Το άρθρο αυτό γράφεται με αφορμή την απόφαση του Εφετείου της Αθήνας για τη Χρυσή Αυγή αλλά δεν είναι η απόφαση το θέμα.

Πολλοί φίλοι ρωτούσαν, έντονα προβληματισμένοι από την απαλλακτική πρόταση της Εισαγγελέως για τα τελικά καταδικασθέντα μέλη της Χρυσής Αυγής. Η διαφωνία της Εισαγγελέως με την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θεωρήθηκε ότι ξέφευγε από τις συνηθισμένες διαφωνίες εισαγγελέων – δικαστών.

Κάτι σκοτεινό κρύβεται, έλεγαν, και δεν ήταν συνωμοσιολόγοι.

Ηταν η εύκολη, επιφανειακή, χωρίς κανένα στοιχείο εξήγηση, όμως με τόσο εκτονωτική λειτουργία.

Δεν έχω την τάση να αποδίδω σε δικαστικούς λειτουργούς που κάνουν τη δουλειά τους μεροληπτικά και άλλα εξωδικαστικά κίνητρα, και ξεκαθαρίζω από την αρχή τη θέση μου:

Η διαφορετικότητα απόψεων, όπως σε όλα τα συλλογικά σχήματα έτσι και μεταξύ των μελών του Δικαστηρίου, πιστεύω ότι βαθαίνει τον προβληματισμό και πλουτίζει τη σκέψη. Ομοιομορφία σκέψης από οκνηρία ή φόβο ή σχέση εξάρτησης καταλήγει σε θάνατο της σκέψης και δικαστικά εκτρώματα.

Το Κράτος Δικαίου στηρίζεται στον γραπτό Νόμο, αλλά σε τελευταία ανάλυση στον Νόμο όπως τον ερμηνεύουν τα Δικαστήρια.

Εχει ειπωθεί χαρακτηριστικά ότι η εφαρμογή του Δικαίου δείχνει ότι τελικά είναι πιο σημαντική η ερμηνεία του Συντάγματος και των Νόμων από τη σύνταξη και ψήφισή τους.

Εν όψει της βαρύτητας των θεμάτων που προκύπτουν, καλό είναι να καταφύγει κανείς στα μεγάλα κείμενα.

Ο κορυφαίος στοχαστής της μεσοπολεμικής Γερμανίας Μάρτιν Χάιντεγκερ δίδασκε ότι όποιος ερμηνεύει τον Νόμο δεν ξεκινά ποτέ με παρθένο μυαλό αλλά έχει πάντα μια «προσύλληψη», μέσω της οποίας προσεγγίζει το υπό ερμηνεία κείμενο.

Ο δικός μας Δημήτρης Τσάτσος αναδεικνύει την ιστορική και πολιτική διάσταση του Συντάγματος και την υπαγωγή της Ερμηνείας του σε μια προερμηνευτική επιλογή, σε μια θέση επί της Αρχής που όλοι αναγκαστικά σαν ιστορικά υποκείμενα παίρνουμε και έχει ρίζα την ηθικοπολιτική μας προτίμηση.

Ο Γεώργιος Κουμάντος γράφει: «η ύλη της νομικής επιστήμης είναι οι κανόνες Δικαίου και η κοινωνική πραγματικότητα». Γι’ αυτό το άνοιγμα της νομικής επιστήμης στη Φιλοσοφία και την Κοινωνιολογία την καθιστά κοινωνική λειτουργία.

Το Δίκαιο, πράγματι, συνδέεται βαθιά με την Πολιτική και την Κοινωνία. Η ερμηνεία του από τα Δικαστήρια είναι η εφαρμοσμένη νομική επιστήμη και ταυτόχρονα η πηγή της. Η διαδρομή μέσα από την οποία θα ερμηνευθεί ο νόμος εν όψει μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, π.χ. σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, θα περάσει μέσα από τις αντιλήψεις του ερμηνευτή για το κράτος, τη σχέση ελευθερίας και ασφάλειας-τάξης, για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολιτών. Οι αντιλήψεις αυτές, καίουσες σ’ οποιαδήποτε κοινωνία ή σύστημα δικαίου, νομοτελειακά διαιρούν, ενώ παράγοντες όπως η παιδεία, οι εμπειρίες, το γενικό διανοητικό και αισθητικό επίπεδο παροξύνουν ή μετριάζουν τις διαφορές.

Η κοινωνική πραγματικότητα αλλάζει πολλές φορές ερήμην μας. Είναι δύσκολο όμως να απομακρυνθεί κανείς από τις αρχικές πεποιθήσεις. Για πολλούς αυτό θα συνιστούσε απειλή για την εικόνα που έχουν διαμορφώσει για τον εαυτό τους, το εικονοστάσι της ζωής τους.

Οι απλοί πολίτες, αντιμέτωποι με την πραγματικότητα, θα υποστούν προσωπικές και οικογενειακές συνέπειες. Από τις αποφάσεις όμως των δικαστών εξαρτώνται η ελευθερία και άλλα αγαθά. Ενας σεβαστός δικηγόρος έλεγε: Επειδή κρατούν σφυρί μάς βλέπουν όλους σαν καρφιά…

Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο, οι θεσμικές εγγυήσεις τις οποίες απολαύουν τα μέλη του δικαστικού σώματος επιτρέπουν σε μερικούς να πορεύονται εκτός ιστορικού χρόνου και εκτός κοινωνικού πλαισίου.

Η κρίση του δικαστή δεν είναι, ή τουλάχιστον δεν πρέπει να είναι, ζήτημα ταυτότητας.

Ο Μαξ Βέμπερ, αναφερόμενος στους πολιτικούς, έκανε τη διάκριση μεταξύ της ηθικής της πεποίθησης (φρονήματος) και της ηθικής της ευθύνης. Υποστήριζε ότι οι όποιες πεποιθήσεις έρχονται σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην ευθύνη που έχει αναλάβει ο ασκών δημόσιο λειτούργημα και εξουσία. Η ανάληψη αυτής της ηθικής ευθύνης είναι το πρώτιστο καθήκον των δικαστικών λειτουργών.

Δεν είναι εύκολη η πορεία ανάμεσα σε όχι τόσο σαφή σήματα.

Είναι και οι νόμοι που είναι ασαφείς, αντιφατικοί. Σε πολλές περιπτώσεις δεν ρυθμίζουν ολοκληρωτικά το πρακτέο, ούτε εξαντλούν το απαγορευμένο. Ο δικαστής όμως πρέπει να λύσει την ενώπιόν του αχθείσα υπόθεση. Η κρίση του έχει αναφορά τη συνείδησή του, είναι ελεύθερη, αλλά όχι ερήμην της επιστήμης και των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσης. Ανάμεσα σ’ αυτά, όχι λίγες φορές ο δικανικός συλλογισμός είναι συναρπαστική υπόθεση.

Υπάρχει και το ζήτημα του δικαστικού ακτιβισμού.

Η τήβεννος δεν νομιμοποιεί τον δικαστή στο να παραβλέπει τη νομοθετική ρύθμιση. «Ο δικαστής ερμηνεύοντας τον Νόμο δεν πρέπει να φιλοδοξεί από πιανίστας να γίνει συνθέτης. Η δημιουργική ερμηνεία της νομοθετικής παρτιτούρας δίνει πολλά περιθώρια «σκεπτόμενης» συμμόρφωσης προς τον Νόμο και ανάδειξης του ταλέντου των διανοητικών και ψυχικών ικανοτήτων του δικαστή» (σκέψεις ανώτατου γερμανού δικαστή).

Ηθελα να ασχοληθώ σ’ αυτό το άρθρο μόνο με τους εσωτερικούς, τόσο αποφασιστικής σημασίας, δαίμονες της δικαστικής λειτουργίας: όμως η κραυγή «Λεπενιώτη, θα πεθάνεις» ηχεί ακόμη μέσα μου. Γνωρίζουμε ότι η Πρόεδρος όπως και τα άλλα μέλη του Δικαστηρίου δεν έλαβαν υπόψη τις απειλές, που είναι βέβαιο ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης ασφαλώς δέχονταν. Ηταν μόνοι με τη συνείδησή τους, που ήταν μαζί και ασπίδα και στόχος. Ετσι όπως ήρθαν τα πράγματα, πήραν στους ώμους τους το βάρος της συνέχειας της δημοκρατικής λειτουργίας του Κράτους. Αν υποχωρούσαν, θα έβγαιναν τα τάγματα εφόδου, οι λύκοι. Δεν ήταν αυτονόητο, ούτε εύκολο, ούτε άλλωστε συμβαίνει πάντα. Ο Σαίξπηρ βάζει τον Κάσσιο να λέει στον Ιούλιο Καίσαρα «δεν θα ήμουν λύκος αν οι Ρωμαίοι δεν ήταν πρόβατα». Οι «Ρωμαίοι» στην υπόθεσή μας ήταν άλλης ποιότητας. Και το κοπάδι των λύκων σκορπίστηκε.

Τελικά η Δικαιοσύνη, όπως και όλοι οι θεσμοί, δεν είναι κανένα άυλο σχήμα, είναι οι Ανθρωποι που τη λειτουργούν. Αναμένουμε από τους Δικαστές νηφάλιο θάρρος, αρετή, επιστημοσύνη. Οι Δικαστές όμως δεν ήρθαν από το πουθενά, από κάποια Πλατωνική Πολιτεία, είναι τέκνα της Εκπαίδευσης και της Παιδείας μας, των Αξιών της Κοινωνίας μας.

Γι’ αυτό η Δικαιοσύνη είναι η ανθρώπινη. Είναι αυτή που μπορούμε. Δεν είναι τέλεια. Δεν γράφεται σε λίθους. Σβήνεται, διορθώνεται, αλλάζει, φέρνει τα πάνω κάτω και αντίστροφα.

Και καμιά φορά διώχνει τους λύκους.

*Ο κ. Γιώργος Κουβελάκης είναι σύμβουλος Επικρατείας ε.τ., πρώην υπουργός Δικαιοσύνης.