένοι για να ζούμε μονίμως στο σπίτι χωρίς επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Οποιος κάτι τέτοιο μας ζητάει, κρύβεται από την ευθύνη του να διοικήσει (δηλαδή να κινητοποιήσει υπηρεσίες και ανθρώπους) παριστάνοντας ότι μας προσέχει: ας ξέρει ότι είναι ένας μπαγαπόντης και τον έχουμε πάρει είδηση.

Ανακεφαλαιώνω. Θέλουμε οι κρατικές υπηρεσίες να λειτουργούν, ειδικά όταν τις χρειαζόμαστε, δηλαδή τις δύσκολες ημέρες. Θέλουμε οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες να προετοιμάζουν σωστά το τεράστιο υπαλληλικό τους προσωπικό για να αντιμετωπίσουν ακραία καιρικά φαινόμενα που εξαιτίας και της κλιματικής αλλαγής προκύπτουν όλο και συχνότερα. Θέλουμε επιτέλους να βρεθεί ένας τρόπος να συντονίζονται όλες αυτές οι υπηρεσίες που έχουν λόγο και ευθύνη στην αντιμετώπιση των κρίσεων. Αυτά τα απλά θέλουμε. Και στον επόμενο που θα ισχυριστεί ότι η λύση για όλα τα προβλήματα είναι να μένουμε σπίτι, να παρακολουθούμε τηλεόραση και να μη βλέπουμε άνθρωπο, θα ρίξουμε μαύρο. Γιατί, νισάφι πια, βαρεθήκαμε να ακούμε ως λύση για ένα πρόβλημα αυτό που κάνουμε μόνοι μας από φόβο ή απόγνωση…