Την εποχή εκείνη ήταν ένας ρομαντικός νεαρός από την επαρχία της Κολομβίας, διατεθειμένος να δώσει ακόμη και τη ζωή του για την τέχνη της γραφής. Το 1953, όταν άρχισε να εργάζεται στην εφημερίδα El Espectador, o πολύπειρος Χοσέ Σαλγάρ, ο «άκαρδος διευθυντής σύνταξης» του συγκεκριμένου εντύπου που έδρευε στην πρωτεύουσα Μπογκοτά, του είπε κάτι που, όπως αποδείχθηκε, δεν ξέχασε ποτέ.

«Στρίβε τον λαιμό του κύκνου», δηλαδή, να χαλιναγωγείς τη φαντασία σου, να πειθαρχείς και να μεταφέρεις τα γεγονότα με καθαρότητα και σαφήνεια. Τότε είχε θεωρήσει την επίμαχη φράση μια διαταγή στα όρια της προσβολής. Δεκαετίες αργότερα, το 1983, τη μνημόνευε με ευγνωμοσύνη από τη στήλη του στην ισπανική «El Pais» και τη χαρακτήριζε «χρυσό κανόνα της δημοσιογραφίας».

Την αμέσως προηγούμενη χρονιά, το 1982, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (1927-2014) είχε βραβευτεί με το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Ο ίδιος μάλιστα ισχυριζόταν αργότερα ότι δεν ήθελε να τον θυμούνται για την τιμή της Σουηδικής Ακαδημίας, ούτε για το αριστούργημά του, το Εκατό χρόνια μοναξιά, «αλλά για την εφημερίδα».

Πενήντα αντιπροσωπευτικά κείμενα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, από τις απαρχές της καριέρας του στον Τύπο πριν από 70 χρόνια ως τη συνεργασία του με την «El Pais» τη δεκαετία του ’80, αποκαλύπτουν μια ξεχωριστή πλευρά του νομπελίστα λογοτέχνη

Η δημοσιογραφία ως πάθος

Στους υπόλοιπους μπορεί να ακούγεται από περίεργο έως και εξωφρενικό, πλην όμως, η ιδιάζουσα σχέση την οποία είχε καλλιεργήσει με τη δημοσιογραφία ο ίδιος (ο «Γκάμπο» ή «Γκαμπίτο», όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά στη Λατινική Αμερική) υπήρξε ένα μεγάλο, ασίγαστο πάθος που τον συνόδευσε σε ολόκληρη τη ζωή του. Μια φορά μάλιστα δεν δίστασε να δηλώσει ότι η δημοσιογραφία είναι «η καλύτερη δουλειά του κόσμου».

Πολλοί από τον συγκεκριμένο χώρο ίσως και να διαφωνούν με την άποψή του, όμως αυτό δεν έχει και πολλή σημασία επειδή εκείνος δεν ήταν, προφανώς, ένας συνηθισμένος δημοσιογράφος.

Και το Σκάνδαλο του αιώνα (El escandalo del siglo, 2018) που κυκλοφόρησε πρόσφατα, ένας απολαυστικότατος τόμος ο οποίος περιλαμβάνει πενήντα κείμενά του δημοσιευμένα στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, από το 1950 ως το 1984, έρχεται να μας αποκαλύψει με ποιους ακριβώς τρόπους ο επαγγελματίας γραφιάς συνυπήρχε με τον καλλιτέχνη του λόγου ή, αν προτιμάτε, πώς αυτές οι δύο ιδιότητες (αντίπαλες φαινομενικά) είχαν φτάσει στο σημείο να αλληλοτροφοδοτούνται εμπνευσμένα στη δική του περίπτωση.

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Το σκάνδαλο του αιώνα

Μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου

Εκδόσεις Ψυχογιός, 2021,

σελ. 408, τιμή 19,90 ευρώ

Στο βιβλίο, άψογα μεταφρασμένο στα ελληνικά από τη Μαρία Παλαιολόγου, διαβάζουμε έναν πρόλογο του Τζον Λι Αντερσον και ένα σημείωμα του επιμελητή της πρωτότυπης έκδοσης Κριστόμπαλ Πέρα. Ο τελευταίος παραθέτει αυτούσια την απάντηση του Μάρκες σε κάποια συνέντευξή του, όπου περιέγραφε τη δημοσιογραφία του και τη λογοτεχνία του ως συγκοινωνούντα δοχεία. «Μα αυτά τα βιβλία περιέχουν τέτοια ποσότητα έρευνας και διασταύρωσης στοιχείων και ιστορικής ακρίβειας και πίστης στα γεγονότα, που κατά βάθος είναι μεγάλα μυθιστορηματικά ή φανταστικά ρεπορτάζ, αλλά η μέθοδος έρευνας και διαχείρισης των πληροφοριών και των γεγονότων είναι δημοσιογραφική» ανέφερε ο Μάρκες.

Η σαγήνη της αφήγησης

Για να πλησιάσουμε πάντως σε ό,τι εννοούσε ο Μάρκες, επί της ουσίας, πρέπει να αφήσουμε στην άκρη το δίπολο πραγματικότητας και φαντασίας και να εστιάσουμε σε μια άλλη λέξη, την αφήγηση. Για τον Μάρκες λοιπόν, έναν σεσημασμένο παραμυθά, δεν γίνεται να κατανοήσουμε τον κόσμο αν δεν τον αφηγηθούμε καλά. Κι όσο πιο καλά τον αφηγηθούμε τόσο καλύτερα θα τον κατανοήσουμε. Εν προκειμένω, το λεπτό και κρίσιμο ζήτημα δεν είναι η μυθοπλασία ως επινόηση, αλλά η μυθοπλασία ως τεχνική, ως ένα εργαλείο που επιστρατεύεται για να εξεικονιστούν, να αποδοθούν και να νοηματοδοτηθούν τα ίδια τα γεγονότα.

Το Σκάνδαλο του αιώνα, το πιο εκτεταμένο κείμενο που τιτλοφορεί κιόλας τον τόμο, θα μπορούσε να είναι απλώς μερικές αράδες άνευ σημασίας, μια σύντομη και κοινότοπη είδηση του αστυνομικού δελτίου. Ομως από τον Μάρκες μετουσιώνεται σε μια ιστορία φοβερής αγωνίας. Ο ίδιος, ευρισκόμενος στη Ρώμη ως ανταποκριτής, έγραψε τον Σεπτέμβριο του 1955 μια σειρά δέκα και πλέον χρονικών για μια παράξενη υπόθεση στο επίκεντρο της οποίας βρισκόταν ο μυστηριώδης θάνατος μιας νεαρής Ιταλίδας, της Βίλμα Μοντέζι. Αραγε πέθανε από απροσεξία, αυτοκτόνησε ή τη δολοφόνησαν; Και πώς εμπλέκεται η πολιτική και καλλιτεχνική ελίτ της πόλης στον χαμό της;

Για τον Μάρκες, έναν σεσημασμένο παραμυθά, δεν γίνεται να κατανοήσουμε τον κόσμο αν δεν τον αφηγηθούμε καλά. Κι όσο πιο καλά τον αφηγηθούμε τόσο καλύτερα θα τον κατανοήσουμε

Ο Μάρκες ανασυστήνει εκείνον «τον ανατριχιαστικό σωρό αντιφάσεων, λαθών και ψευδών μαρτυριών» με εξονυχιστική μαεστρία. Ωστόσο, το πλέον εντυπωσιακό σε αυτή την καταγραφή (με τους υπέροχους μεσότιτλους και το «Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΘΥΜΑΤΑΙ» που εμφανίζεται σε τακτά διαστήματα) είναι το εξής: μολονότι ο Μάρκες είναι ο Μάρκες, έχει δηλαδή συναίσθηση τόσο της δεινότητάς του όσο και του υλικού του, δεν επιδίδεται σε μια «μυθοπλαστική διαχείριση» των γεγονότων (ποικίλα τερτίπια, υπερβολική δραματικότητα κ.ά.) αλλά τα αποτυπώνει με την προβλεπόμενη «δημοσιογραφική λογική» (όσο κι αν η έξυπνη διάταξή τους, από την άλλη μεριά, φανερώνει το «βλέμμα» του αφηγητή που είναι και συγγραφέας). Κοντολογίς, ο Μάρκες δεν επιτρέπει στις ανεξέλεγκτες παρορμήσεις του μυθοπλάστη μέσα του να επισκιάσουν τα δεδομένα καθήκοντα του ρεπόρτερ. Βεβαίως, τι να κάνουμε, το αποτέλεσμα είναι ένα φοβερό ρεπορτάζ που διαβάζεται σαν αστυνομικό μυθιστόρημα (ανεξαρτήτως αν μας ικανοποιεί το τέλος του ή όχι, εξυπακούεται).

Είναι σαφές ότι ο κάθε αναγνώστης θα στρέψει την προσοχή του, ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του, σε επιμέρους κείμενα, λ.χ. σε εκείνα που αφορούν την Κουβανική Επανάσταση («Δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν τίτλο») ή σε άλλα μέσω των οποίων εισχωρούμε στο λεγόμενο εργαστήρι ενός σπουδαίου συγγραφέα ή ακόμη και στον ίδιο του τον βίο. Αναφερόμενος κάπου στο χωριό του, την Αρακατάκα, γράφει ότι γεννήθηκε «τον καιρό του πυρετού της μπανάνας, όταν τα τσιγάρα δεν άναβαν με σπίρτα αλλά με χαρτονομίσματα των πέντε πέσος».

Στο κείμενό του «Κάτι ακόμα για τη λογοτεχνία και την πραγματικότητα», αυτός, ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος του «μαγικού ρεαλισμού», τονίζει για την Καραϊβική: «Τη γνωρίζω χώρα προς χώρα, νησί προς νησί, και ίσως από εκεί να προέρχεται η απογοήτευσή μου που ποτέ δε σκέφτηκα τίποτα ούτε μπόρεσα να κάνω τίποτα πιο θαυμαστό από την πραγματικότητα. Το πιο μακρινό σημείο που μπόρεσα να φτάσω είναι να τη μεταθέσω με ποιητικά μέσα, αλλά δεν υπάρχει ούτε μια αράδα σε κανένα από τα βιβλία μου που να μην έχει την απαρχή της σε ένα πραγματικό γεγονός».