Οσα συμβαίνουν αυτή την περίοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες, εντός μόνο των πρώτων 100 ημερών (που συμπληρώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα) από την επίσημη ανάληψη της προεδρίας από τον Τζο Μπάιντεν, καταδεικνύουν την έκταση στην οποία η μεγάλη αυτή χώρα εξακολουθεί να επηρεάζει – με τρόπο καταλυτικό – τις παγκόσμιες εξελίξεις. Η απόφαση της νέας αμερικανικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα επενδύσεων σε υποδομές και η επανάκαμψη του «μεγάλου κράτους» με την εισαγωγή δύο προγραμμάτων για την απασχόληση και τη συνδρομή των οικογενειών θα δημιουργήσουν μια διεθνή τάση που με τη σειρά της θα διαμορφώσει πολιτικές επιλογές που θα υπερβούν κατά πολύ τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η τάση αυτή, την οποία δεν πρέπει να υποτιμήσει ούτε η ελληνική κυβέρνηση, θα συμπεριλάβει τόσο τη σημαντική αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων όσο και την αύξηση των επιτοκίων για έλεγχο του πληθωρισμού, όπως δήλωσε η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν.

Είναι πολύ νωρίς να πει κανείς αν ο Τζο Μπάιντεν θα αποδειχθεί ο νέος Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ (ο γνωστός F.D.R.). Ηδη βέβαια, στον διεθνή Τύπο, χρησιμοποιούνται επίθετα όπως «επαναστατικός» (revolutionary) ή «ριζοσπαστικός» (radical) για να περιγράψουν όσα συμβαίνουν. Ο Μπάιντεν όμως – ένας άνθρωπος του βαθέος κατεστημένου που «έχει φάει με το κουτάλι» την πολιτική – έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα: είναι εμφανές ότι αυτός, κυρίως, αλλά και η ομάδα του είναι αποφασισμένοι να αφήσουν πίσω μια σημαντική παρακαταθήκη. Ο γηραιός πολιτικός μπορεί να μην αντέξει να είναι ξανά υποψήφιος, αλλά ίσως η σφραγίδα του να μείνει ανεξίτηλη.

Οι επιλογές Μπάιντεν έχουν ξεκάθαρα ως στόχο, όπως σημειώνει και ο Τζον Κάσιντι στον «New Yorker», να διορθώσουν τα σοβαρά προβλήματα του αμερικανικού καπιταλισμού, τα οποία έπληξαν την αμερικανική μεσαία τάξη μετά τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα Ρίγκαν. Αυτή η εξισορρόπηση (rebalancing) συνιστά πράγματι μια βασική ομοιότητα του σημερινού Μπάιντεν με τον εμβληματικό F.D.R. Δεν είναι δε τυχαίο ότι ο πρόεδρος έχει συμπεριλάβει στο επιτελείο του πρόσωπα που αναδείκνυαν τα σημερινά προβλήματα ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Αναμφίβολα, οι επιλογές που γίνονται αυτή την περίοδο στην Ουάσιγκτον θα επηρεάσουν όλον τον κόσμο – ακόμη και μια Ευρώπη που επί χρόνια ακολούθησε (τυφλά) τη γερμανική οδό της σκληρής δημοσιονομικής λιτότητας. Το μοντέλο αυτό υπέστη σοβαρές ρωγμές λόγω της πανδημικής κρίσης, αλλά ήδη έχουν αρχίσει να ακούγονται – κυρίως στη… Γερμανία – φωνές που μιλούν ξανά για το «φάντασμα του πληθωρισμού».

Το συμπέρασμα που πρέπει όλοι να συλλάβουν είναι ότι η πλήρης (οικονομική και πολιτική) απορρύθμιση που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια έχει πλέον «πνεύσει τα λοίσθια» και ο ρόλος του κράτους δεν πρέπει να υποτιμάται. Αλλωστε, το κράτος δεν χρειάζεται να είναι απαραίτητα μεγάλο, όπως επίμονα ισχυρίζονται οι ταγοί του ΣΥΡΙΖΑ. Αρκεί να είναι «έξυπνο» ή, όπως έχει γράψει η Μαριάνα Ματσουκάτο, «επιχειρηματικό».