Αν και η ελληνική γλώσσα μάς επιτρέπει να διακρίνουμε τις διαφορές μεταξύ των όρων της μεγέθυνσης και της ανάπτυξης, στον πολιτικό διάλογο αυτές οι έννοιες είναι απολύτως συγκεχυμένες. Ο όρος της μεγέθυνσης είναι αυστηρά ποσοτικός και αφορά ένα μοντέλο καθαρά οικονομοκεντρικό, ενώ εκείνος της ανάπτυξης εμπεριέχει μια ποιοτική διάσταση, αυτή της ευημερίας των πολιτών.

Η σύγχυση αυτή έχει οδηγήσει σε πρόβλημα ουσιαστικής επικοινωνίας, κυρίως εντός της Κεντροδεξιάς. Το μέρος του πολιτικού προσωπικού που βρίσκεται πιο κοντά στη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση θεωρεί τη μεγέθυνση του ΑΕΠ ως κύρια πολιτική και οικονομική στόχευση, αλλά οι πολίτες, επιδιώκοντας να ζουν καλύτερα, έχουν άλλα κριτήρια. Για παράδειγμα, η πώληση περισσότερων αντικλεπτικών συστημάτων και το χτίσιμο περισσότερων φυλακών μεγεθύνουν το ΑΕΠ, ταυτόχρονα όμως είναι δηλωτικά της αύξησης της ανασφάλειας και της εγκληματικότητας και ως τέτοια αποδεικνύουν την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής.

Αυτή η έλλειψη συναντίληψης σε ό,τι συνιστά το μέγα ζήτημα της ανάπτυξης της χώρας, σε συνδυασμό με το imberium των libertarians και των δικαιωματιστών εντός της Νέας Δημοκρατίας, οδηγεί σε ένα πρόβλημα ανεπαρκούς πολιτικής εκπροσώπησης της κεντροδεξιάς παραδοσιακής κοινωνικής βάσης στην Ελλάδα.

Μια σειρά προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα απαιτούν τη συμβολή της συντηρητικής προσέγγισης, την οποία καταφανώς αποκλείει η σημερινή ηγετική ομάδα. Αυτό το κενό αντιλαμβάνονται διάφοροι ευκαιριακοί πολιτικοί παίκτες, οι οποίοι επιχειρούν να υιοθετήσουν τη συντηρητική ιδιότητα, αλλά δεν έχουν ούτε το περιεχόμενο ούτε το παρελθόν για να το υποστηρίξουν. Οι ανησυχίες που μοιράζονται οι περισσότεροι Ελληνες, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση ή το επίπεδο της πίστης τους σχετικά με τα θεμέλια των οικογενειών και των κοινοτήτων τους, αναζητούν αυθεντική έκφραση.

Μια Κεντροδεξιά που δεν ενσωματώνει και τη συντηρητική προσέγγιση αδυνατεί να ανταποκριθεί στα προβλήματα των ανθρώπων και δεν είναι σε θέση να διαδραματίσει τον ζωτικό της ρόλο ως διεξόδου στην πολυεπίπεδη κρίση αξιών και θεσμών που δοκιμάζει οριζόντια τη χώρα. Δεν είναι καιρός για ιδεοληψίες. Δεν είναι καιρός για να διαλέγουμε αν η γάτα θα είναι μαύρη ή άσπρη, αλλά αν μπορεί να πιάσει ποντίκια…

Ο πυρήνας της συντηρητικής προσέγγισης δεν είναι, όπως πιστεύεται συχνά, η αντίθεση στην αλλαγή ή η επιθυμία για επιστροφή σε κάποια παλαιότερη εποχή. Η αντίληψη ότι οι συντηρητικοί στερούνται ουσιαστικών προτιμήσεων και απλώς αναπαράγουν το παρελθόν και το περιβάλλον τους είναι λανθασμένη. Υποβαθμίζει και αδικεί τη διάθεσή τους, αφενός για ουσιαστική μεταρρύθμιση αποτυχημένων κανόνων και αφετέρου για διατήρηση όσων αποδεδειγμένα έχουν λειτουργήσει επιτυχώς.

Στη σημερινή συγκυρία, λοιπόν, οφείλουμε να αναδείξουμε τον σεβασμό στον ρόλο που παίζουν οι θεσμοί και οι κανόνες στη ζωή των ανθρώπων και στη διαδικασία της διακυβέρνησης. Οταν απειλούνται οι βάσεις της κοινωνίας, η επιστροφή στα θεμελιώδη αποτελεί αναγκαιότητα και όχι συντηρητική φοβία ή απλουστευτική ρητορική. Είναι ζωτικής σημασίας να συνειδητοποιήσουμε ότι, στη ροή του χρόνου, υπάρχουμε σε έναν τόπο τον οποίο μπορούμε να αναγνωρίζουμε ως σπίτι μας, όπου οι κάτοικοι μπορούμε να εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλον, μιλάμε την ίδια γλώσσα και γιορτάζουμε τις ίδιες γιορτές.

*Ο κ. Αθανάσιος Ι. Σκορδάς είναι πρ. υφυπουργός, στέλεχος επιχειρήσεων και πρόεδρος του Think Tank ΡΕΥΜΑ.