«Στοιχ. Ν.  Ἀριθ. 103.

Ἀγαπητὲ Ξάνθε.

Κισνόβι τῇ 16. Φεβρουαρίου 1821.

Ἀμέσως ὁποῦ λάβεις τὴν παροῦσάν μου νὰ σηκοθῆς καὶ μετὰ τοῦ κυρίου Καλαματιανοῦ νὰ προφθάσης ἐδῶ τὸ ὁγληγορώτερον, χωρὶς τὴν παραμικρὰν ἄργηταν, ἐπειδὴ καὶ ἔχω τὴν μεγαλητέραν χρείαν νὰ σᾶς ἐνταμώσω καὶ τοὺς δύω, καὶ μήτε στιγμὴν νὰ μὴν ἀργοπορήσετε.

Ἔλαβον ὅλα σας τὰ γράμματα· τὰς μπάλας (=Οπλισμός) ὁποῦ ζητεῖ ὁ Καραβιᾶς, νὰ πασχίσετε νὰ σταλθοῦν ἀμέσως καὶ ὑποχρεωθήσομαι εἰς ἄκρον, ἐπειδὴ εἶναι ἄφευκτον διὰ τὸ καλὸν τῆς πατρίδος.

Νὰ εἰπῇς, ὅπου δεῖ, ὅτι διὰ τὸν Ποτπoλκόβνικον (=Συνταγματάρχης) Λίτοφ ἔκαμα τὸ ὅσον ἐδυνήθην καὶ ἄς μείνουν ἥσυχοι, ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἴντζοφ (=Ἰβάν Νικίτιτς Ἰντζόφ – Ὁ πληρεξούσιος πολιτικὸς καὶ στρατιωτικὸς Διοικητὴς τῆς Βεσσαραβίας) μοὶ ὑπεσχέθη νὰ κάμη ὅ,τι ἠμπορέσει.

Σᾶς προσμένω ανυπομόνως.

Ὁ ἀδελφός.

Ἀλέξανδρος ‘Υψηλάντης.

Τῷ Κυρίῳ Ἐμμ. Ξάνθω. Εἰς Ἰσμαήλ.»

Με σχετική αδημονία και ένταση απευθύνει ο 28χρονος γενικός επίτροπος της Αρχής από το Κισνόβιο προς τον πιο έμπιστό του άνθρωπο Εμμανουήλ Ξάνθο στο Ισμαήλιο την αδιαπραγμάτευτη προσταγή του, προκειμένου να σπεύσουν όλοι οι συνεργάτες στην έδρα του και τούτο, διότι είχε πάρει την τελική απόφαση για την εξέγερση. Μία απόφαση η οποία είχε περάσει από πολλές ανασχέσεις και αμφιταλαντεύσεις και γι’ αυτό έπρεπε δίχως άλλο να εγγραφεί και κυρίως να πραγματωθεί στις 16 Φεβρουαρίου 1821.

Είναι γεγονός ότι η διαρκής αναβλητικότητα που παρατηρήθηκε στα ηγετικά κλιμάκια της Εταιρείας τον Ιανουάριο του 1821, παρά τον κατακλυσμιαίο ρυθμό των επιμέρους επαφών τους, δημιούργησε ένα κλίμα διάχυτης ανησυχίας σε όλες τις τάξεις του Ελληνισμού, το οποίο ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με την κατακόρυφη αύξηση της καχυποψίας εκ μέρους των οθωμανικών αρχών. Οι τελευταίες ένιωθαν ενστικτωδώς να αιωρείται κάτι απροσδιόριστο στην ατμόσφαιρα, κάτι ανησυχητικό και αδιόρατο που προηγείται κυρίως της καταιγίδας.

Αναμφίβολα, οι Εταιριστές έκρυβαν με περισσή σπουδή και επινοητικότητα τις συνωμοτικές τους ενέργειες, καμουφλάροντάς τες κάτω από το σεισμογενές υπέδαφος των διαρκών αναταραχών και συγκρούσεων των γενίτσαρων με τους πραιτωριανούς του σουλτάνου. Το ίδιο έπρατταν και στις χαοτικές διαδρομές της διαρκώς μεταλασσόμενης κοινωνίας της Μολδοβλαχίας εξαιτίας των ρουμάνων αγροτών του Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου, ενώ το ίδιο επιχειρούσαν και στη νότια, σπαρασσόμενη από έριδες, ελληνική απόληξη της Βαλκανικής Χερσονήσου λόγω των ριψοκίνδυνων υποστηρικτών του Αλή πασά.

Παρά το ευνοϊκό για τις ελληνικές επιδιώξεις αυτό περιβάλλον, η Υψηλή Πύλη βοηθούμενη τόσο από το πυκνό δίκτυο παρακολούθησης που διέθετε η ίδια όσο και από τη σταθερή ροή εμπιστευτικών πληροφοριών εκ μέρους των κεντροευρωπαϊκών δυνάμεων της Παλινόρθωσης και της Ιερής Συμμαχίας άρχιζε να ξεκαθαρίζει σταδιακά το υπό διαμόρφωση επαναστατικό δυναμικό αμφισβήτησης της επικυριαρχίας της, που ορθωνόταν απειλητικά μπροστά της. Και πρώτη κίνηση κατευνασμού προς την κατεύθυνση αυτή αποτέλεσε στα τέλη του 1820 η μετακίνηση του αδίστακτου και πολεμοχαρούς Χουρσήτ πασά στον θώκο του Μόρα Βαλεσή στην Πελοπόννησο, μία εξέλιξη που σήμανε επικίνδυνο συναγερμό για τους Φιλικούς πρωτολάτες.

Το υπαρξιακό μυστικό

Ας επισημανθεί εμφατικά εδώ ότι στην παρούσα χρονική συνάφεια είχε αρχίσει και η αντίστροφη μέτρηση σχετικά με το επίμαχο ζήτημα του υπαρξιακού μυστικού που καλυπτόταν κάτω από τον ομιχλώδη πέπλο της «Αόρατης Αρχής», η οποία κινούσε δραστήρια τα νήματα της Εταιρείας. Η ανάληψη της ευθύνης της συγκεκριμένης Αρχής από τον απώτερης ποντιακής καταγωγής Αλέξανδρο Υψηλάντη τον Απρίλιο του 1820 είχε επιτρέψει να διαφανεί καθαρότερα η πολυσυζητημένη υπόθεση, ότι πίσω δηλαδή από όλα αυτά υποκρυπτόταν τεχνηέντως ο τσάρος και η «άρκτος του Βορρά».

Βέβαια, η συγκεκριμένη ταύτιση εξυπηρετούσε, στην πρωταρχική τουλάχιστον φάση των μυήσεων και της διάδοσης του εθνικού μυστικού, πλησίστια τους στόχους της Εταιρείας. Στη συνέχεια, όμως, όταν η προετοιμασία της Επανάστασης πέρασε στην τελική ευθεία και όλοι περίμεναν με ανυπομονησία να δουν μπροστά τους να αποκαλύπτεται η δίστομη ρομφαία της τσαρικής δύναμης, αν και αυτό δεν είχε ποτέ διακηρυχθεί ανοιχτά, τα πράγματα δυσκόλευαν και στα μάτια των πολλών ήταν ζήτημα χρόνου πότε θα φανερωνόταν το «ευφυές και απατηλό στρατήγημα» των πρωτουργών της οργάνωσης. Και φυσικά ο ευγενής ευπατρίδης, ο «καλός» κατά την Εταιρεία, δεν ήταν σε θέση ούτε ο ίδιος αλλά ούτε κανείς άλλος από τους ομογάλακτους συνοδοιπόρους του να το υποκαταστήσει. Ως εκ τούτου, η ώρα της τελικής κρίσης σήμανε και η ανάγκη ανάληψης άμεσης δράσης εκ μέρους της κεφαλής των Φιλικών κατέστη επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε.

Από την ευρεία γκάμα των ριζοσπαστικών ζυμώσεων της πρώτης αυτής φάσης της κινητοποίησης του επαναστατικού μηχανισμού, που οριοθετήθηκε με ευρηματικότητα στη Συνέλευση του Ισμαηλίου (1-8 Οκτωβρίου 1820) αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση του Παπαφλέσσα. Ο τελευταίος μετά το Ισμαήλιο κατεβαίνει στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στα τέλη Νοεμβρίου, εφόσον αγοράσει ένα καράβι στο όνομα του εμπόρου και Φιλικού Παλαιολόγου Λεμονή, δρομολογεί το ταξίδι του στην Πελοπόννησο και ύστερα από μία στάση στις Κυδωνίες (Αϊβαλή) και τη Σμύρνη αποβιβάζεται στην Υδρα και τις Σπέτσες. Ο Λεμονής από εκεί συνεχίζει μόνος του το ταξίδι προς την Τεργέστη, προκειμένου να παραλάβει τον «αναμενόμενο», τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.

Στα τέλη Δεκεμβρίου το καράβι έφθασε στον προορισμό του, περιμένοντας όμως εις μάτην τον πρώτο τη τάξει της Φιλικής Εταιρείας για να τον μεταφέρει στη Μάνη και τούτο διότι οι ενδιάμεσες γοργά τρέχουσες εξελίξεις τούς έχουν προλάβει εκ νέου.

Οι «πρόθυμοι», οι αδρανείς και οι αδιάφοροι

Στην περιρρέουσα αυτή ατμόσφαιρα και ενώ πληροφορίες διέρρεαν στον ευρύτερο χώρο της Νότιας Βαλκανικής αναφορικά με μία νέα επαπειλούμενη «αποστασία» ή «αταξία», σύμφωνα με την οθωμανική νοηματοδότηση, από την πλευρά των χριστιανών της Πελοποννήσου, ο εκδικητικός Χουρσήτ πασάς παίρνει την εντολή (6 Ιανουαρίου 1821) να στραφεί εναντίον του Αλή πασά στα Ιωάννινα, αφήνοντας έτσι το πεδίο ελεύθερο στους βαριά ασθμαίνοντες από την αγωνία Γραικούς. Οι μεμυημένοι Μωραΐτες κοτζαμπάσηδες και οπλαρχηγοί φροντίζουν να παραμείνουν «συνεσταλμένοι» σύμφωνα με την εύγλωττη έκφραση του Παλαιών Πατρών Γερμανού ενώπιον των συγκεκριμένων εξελίξεων, χωρίς στο ενδιάμεσο να τους έχουν φθάσει τα αποφασισθέντα του Ισμαηλίου. Τους έχει φθάσει όμως ο «αρμόδιος», ο παράτολμος Γρηγόριος Δικαίος, ο οποίος είναι ο επίσημα εξουσιοδοτημένος από την Αρχή εντολοδόχος της μετάδοσης του γενικού ξεσηκωμού και των τελικών επαναστατικών προετοιμασιών στον Μωριά.

Ο θυελλώδης αρχιμανδρίτης, συνοδευόμενος από μία ευάριθμη ομάδα ενόπλων, όργωσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα τη βόρεια πελοποννησιακή ενδοχώρα, συνάντησε «πρόθυμους», αδρανείς αλλά και αδιάφορους, καταλήγοντας στη μυστική Συνέλευση της Βοστίτσας (26-29 Ιανουαρίου 1821) (Αίγιο), όπου κατάφερε, παρά τις εντάσεις, να πετύχει ένα ελάχιστο συναίνεσης, που οριοθετούνταν από τον τρόπο και τον χρόνο εκδήλωσης της εξέγερσης.

Στη συνέχεια, χάραξε πορεία προς την Κεντρική και τη Νότια Πελοπόννησο χωρίς να γνωρίζει στο ενδιάμεσο τα διαδραματισθέντα στο Κισνόβιο, γι’ αυτό και γράφει στις 22 Φεβρουαρίου 1821 προς τον Εμμανουήλ Ξάνθο και την Αόρατη Αρχή μία απεγνωσμένη επιστολή σχετικά με τη βραδυπορία του Αλέξανδρου Υψηλάντη.

Η 22α Φεβρουαρίου 1821, ωστόσο, ήταν η ίδια αυτή ημέρα που ο τελευταίος, ο μοιραία «προσδοκώμενος» στη Μάνη διέβαινε τον Προύθο, πιστός στον «μεγάλο όρκο» των Φιλικών και του οράματός του για τον ξεσηκωμό του πολύπαθου γένους. Ενώ την ίδια στιγμή στην Πελοπόννησο η πρωτοβουλία των κινήσεων περιερχόταν οριστικά και αμετάκλητα από τα χέρια των «συνεσταλμένων» προκρίτων στο εκρηκτικό θυμικό του «αρμόδιου» και των αποφασισμένων ακολούθων του!

 Ο κ. Θανάσης Χρήστου είναι καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.