Το 2020 θα καταγραφεί στη γερμανική οικονομική ιστορία. Για πρώτη φορά το δημόσιο χρέος αυξήθηκε με ρυθμό ταχύτερο των 10.000 ευρώ ανά δευτερόλεπτο. Πιο γρήγορο από εκείνον της κρίσης του 2007-2009, όταν χρειάστηκε η χώρα να δανειστεί τεράστια ποσά. Η εκτίναξη του χρέους στη Γερμανία και σε όλες τις χώρες του πλανήτη είναι το τίμημα που κατέβαλαν για να περιορίσουν τις οικονομικές επιπτώσεις της COVID-19.

Στη γερμανική Bundestag οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της πανδημίας έχουν εξελιχθεί σε βασική πηγή ανησυχίας, καθώς το τεράστιο πακέτο οικονομικής στήριξης των 1,3 τρισ. ευρώ που εγκρίθηκε δημιούργησε αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του χρέους. Το κεντρικό ερώτημα είναι πόσο και για πόσο η κυβέρνηση και η κοινωνία μπορούν να σηκώνουν το ολοένα αυξανόμενο βάρος.

Η τήρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Συνθήκης του Μάαστριχτ από τη Γερμανία τα τελευταία 12 χρόνια τής έδωσε τη δυνατότητα να μειώσει το χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ προτού ξεσπάσει η πανδημία. Ετσι η χώρα κατάφερε να αποκτήσει ένα οικονομικό μαξιλάρι που στάθηκε πολύ χρήσιμο στην κρίση.

Πλημμυρίδα χρέους

Σε άλλες χώρες με μικρότερα δημοσιονομικά περιθώρια η κατάσταση είναι διαφορετική. Σε πρωτοφανή σοκ σαν κι αυτό της πανδημίας COVID-19 ουδείς μπορεί να ισχυριστεί

ότι δεν δικαιολογείται μια αύξηση των δημοσίων δαπανών, όπως και μια διασυνοριακή οικονομική αλληλεγγύη – γι’ αυτό δημιουργήθηκε και το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ. Αλλά ακόμα και σε μια τόσο σοβαρή κρίση τα χρήματα δεν είναι πανάκεια και ο δανεισμός έχει νόημα μόνο αν γίνεται με σύνεση. Διαφορετικά τα κράτη σε βάθος χρόνου θα χάσουν τη χρηματοοικονομική τους ευελιξία. Το χρέος θα απειλήσει να διαρρήξει τον κοινωνικό τους ιστό. Οι πλούσιοι θα πλουτίζουν και οι φτωχοί θα απομακρύνονται από την ευημερία και η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ εχόντων και μη εχόντων θα απειλήσει την κοινωνική συνοχή και θα δημιουργήσει εστίες πολιτικών εκρήξεων.

Οι κεντρικές τράπεζες δεν είναι αλώβητες στην κριτική. Αυξάνουν τις αγορές κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, τονώνοντας την προσφορά χρήματος και αυξάνοντας τον κίνδυνο πληθωρισμού. Οι παραδοσιακοί υποστηρικτές της δημοσιονομικής λιτότητας δεν είναι οι μόνοι που αναγνωρίζουν τους κινδύνους. Ακόμα και ο Λάρι Σάμερς και ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, οπαδοί στο παρελθόν των δανειακώς χρηματοδοτούμενων δαπανών, προειδοποιούν για τις συνέπειες αύξησης του δημοσίου χρέους. Τα πάντα εξαρτώνται από τη δόση του φαρμάκου. Και η δόση έχει αυξηθεί στο σημείο που απειλεί τον ασθενή.

Με την Ευρωτράπεζα να τυπώνει αφειδώς χρήμα, η νομισματική βάση της ευρωζώνης αυξήθηκε από το σχεδόν 1 τρισ. ευρώ το 2009 στα σχεδόν 5 τρισ. ευρώ στα τέλη του 2020 και θα φτάσει τα 6 τρισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2021. Οταν η προσφορά χρήματος πολλαπλασιάζεται δίχως να συνοδεύεται με ανάλογη αύξηση στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, είναι αναπόφευκτη η έξαρση των πληθωριστικών προσδοκιών επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα εμφανιστεί απαραίτητα πληθωρισμός. Αλλά αν εμφανιστεί, η υποτίμηση του νομίσματος θα είναι αναπόφευκτη. Υπάρχουν ήδη ενδείξεις καλπάζοντος πληθωρισμού. Δεν έφτασε ακόμη στα καταναλωτικά αγαθά, αλλά οι τιμές των ακινήτων, των μετοχών και της τέχνης αυξάνονται με διψήφιο ποσοστό κάθε τρίμηνο στη Γερμανία.

Το δίλημμα της ΕΚΤ

Ολοι γνωρίζουν το δίλημμα που αντιμετωπίζει η ΕΚΤ. Πατώντας απότομα το νομισματικό φρένο θα εκτίνασσε τα επιτόκια και θα απειλούσε τη σταθερότητα χωρών με υψηλό ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ. Κανένας δεν θέλει κάτι τέτοιο. Από την άλλη, αν ο ρυθμός αύξησης των επιτοκίων είναι αργός ο πληθωρισμός θα μετατρέψει την οικονομία σε ζόμπι: το πολύ χρήμα θα διαφθείρει τα ήθη, θα αποθαρρύνει τις διαρθρωτικές προσαρμογές στις επιχειρήσεις και θα χαθεί η ανταγωνιστικότητα.

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Για την ώρα πρέπει να συνεχιστεί η μάχη κατά του κορωνοϊού. Αλλά μόλις η κατάσταση βελτιωθεί, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη μείωση των χρεών. Διαφορετικά μια «πανδημία χρέους» θα σαρώσει την Ευρώπη. Με τον Μάριο Ντράγκι συζητούσαμε συχνά για τους κινδύνους ηθικής χαλάρωσης. Πάντοτε συμφωνούσαμε ότι, με δεδομένη τη δομή της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης, η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας και μιας βιώσιμης δημοσιονομικής πολιτικής αποτελεί ευθύνη των κρατών-μελών. Ελπίζω ότι τώρα ως πρωθυπουργός ο Ντράγκι θα εφαρμόσει την αρχή αυτή στην Ιταλία. Εχει πρωταρχική σημασία κάτι τέτοιο για ολόκληρη την ΕΕ.

Μια υποσχόμενη λύση είναι να αναλάβει η ΕΕ τον πολιτικό έλεγχο του προβλήματος χρέους με βάση την πρωτοβουλία που είχε προτείνει προ δεκαετίας το γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων: ένα Σύμφωνο Εξόφλησης Χρεών. Πρόκειται για μια λύση κατά το μοντέλο που εφάρμοσε το 1792 ο Αλεξάντερ Χάμιλτον, ο πρώτος υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, για να μειώσει τα τεράστια χρέη που δημιούργησε στις Πολιτείες ο Πόλεμος για την Ανεξαρτησία.

Οι 13 Πολιτείες εφάρμοσαν κοινούς κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας και μείωσαν τα χρέη τους. Αυτή η εξωτερικώς καθορισμένη δημοσιονομική πολιτική – και όχι η αμοιβαιοποίηση των χρεών των Πολιτειών, που κάποιοι προτείνουν για την ΕΕ – ήταν η ουσία της «Στιγμής Χάμιλτον» που τόσο συχνά μνημονεύεται.

*Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας (2009-2017) και υπουργός Εσωτερικών (1989-1991 και 2005-2009) είναι πρόεδρος της γερμανικής Κάτω Βουλής (Bundestag).