Οι κρίσεις είναι δύσκολες για τις κυβερνήσεις και κανονικές παγίδες για τις αντιπολιτεύσεις. Ιδίως αυτές οι κρίσεις που σχετίζονται με παγκόσμιες δυναμικές και έχουν πολυσύνθετη φύση όπως η σημερινή κατάσταση ανάγκης. Οι κυβερνήσεις χειρίζονται διοικητικές μηχανές προσπαθώντας να ισορροπήσουν αντικρουόμενα συμφέροντα και αξίες. Συχνά δεν τα καταφέρνουν καλά, άλλοτε γιατί τελικά υποχωρούν σε πιέσεις επαγγελματικών ομάδων ή τοπικών κοινωνιών (όπως έγινε το καλοκαίρι με τον τουρισμό), άλλοτε γιατί αιφνιδιάζονται από τη βιαιότητα της πανδημίας και προηγούμενοι υπολογισμοί τους διαψεύδονται. Αυτό φυσικά αφορά τη δική μας περίπτωση, όπως και άλλες στην Ευρώπη. Με μια έννοια, η πανδημία αποκάλυψε την ανεπάρκεια των πολιτικών και διοικητικών μηχανισμών στα περισσότερα εθνικά κράτη, ανεξάρτητα από συγκυριακές κεντροδεξιές ή κεντροαριστερές πλειοψηφίες: φανέρωσε την αδυναμία ακόμα και των πιο σύγχρονων κρατών να αναμετρηθούν με πολλαπλές, παράλληλες απαιτήσεις. Η γρήγορη κινητοποίηση πόρων και ειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού, η συντήρηση μιας στοιχειώδους οικονομικής βάσης, η εφαρμογή ασφαλών πρωτοκόλλων σε ομάδες του πληθυσμού που δεν μπορούν να συναισθανθούν τον βιολογικό κίνδυνο (νέοι, για παράδειγμα), όλα αυτά είναι στο φόντο των ορατών αποτυχιών της πολιτικής αυτό το διάστημα.

Σε αυτή λοιπόν την επιδημική συνθήκη οι κυβερνήσεις και τα συστήματα των φιλελεύθερων δημοκρατικών κοινωνιών είναι περισσότερο ευάλωτες και για έναν άλλο λόγο: οι κοινωνίες των ιδιωτών, οι ατομικές επιλογές και οι τρόποι ζωής των συγχρόνων δεν μπορεί να ελεγχθούν και να τυποποιηθούν. Δεν είναι απλώς ένας νομικός πολιτισμός που το απαγορεύει, είναι το ίδιο το concept της ανοιχτής κοινωνίας που δεν μπορεί να αποδεχθεί εύκολα τον σφικτό συντονισμό μεταξύ των πολιτών και των αρχών, μεταξύ της κάθε ατομικής συνείδησης και των εντολών ή των νόμων.

Τώρα φυσικά η κρίση δείχνει τα δόντια της και η κυβέρνηση παραδέχεται σημαντικά λάθη του προηγούμενου διαστήματος, χωρίς, ωστόσο, να αναγνωρίζει την πραγματική έκτασή τους. Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι κάποιες από τις αιτιάσεις του ΣΎΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ δικαιώνονται, ιδίως ως προς το θέμα της υπο-εκτίμησης της ασθένειας στην κοινότητα (λόγω του μικρού αριθμού των τεστ για κάποιους μήνες) ή σε σχέση με την ανεπαρκή εκπαίδευση και προετοιμασία πρόσθετου ιατρικού προσωπικού για το δεύτερο κύμα ή για ένα πιθανό τρίτο κύμα. Παρ’ όλα αυτά, η αντιπολιτευτική κουλτούρα στην Αριστερά και Κεντροαριστερά δεν είναι ενιαία. Στον ΣΎΡΙΖΑ οι όποιες εύλογες επισημάνσεις και αιτιάσεις για τη διαχείριση της πανδημίας περνούν συχνά σε δεύτερο πλάνο για να ξεπροβάλουν τα εύκολα μιας ισοπεδωτικά καχύποπτης προσέγγισης. Η κινητοποίηση του «στρατεύματος» έχει ενθαρρύνει για άλλη μια φορά μερίδες του κόσμου της Αριστεράς να δουν την επιδημία στη χώρα σαν να πρόκειται για προϊόν της «δεξιάς πολιτικής», μια εθνική αποτυχία ενός καθεστώτος που το περιγράφουν στα σοβαρά ως ακροδεξιό. Οι ενημερωμένες και αναστοχαστικές φωνές – και από τον ιατρικό κόσμο – καλύπτονται κάτω από τις φωνές κατά του «ακροδεξιού Χρυσοχοΐδη» (για τα όσα έγιναν στις 17 Νοέμβρη) ή από ανατριχιαστικούς ισχυρισμούς πως οι θάνατοι αυτών των ημερών είναι έργο της κυβέρνησης.

Γιατί μια κατάσταση σαν αυτή που περνάει η χώρα είναι παγίδα για την αντιπολίτευση; Μα ακριβώς γιατί προσφέρει ευκαιρίες για καταγγελία, για διαμαρτυρία και ενστάσεις που έχουν βάση, που δεν είναι κακόπιστες ή υπερβολικές. Και αυτή η προσφορά ευκαιριών για κριτική συνυπάρχει και τρέφεται από καταστροφικά, επώδυνα, λυπηρά γεγονότα, από αγωνίες ζωής και θανάτου.

Η αντιπολίτευση όμως ως πολιτική λειτουργία δεν μπορεί να γλιστράει σε μια αντιδεξιά θανατολογία, ούτε να ιδεολογικοποιεί όλες τις αποτυχίες στη χώρα σαν να είναι συνέπειες μιας «νεοφιλελεύθερης βούλησης». Αν θέλει κανείς να παρέμβει ιδεολογικά και παιδαγωγικά στη σκηνή της πανδημίας, μπορεί να σταθεί στη μάχη με τις αντιεπιστημονικές, συνωμοσιολογικές κουλτούρες της υποψίας. Σημαντικός αριθμός Ελλήνων – όπως και άλλων Ευρωπαίων, εδώ δεν μιλάμε για εθνικές ιδιαιτερότητες – βλέπει πολλές πλευρές αυτής της κρίσης σαν να είναι σχέδια κάποιων τρίτων εναντίον της ζωής τους και των δικαιωμάτων τους. Ακόμα και στο θέμα των εμβολίων αρχίζει να βρίσκει μεγάλο έρεισμα μια θέση που παρουσιάζει μόνο τα οφέλη των μεγάλων φαρμακευτικών, τις συναλλαγές των συστημάτων εξουσίας και κάποια πειράματα εναντίον των λαών. Πραγματικά ερωτήματα πολιτικής και αξιών σε σχέση με την ισχύ των φαρμακευτικών πολυεθνικών ρίχνονται στο μίξερ της τοξικής άρνησης που δεν είναι άσχετη με την επικίνδυνη σχετικοποίηση του κορωνοϊού.

Σε αυτό το ιδεολογικό μέτωπο η αξιωματική αντιπολίτευση είναι απούσα. Η επιδείνωση που ζούμε απομονώνεται σαν να αποτελεί μια κακή ιδιαιτερότητα που χρεώνεται σε μια ανάλγητη κυβέρνηση, δίχως να υπάρχει αίσθηση των πολυπαραγοντικών λόγων που κινούν το δεύτερο κύμα. Προφανώς, η διαμόρφωση αντιπολιτευτικής γραμμής χρειάζεται απλές γραμμές, καθαρότητα διλημμάτων και ίσως και κάποιες δόσεις ήπιου λαϊκισμού. Η αναζήτηση μιας κανονιστικής ορθολογικότητας είναι γόνιμη στην πολιτική θεωρία, αλλά στις πρακτικές της πολιτικής παρεμβάλλονται και άλλες μεταβλητές: τα πάθη, οι δυσφορίες των εκατέρωθεν «στρατευμάτων», οι συλλογικές μνήμες των παρατάξεων, φόβοι ή σύνδρομα που έρχονται από το βαθύ παρελθόν. Πολλά από αυτά όμως εμποδίζουν τη χάραξη μιας νέας αντιπολιτευτικής κουλτούρας που, ωστόσο, έχει γίνει απαραίτητη, ιδίως στο σύνθετο πεδίο της πανδημίας. Η αυτονομία της κυβέρνησης από πιέσεις με προέλευση επαγγελματικά συμφέροντα, εκκλησιαστικούς φορείς ή τοπικά κομματικά και γραφειοκρατικά πλέγματα, η απαλλαγή της αξιωματικής αντιπολίτευσης από την ιδεολογικοποίηση των πάντων και την εύκολη κολακεία της «ανυποταξίας» είναι κινήσεις που θα έδιναν μια άλλη τροπή στα πράγματα. Ο έλεγχος της πανδημίας εξαρτάται φυσικά από πόρους, συντονισμό και οργάνωση των προτεραιοτήτων. Χρειάζεται όμως και μια αίσθηση πολιτικής κοινότητας και την ενότητα απέναντι στον θάνατο, στον ανορθολογισμό και στον κυνισμό. Αυτή η αίσθηση πολιτικής κοινότητας δεν καταργεί τις πολιτικές αντιθέσεις, μπορεί όμως να περιορίσει τη συνολική κόπωση των πολιτών κι από τον ιό και από τα επικοινωνιακά δράματα που στήνονται καθημερινά για να τραφεί το κομματικό παιχνίδι.

+++++++++++++++++

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.