Να είμαστε ειλικρινείς. Δεν γινόταν ο Τσίπρας να μην κάνει τίποτα.

Ο ίδιος και το κόμμα του ταλαιπωρούνται στις δημοσκοπήσεις, η αντιπολιτευτική ατζέντα του είναι σταθερά μειοψηφική, η κυβέρνηση παραμένει ισχυρή, το ΠαΣοΚ φαίνεται πια στο καθρεφτάκι. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει ανήσυχος, αβέβαιος και διχασμένος.

Ο Τσίπρας δεν μπορούσε να κοιτάει άπραγος. Μόλις βρήκε μια καλή ευκαιρία με την κακή διαχείριση της κακοκαιρίας βγήκε στο προσκήνιο.

Αυτό σημαίνει πως με την πρόταση δυσπιστίας ο Τσίπρας έκανε κάτι; Θα το ξέρουμε το βράδυ της Κυριακής και τα εικοσιτετράωρα που θα ακολουθήσουν.

Από το 1974 και μετά όμως καμία κυβέρνηση δεν δοκιμάστηκε σοβαρά από μια πρόταση δυσπιστίας. Οι περισσότερες μάλλον συσπειρώθηκαν.

Αυτό δεν νομίζω να ενοχλεί τον Τσίπρα.

Ούτως ή άλλως, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ, το ΚΚΕ και όσοι άλλοι ψηφίσουν τη δυσπιστία απόψε μάλλον το κάνουν με την κρυφή βεβαιότητα ότι ψηφίζουν εκ του ασφαλούς και δεν θα γίνει καμία στραβή. Ο Ανδρουλάκης το είπε όσο πιο καθαρά μπορεί να ειπωθεί.

Κι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ άλλωστε λιγότερο στοχεύει στην ανατροπή της κυβέρνησης και περισσότερο στην πολιτική ενδυνάμωσή του. Είναι και πασιφανές και θεμιτό.

Αυτά για τα σημερινά. Αλλά η ουσία είναι ότι διαμορφώνεται ένα πολιτικό σκηνικό που αρχίζει να απομακρύνεται από το χθες.

Αφενός έχουμε μπει σε μια μακρά αλλά προφανή προεκλογική ευθεία. Ακόμη κι αν οι εκλογές γίνουν στην ώρα τους ή περίπου.

Αφετέρου η κυβέρνηση μπορεί να κυριαρχεί αλλά παρουσιάζει φθορά. Μια φθορά που δεν της κρούει ακόμα το καμπανάκι του κινδύνου αλλά πάντως δεν την ετοιμάζει και για υγιεινό εκλογικό περίπατο.

Κακά τα ψέματα όμως, οι ουσιαστικές ανακατατάξεις στο νέο σκηνικό δεν αφορούν τόσο την κυβέρνηση όσο την αντιπολίτευση. Και ο Τσίπρας το γνωρίζει.

Το ζητούμενο λοιπόν για αυτόν δεν είναι η εξουσία, κάτι που μοιάζει ελάχιστα πιθανό με τα σημερινά δεδομένα, όσο η επιβίωσή του μέσα από έναν ισχυρό ρόλο στην αντιπολίτευση.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ χάσει πάλι καθαρά, αν το σενάριο Μητσοτάκη περί «διπλών εκλογών» επιβεβαιώσει τη ΝΔ στην εξουσία κι αν το ΠαΣοΚ δώσει σοβαρά δείγματα ζωής, τότε το μετεκλογικό σκηνικό στον ΣΥΡΙΖΑ καθίσταται παντελώς άδηλο.

Ευλόγως λοιπόν ο Τσίπρας ξεδιπλώνει μια «στρατηγική επιβίωσης». Με το αίτημα για εκλογές, την πρόταση δυσπιστίας και φυσικά την αλλαγή του τρόπου εκλογής του στην αρχηγία του ΣΥΡΙΖΑ.

Αν επανεκλεγεί (όπως όλα δείχνουν) το προσεχές διάστημα, ποιος θα του ζητήσει να φύγει μετά από μια εκλογική ήττα στους πρώτους μήνες της νέας θητείας του;

Και ξέρετε κάτι; Δεν είναι απαραιτήτως αρνητικό. Στην πραγματικότητα είναι ίσως η πρώτη φορά μετά το 2019 που ο Τσίπρας ξετυλίγει μια σαφή και ρεαλιστική στρατηγική.

Πάνε οι ψευδαισθήσεις μιας ταχείας επιστροφής στην εξουσία που είχε καλλιεργήσει το αποτέλεσμα του 2019. Οπως πάνε και οι προσδοκίες μιας κατάρρευσης του Μητσοτάκη.

Ο Τσίπρας πλέον είναι υποχρεωμένος να διαβάσει το σκηνικό από την αρχή και να ξαναγράψει το σενάριο.

Δεν είναι βέβαιο ότι θα το κάνει. Αλλά αν το κάνει, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα του βγει σε κακό.

Μπλεξίματα

Μαθαίναμε παλιά στη δημοσιογραφία ότι «δεν μπαίνουμε σε κουβέντες με ποινικούς».
Λογικό, δεν υπάρχει κοινή βάση συζήτησης. Εμείς κάνουμε τη δουλειά μας αλλά εκείνοι προσπαθούν να γλιτώσουν τη φυλακή.
Δεν ξέρω αν η συμβουλή ισχύει και στην πολιτική. Αν ίσχυε όμως υποθέτω πως κάποια μέλη της κυβέρνησης θα είχαν αποφύγει τα μπλεξίματα με διάφορους Φουρθιώτηδες και κομπανία.
Διότι, σε τελευταία ανάλυση, κανείς δεν ευθύνεται για τους εχθρούς ή τους αντιπάλους του. Αντιθέτως όμως δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τους συνομιλητές του.

Αρσακειάδες

Η πολιτική διάσταση της υπόθεσης Novartis πήρε τον δρόμο για το αρχείο. Μετά από πέντε χρόνια ερευνών διαπιστώθηκε ότι «δεν προέκυψε καμία απολύτως ένδειξη περί της τέλεσης οποιασδήποτε αξιόποινης πράξης» (απόφαση αρχειοθέτησης, 24/1).
Εκείνοι που την κατασκεύασαν ή τη µεθόδευσαν θα πάρουν με τη σειρά τους τον δρόμο για το εδώλιο του Ειδικού Δικαστηρίου – έστω και με αδιανόητη καθυστέρηση…
Αντί επιλόγου θα καταφύγω σε δύο διατυπώσεις του τότε πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα.
Πρώτα δικαιολογήθηκε ότι «εμείς πήγαμε σαν Αρσακειάδες με τον σταυρό στο χέρι στην υπόθεση Novartis» (συνέντευξη Open, 19/11/2019).
Το «εμείς» είναι υποθέτω η κυβέρνησή του. Η οποία εξ όσων γνωρίζω δεν είχε καμία δικαστική αρμοδιότητα με ή χωρίς σταυρό.
Παρ’ όλα αυτά ο τότε πρωθυπουργός θεωρεί ότι δεν κινήθηκαν επαρκώς υποψιασμένα και πονηρά. Ετσι, σαν Αρσακειάδες πιάστηκαν (περίπου) κορόιδα!
Υστερα διευκρίνισε ακόμη περισσότερο ότι «θα μπορούσαμε κι εμείς να είχαμε χειριστεί με λιγότερη αφέλεια την υπόθεση και να πούμε ποιοι είναι οι τρεις που εμφανίζονται να έχουν μεγαλύτερη σχέση με το σκάνδαλο; Ε, αυτούς τους τρεις τους πάμε σε Προανακριτική».
Υπενθυμίζω ότι σύμφωνα με τη Δικαιοσύνη δεν υπήρχε ούτε μικρότερη ούτε μεγαλύτερη σχέση κανενός με κανένα σκάνδαλο.
Αλλά συνεχίζει ο τότε πρωθυπουργός: «Αν κάναμε τον διαχωρισμό είμαι βέβαιος ότι ακόμα και τα κόμματά τους θα αναγκάζονταν να τους απομακρύνουν αντί να τους αγκαλιάσουν» (συνέντευξη «Καθημερινή της Κυριακής», 6/6/2020).
Αν λοιπόν στην τότε κυβέρνηση ήταν λιγότερο αφελείς ή λιγότερο Αρσακειάδες έπρεπε να διαλέξουν τρεις που να µοιάζουν µε ενόχους ώστε να φέρουν σε δύσκολη θέση τα κόμματά τους.
Και συνεπώς δεν υπάρχει πρόβλημα με την ουσία της μεθόδευσης αλλά με τους χειρισμούς που εμπόδισαν ατυχώς τη μεθόδευση να πετύχει.
Νομίζω ότι ως επίλογο σε αυτή την άθλια ιστορία δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτα σε όσα ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός εξήγησε.