Σε μοχλό πολιτικού μετασχηματισμού φιλοδοξεί να μετατρέψει ο Κυριάκος Μητσοτάκης το μεταρρυθμιστικό πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και την υλοποίηση του σχεδίου «Ελλάδα 2.0». Με το τέλος της πανδημικής κρίσης, ή ακριβέστερα με την επιστροφή στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, η έμφαση δίνεται από τον Πρωθυπουργό και τους συνεργάτες του (και) στην πολιτική ατζέντα, η οποία θα προσδιορίσει τη νέα πολιτική φυσιογνωμία της ΝΔ, με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται για τις αλλαγές συσχετισμών στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό.

Προσαρμογή στο διεθνές περιβάλλον

Στόχος του Πρωθυπουργού, όπως σταδιακά περιγράφεται από τον ίδιο και τους συνομιλητές του, είναι ο επαναπροσδιορισμός της πολιτικής ταυτότητας του κόμματος, με όρους συμβατούς προς τις αλλαγές οι οποίες συντελούνται παγκοσμίως και εκδηλώνονται πλέον με ταχύτητες πρωτόγνωρες στο πεδίο της πολιτικής.

Η εγκατάλειψη των μοντέλων του παρελθόντος με αφορμή την πανδημία συντελείται με μεγάλες ταχύτητες στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Πρόκειται για μία διαδικασία η οποία παρακολουθείται στενά από τον Πρωθυπουργό και την ομάδα συνεργατών του. Κάποιοι από αυτούς σπεύδουν δε να συμφωνήσουν στην εκτίμηση ότι η ΝΔ που θα διεκδικήσει την ψήφο των πολιτών στις επόμενες εκλογές, θα είναι πολύ διαφορετική από εκείνη των προηγούμενων δεκαετιών. Οι αντιδράσεις στο εσωτερικό του κόμματος ως προς αυτά είναι μία εκκρεμότητα, όμως εκτιμάται ότι ο κ. Μητσοτάκης θα επιχειρήσει να τις διαχειριστεί όσο παραμένει πολιτικά κυρίαρχος.

Η επιβίωση της Κεντροδεξιάς

Υπερβαίνοντας τα όρια προηγούμενων τοποθετήσεών του, ο Πρωθυπουργός περιέγραψε την προηγούμενη εβδομάδα με ιδιαίτερη σαφήνεια την αντίληψή του, όπως έχει διαμορφωθεί στο νέο πολιτικό περιβάλλον. Κατά τη συζήτησή του με τον ισπανό πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, περιέγραψε ως εξής την πολιτική μετάλλαξη της προηγούμενης δεκαετίας στην Ελλάδα: «Στην περίπτωσή μας, η Κεντροδεξιά ήταν ουσιαστικά το μόνο κόμμα που επέζησε από τη ρήξη, τον πολιτικό σεισμό που ουσιαστικά σχεδόν διέλυσε την πολιτική σκηνή στην Ελλάδα. Το παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο, το οποίο, κατά την άποψή μου, μοιάζει ελάχιστα με τη σοσιαλδημοκρατία» σημείωσε ο κ. Μητσοτάκης. Και προσέθεσε, σε μία τοποθέτηση η οποία ερμηνεύθηκε και ως ένδειξη των μελλοντικών του διαθέσεων: «Και η Κεντροδεξιά κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, να ευδοκιμήσει, αλλά και να ενισχυθεί. Αλλά ίσως το πέτυχε διότι έγινε λιγότερο ιδεολογική, πιο πρακτική, πιο προοδευτική και ικανή να κάνει το είδος της μεγάλης σύνθεσης και των αλλαγών που απαιτούνται σε ένα άρδην μεταβαλλόμενο τοπίο».

Οπως μεταδίδεται από το Μέγαρο Μαξίμου, στην αιχμή αυτής της διαδικασίας πολιτικής μεταστροφής θα βρεθεί η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Ενα μέρος αυτών είναι συνυφασμένο με τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, ένα άλλο με πτυχές του κυβερνητικού προγράμματος, το οποίο αναγκαστικά επηρεάστηκε από την πανδημία και τις επιπτώσεις της. Στο πρώτο πεδίο, έμφαση δίνεται, εκ της φύσεως του σχεδίου ανάκαμψης, στους τομείς της πράσινης ενέργειας και της ψηφιακής μετάβασης, όπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Διαφοροποίηση της ατζέντας

Oπως επισημαίνεται από κυβερνητικά στελέχη, τα στοιχεία αυτά μεταβάλλουν εκ των πραγμάτων το περιεχόμενο και τη φυσιογνωμία της πολιτικής, όπως και της δημόσιας συζήτησης η οποία τη συνοδεύει.

«Είναι η πράσινη μετάβαση ιδεολογική εκ φύσεως; Δεν είμαι σίγουρος. Υπερβαίνει ιδεολογίες. Εχει να κάνει με τη μοίρα των παιδιών μας. Υπάρχει ένα στοιχείο στο μυαλό μου, το οποίο είναι πολύ σημαντικό, και έχει να κάνει με τη μείωση των ανισοτήτων και τη δημιουργία μιας πιο συμπεριληπτικής μορφής καπιταλισμού» ανέφερε σχετικά ο Πρωθυπουργός σε ένα άλλο σημείο της παρέμβασής του στο Φόρουμ των Δελφών και συνέχισε με μία επισήμανση αντιπροσωπευτική της πολιτικής του φιλοδοξίας: «Θα έλεγα ότι αυτό το όραμα μπορεί να είναι εξίσου συμβατό με έναν σοσιαλδημοκράτη όσο και με έναν πολιτικό από την Κεντροδεξιά. Μπορεί να έχουμε διαφορετικές συνταγές, αλλά πιστεύω ουδείς μπορεί σήμερα να δεχθεί – της Κεντροδεξιάς περιλαμβανομένης – ότι οι μεγάλες ανισότητες τις οποίες προκαλεί ένας καπιταλισμός δίχως ρυθμίσεις και έλεγχο μπορεί να είναι οικονομικά και ηθικά αποδεκτές». Υπό το πρίσμα αυτό, ευρύτερη σημασία αναμένεται να έχει η συζήτηση της ερχόμενης Τρίτης στη Βουλή, με αντικείμενο τη «πράσινη μετάβαση», έπειτα από αίτημα της Φώφης Γεννηματά.

 

Η υψηλή ανάπτυξη και οι εκλογές

Στο Μέγαρο Μαξίμου εκτιμάται πλέον ότι η οικονομική ανάκαμψη θα συμβαδίζει με τον πολιτικό μετασχηματισμό και μάλιστα με ταχείς ρυθμούς. Οπως λέγεται ενδεικτικά, οι εκτιμήσεις της Επιτροπής για ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 4,1% το 2021 και 6% το 2022, προμηνύουν μία έκρηξη της οικονομικής δραστηριότητας στο δεύτερο εξάμηνο του έτους. Η αναμενόμενη αυτή επιτάχυνση του βηματισμού περιγράφεται και ως παράμετρος καθοριστική για άλλου τύπου πολιτικές αποφάσεις. Μεταξύ αυτών και ο χρόνος διεξαγωγής των εκλογών.

Λέγεται ότι ο κ. Μητσοτάκης εξακολουθεί να δέχεται εισηγήσεις για προσφυγή στις κάλπες (πολύ) πριν το τέλος της τετραετίας. Κατά πληροφορίες, ο ίδιος εμμένει στα όσα έχει επανειλημμένως δηλώσει, απορρίπτοντας τις πρόωρες εκλογές. Οπως σημειώνεται δε από το περιβάλλον του, μία τέτοια κίνηση δεν θα δικαιολογούνταν πολιτικά όσο αναμένονται οι εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και η έναρξη της υλοποίησής του (σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, εντός του 2021 αναμένονται τελικά 7,9 δισ. ευρώ, έναντι 4 δισ. ευρώ, τα οποία αρχικά είχαν προϋπολογιστεί ως προκαταβολές).

Μετά το εργασιακό, αξιολόγηση και επικουρικές

Ο πολιτικός σχεδιασμός των επόμενων μηνών έχει ήδη αναπροσαρμοστεί. Στόχος είναι, αφενός, η προώθηση αλλαγών και μεταρρυθμίσεων και, αφετέρου, η διαμόρφωση του πολιτικού περιβάλλοντος. Η αρχή έχει ήδη γίνει με το ασφαλιστικό. Οσο και αν περιγράφεται από την αντιπολίτευση ως «μητέρα των μαχών», στο Μέγαρο Μαξίμου αντιτείνουν ότι πρόκειται για προσαρμογή στις συνθήκες της εποχής, με πρότυπο τα όσα συμβαίνουν στην Ισπανία και στη Γαλλία και όχι τα όσα υπαγορεύουν κάποια νεοφιλελεύθερα κέντρα, τα οποία «βλέπουν» ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ.
Αφότου θα έχει ψηφιστεί το εργασιακό, δρομολογούνται ήδη δύο νέα νομοσχέδια, τα οποία προγραμματίζεται να έχουν ψηφιστεί έως τον Ιούλιο: το πρώτο αφορά την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και θα ακολουθήσει το επόμενο, για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος και ειδικότερα της επικουρικής ασφάλισης, με την εισαγωγή κεφαλαιοποιητικών χαρακτηριστικών.