«Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, λοιπόν, έρχεται να δημιουργήσει μια ασφυκτική καθημερινότητα για τη νεολαία μέσα σε ένα Πανεπιστήμιο που θα χωράει μόνο τα μαθήματα και το διάβασμα και θα τρομοκρατεί και θα καταστέλλει οποιονδήποτε προσπαθεί να αντιταχθεί σε αυτό το καθεστώς. Θέλει, δηλαδή, να παταχθούν ο μάχιμος φοιτητικός συνδικαλισμός και οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις των φοιτητικών συλλόγων, που πρωτοπορούν στην ανατροπή των κυβερνητικών σχεδίων».

Αν εξαιρέσει κανείς την καλοδεχούμενη απουσία ορθογραφικών λαθών και τη σχεδόν ποιητική αντίληψη ότι τα μαθήματα και το διάβασμα αποτελούν κάτι σαν καθεστωτικό ζυγό στον φοιτητικό τράχηλο, το ύφος και τα επιχειρήματα με τα οποία καταγγέλλεται το κυοφορούμενο «ανοσιούργημα» του υπουργείου Παιδείας δεν διεκδικούν καμιά πρωτοτυπία και ανήκουν στο copy paste της πρόσφατης ιστορίας του ελληνικού πανεπιστημίου.

Το ότι η ανακοίνωση προφητεύει «ασφυκτική καθημερινότητα» μπορεί ίσως να είναι τοπικό σύμπτωμα, αφού οι συντάκτες της ανήκουν στο Α.Π.Θ. της εν γένει «χαλαρής» και «ερωτικής» Θεσσαλονίκης, αλλά η πεποίθηση ότι η φοιτητική πρωτοπορία πρέπει να κρατάει (ενίοτε) στο ένα χέρι το βιβλίο και στο άλλο (πάντα) τη ρομφαία της ανατροπής των κυβερνητικών σχεδίων είναι σαφώς πιο πανδημική μέσα στους κόλπους της σπουδαστικής αριστεροσύνης, σύμφωνα με την οποία (στην ίδια ανακοίνωση) το άσυλο αποτελεί κεκτημένο του λαού, η φασιστική λοίμωξη σε σχολές και σχολεία πρέπει να αντιμετωπιστεί με γενική απολύμανση, τα επίγεια δικαστήρια δεν αρκούν προκειμένου να αναπαυθεί η ψυχή των θυμάτων της Χρυσής Αυγής και η χώρα πρέπει πάραυτα να ξεκόψει από την εκμαυλίστρια ΕΕ.

Η εν λόγω ανακοίνωση είναι μέρος των παρεπομένων ενός συλλαλητηρίου της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αριστερής Κίνησης στις 21 Ιανουαρίου, στην Πλατεία Δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης, όπου η αστυνομία παρενέβη όταν οι συλλαλούντες, σε σφιχτό επιδημικό συγχρωτισμό, επιχείρησαν να καταλάβουν το οδόστρωμα της Εγνατίας. Τραγούδησέ μου τώρα, Μούσα των Συμπτώσεων, πώς συνέβη και μέσα σε τέτοιον πάνδημο ορυμαγδό ο ένας από τους τρεις προσαχθέντες φοιτητές που υπέστησαν την «τελετουργική» βία του γνωστού και μη εξαιρετέου «μπάτσου, δολοφόνου κ.λπ.» τυγχάνει να είναι ένας από τους πιο ζωηρούς και ακτιβιστικούς μπροστάρηδες που, όπως γνωρίζουν οι παροικούντες το Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ., το βρίσκει εξαιρετικά δύσκολο να διαχειριστεί τον υπερβάλλοντα ζήλο του.

Τίποτε το πρωτάκουστο και πρωτοφανέρωτο εδώ, και δεν θα σπαταλούσα ούτε τον χρόνο μου ούτε τον χώρο της εφημερίδας αν δεν είχα διαβάσει την ανακοίνωση είκοσι διδασκόντων του Τμήματος Φιλολογίας που διατρανώνουν την αφοσίωσή τους «στην ελευθερία της έκφρασης και στο δημοκρατικό δικαίωμα της ειρηνικής διαμαρτυρίας». Να υποθέσω ότι οι συνυπογράφοντες και συνυπογράφουσες διαθέτουν μαρτυρία υψηλής ευκρίνειας, και σε slow motion, για ειρηνικά θύματα και απρόκλητη αστυνομική καταστολή;

Να υποθέσω ότι η διαλείπουσα μνήμη τους εξαλείφει πλήθος περιπτώσεων και περιστατικών όπου αυτή η τιμαλφής και αδιαπραγμάτευτη «ελευθερία της έκφρασης» μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους έχει ποικιλοτρόπως τεθεί υπό διαπραγμάτευση από τα θύματα που υπερασπίζονται με την ανακοίνωσή τους; Να ρωτήσω γιατί δεν διαμαρτυρήθηκαν ποτέ μετά από τέτοιες καραμπινάτες ατασθαλίες; Να υποθέσω ότι η ανακοίνωση είναι προϊόν στοργής για ένα δικό μας, του Τμήματός μας, παιδί; Αλλά τότε αναρωτιέμαι για το πραγματικό νόημα της στοργής που πρέπει να νιώθει ένας ακαδημαϊκός δάσκαλος για τους φοιτητές του – και πιστεύω, όπως πίστευα πάντα, ότι υπάρχουν πιο ουσιαστικοί και παραγωγικοί τρόποι για να είναι κανείς στοργικός προς τους φοιτητές του.

Μπορώ, όμως, να υποθέσω ότι οι είκοσι που υπογράφουν την ανακοίνωση, του Κοσμήτορος της Σχολής επινεύοντος, αισθάνονται, ή θέλουν να αισθάνονται, ότι η ελευθερία της έκφρασης και η ειρηνική διαμαρτυρία απειλούνται περισσότερο από μια κυβέρνηση που δεν τυγχάνει της ιδεολογικής τους αρεσκείας. Και καθώς ο πιο δύσκολος κόμπος στο σχοινί της διελκυστίνδας είναι η σχεδιαζόμενη παρουσία της αστυνομίας στο πανεπιστημιακό campus, θα ομολογήσω ότι δεν βρίσκω εύγευστη την ιδέα τέτοιας παρουσίας όχι επειδή οι καταστάσεις δεν την κάνουν συχνά αναγκαία και εύλογη στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας αλλά επειδή δεν είμαι καθόλου βέβαιος για το πόσοι θα πιστώσουν στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη τη διακριτικότητα που υπόσχεται όταν ξεσπάσει το πρώτο θερμό επεισόδιο, όχι στην Πλατεία Δικαστηρίων ή στα Προπύλαια αλλά μέσα σε πανεπιστημιακό χώρο. Αλλά θα ομολογήσω ταυτόχρονα ότι αν με ρωτούσαν ποια είναι η εναλλακτική λύση θα απαντούσα με ένα φυγόμαχο «δεν ξέρω, δεν απαντώ». Και αν επέμεναν να με ρωτούν θα έλεγα ότι κάποιο μεσιανό πέρασμα πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στον πειθαρχιστικό ζήλο που μπορεί να γίνει γινάτι και στις καχύποπτες προκαταλήψεις που μπορούν να βγάλουν μάτι.

 

Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.